"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

11.3 C
Trikala

Τα μεσημέρια της Κυριακής

lafarm

Σχετικά άρθρα

«Μπαμπά, πάνε οι αριστεροί στο γήπεδο;» ήτανε η ερώτηση του γιού μου.
Στα δεκατέσσερα είναι το παιδί, και η έξυπνη η μητέρα του, όταν της παραπονέθηκε ο μικρός γιατί δεν τον έχω πάει μια φορά στο γήπεδο, τον πληροφόρησε ότι ο μπαμπάς του είναι αριστερός.

 

«Να πεις στην μητέρα σου» του απάντησα, «ότι ούτε οι δεξιοί δεν πηγαίνουν. Για αυτό και είναι άδεια τα γήπεδα».

«Μα, γιατί δεν πας;» συνέχισε ο μικρός μου γιός. «Και όχι μόνο δεν πας, αλλά δεν θέλεις και να βλέπεις. Απορώ, γιατί κάθε Τετάρτη, λες στη μαμά ότι πας και παίζεις 5X5».

«Έτσι, λέει» πετάχτηκε η γυναίκα μου. «Ένας Θεός ξέρει, αν πηγαίνει».

Δεν έδωσα σημασία στο υπονοούμενο της γυναίκας μου. Το ξέρει, ότι πηγαίνω και παίζω.

Δυο φορές, που είχε ξεχάσει να πάρει τα κλειδιά του σπιτιού, πέρασε από ένα γήπεδο στις Κουκουβάουνες και με βρήκε να παίζω.

«Βρε, πώς παθιαζόσαστε έτσι;» μου είπε το βράδυ που γύρισα. «Είσαστε και μεγάλοι άνθρωποι. Θα πάθεις κανένα έμφραγμα και θα μείνεις στον τόπο. Να προσέχετε, στην ηλικία που είσαστε».

Μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Και πολύ, μάλιστα. Και παλιά, πήγαινα πολύ συχνά. Και τις Τετάρτες, μέχρι πριν λίγα χρόνια έβλεπα τα παιγνίδια του Champions League.

Μπορεί να έφταιγαν και οι σκοτούρες ή οι ανησυχίες για την δουλειά μου, αλλά, σταδιακά, χωρίς στην αρχή να το συνειδητοποιήσω, άρχισα να νοιώθω μια απέχθεια. Είχα, όμως, καταλάβει τι ήταν αυτό που με ενοχλούσε.

Αλλά στο παιδί, τι εξήγηση να έδινα;

Ότι σιχαίνομαι να βλέπω επαγγελματίες μισθοφόρους να παίζουν; Ποδοσφαιριστές που στέκονται σούζα μπροστά σε αφεντικά μαφιόζους και οπαδούς-υπάλληλους που διαδηλώνουν για να μην μπούνε φυλακή οι πρόεδροί τους;

«Παλιά πήγαινα. Αλλά τώρα, μεγάλωσα» του απάντησα. «Άσε με τώρα. Είμαι απασχολημένος. Βλέπεις ότι γράφω κάτι για την δουλειά μου. Δεν βλέπεις; Αύριο πρέπει να παραδώσω κάτι στον διευθυντή μου».

-Α, ρε μπαμπά. Καλά το λέει η μαμά. Εσείς, οι αριστεροί, είσαστε πολύ ξενέρωτοι.

-Δεν πειράζει, όταν μεγαλώσεις να γίνεις δεξιός, σαν την μάνα σου. Έλα, αγόρι μου, άσε με να εργαστώ. Αύριο είναι Δευτέρα και, όπως εσύ κάθισες και ετοίμασες τα μαθήματα σου, έτσι και εγώ πρέπει να ετοιμάσω το αυριανό μου πρόγραμμα.

Ήταν μια από τις Κυριακές, που δεν διέφερε από πλευράς επαγγελματικών υποχρεώσεων με μια συνηθισμένη εργάσιμη μέρα.

Ή μάλλον, διέφερε λίγο.

Να, είχα καταφέρει να βρω ένα δίωρο, και μαζί με τον μικρό να πάμε μια βόλτα στην Αθήνα. Να του δείξω ορισμένα αξιοθέατα και να χαζέψουμε τη ζωή της πόλης.

Οι άνθρωποι είναι η καρδιά που δίνει τον παλμό μιας πόλης. Χτυπάει γρήγορα στις μεγαλουπόλεις και ράθυμα στις μικρές επαρχιακές.

Τα καταστήματα, εκείνη την Κυριακή, όλα ήταν ανοικτά. Από τα σούπερ μάρκετ, άνθρωποι έβγαιναν με καρότσια, γεμάτα με τα ψώνια της εβδομάδας.

Στις καφετέριες, όμορφοι έφηβοι, γεμάτη ζωντάνια, χάζευαν τα κινητά τους χωρίς να μιλάνε.

Οικογένειες με μικρά παιδιά, με τις τσάντες από πολυκαταστήματα ή αλυσίδες ηλεκτρονικών ακουμπισμένες στα πόδια τους, έτρωγαν βιαστικά σε κάποια φαστφουντάδικα χάμπουργκερ και προτηγανισμένες πατάτες.

Κοιτούσαν το ρολόι τους. «Άντε τελειώνετε, να προλάβουμε να πάμε και στο εκπτωτικό χωριό» άκουσα κάποιον να λέει, την ώρα που έτρωγαν.

Οι περισσότεροι, με το πού τέλειωναν το πρόχειρο φαγητό και έβγαζαν selfie, στο κάδρο της οποίας θέλανε να δείχνουν και σε ποιο μαγαζί καθίσανε, σηκωνόντουσαν αμέσως από το τραπέζι και έπιναν σχεδόν όρθιοι τις τελευταίες γουλιές από το υπερμέγεθες πλαστικό ποτήρι με την Coca Cola.

Ποιος ξέρει τι άλλες δουλειές είχαν προγραμματίσει και βιάζονταν.

Μπορεί ο μικρός να χαιρόταν με αυτή την πολυκοσμία, να μου ζητούσε να τον φωτογραφίσω για να κάνει ανάρτηση στο Instagram, αλλά εμένα κόντευε να με πιάσει κατάθλιψη.

«Θα είναι η κρίση της μέσης ηλικίας» σκέφθηκα. «Θα πρέπει ή να βρω μια ερωμένη, και να απολαύσω και εγώ σαν άνθρωπος τις χαρές μιας ανάρμοστης σχέσης, ή να γράφω στον Πιτσιρίκο ιστορίες για πουτάvες και απατεώνες».

Προτίμησα το δεύτερο, για να μη διαλύσω το σπίτι μου.

Αλλά, αυτή την φορά, δεν θα γράψω για καμία πουτάvα. Και ούτε για πολιτικούς, απατεώνες ή μαφιόζους.

Θα γράψω ένα δοκίμιο για το ποδόσφαιρο, για να λύσει και τις απορίες του ο μικρός. Ούτως ή άλλως, στο χώρο αυτό μαζεύονται όλοι οι παραπάνω σεβαστοί συμπολίτες μας.

Θα αναλύσω την σχέση του σύγχρονου ποδοσφαίρου με το σύστημα του καπιταλισμού. Από την οπτική γωνία της Αριστεράς, όμως.

Δεν έχει σημασία που η κοινωνία έχει σιχαθεί την Αριστερά. Σημασία έχει να μη σιχαθεί και το ποδόσφαιρο. Την τελευταία λαϊκή αξία που έμεινε μετά το τέλος της Ιστορίας.

Ανάλυση θα κάνω σοβαρή. Σαν αυτές, που εμείς οι αριστεροί είμαστε μανούλες. Όχι καμία του κώλoυ.

Θα αναζητήσω, λοιπόν, να βρω την αιτία που οι Έλληνες σταμάτησαν να πηγαίνουν γήπεδο.

Σκέφθηκα, για την επιστημονική ανάπτυξη του θέματος, να χρησιμοποιήσω τα εργαλεία της χεγκελιανής διαλεκτικής περί εννοιολογικών καθορισμών, τα οποία στη χρονική εξέλιξή τους θα απορριφθούν ως διαμορφωτές σκέψης.

«Μπα» είπα από μέσα μου. «Δεν θα καταλάβουν μία, οι αναγνώστες. Θα σιχτιρίζουν, όπως σιχτίριζε ο Λένιν, όταν διάβαζε το ΚΕΦΑΛΑΙΟ του Μαρξ».

Δεν γ@μιέται. Θα γράψω, χωρίς την χρήση εργαλείων μαρξιστικής ανάλυσης.

Άλλωστε, τι μου χρειάζονται, όταν έχω την βιωματική εμπειρία μιας Κυριακής από την νέα εποχή;

Ε, λοιπόν, ναι. Αυτό είναι. Η εξήγηση της αποστροφής μου για το γήπεδο, και συνεπώς και για το ποδόσφαιρο, βρίσκεται μέσα στην συναισθηματική διαφορετικότητα των αναμνήσεων από τις Κυριακές των παιδικών μου χρόνων.

Δεν θέλω να κάνω το κείμενο μελό με γλυκερές αναφορές για τους πατεράδες μας που φορούσαν το κοστούμι τους για να πάνε στο καφενείο, τους γείτονες που έπλεναν με τη μάνικα το αυτοκίνητο τους και τις νοικοκυρές που έστελναν με τα παιδιά τους τον φαγητό στο φούρνο.

Οι γραφικές αυτές περιγραφές είναι δουλειά γέρων λαογράφων. Δεν χωράνε σε δοκίμιο περί ποδοσφαίρου.

Μόνο για λόγους ιστορικής αρτιότητας πρέπει να αναφερθεί, ότι σαν μαθητής, και αργότερα φοιτητής, δέθηκα με την συνήθεια να φεύγω από τις σπίτι στις 2 το μεσημέρι, να συναντώ τους φίλους μου έξω από το καφενείο του Αβέρωφ στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά, και να ξεκινάμε όλοι μαζί για το γήπεδο.

Όπως η λειτουργία της εκκλησίας είχε την ίδια πάντα ώρα έναρξης, έτσι και τα παιγνίδια όλα αρχίζανε στις 3 το μεσημέρι.

Μα καλά, θα μου πείτε. Τι σχέση έχουν όλες αυτές οι άσχετες αναφορές με το ποδόσφαιρο και την Αριστερά;

Μη βιάζεστε. Το κουβάρι ξετυλίγεται πάντα από τη μια άκρη.

Και η χρονική άκρη για την ανάλυση της απέχθειας στο σημερινό ποδόσφαιρο βρίσκεται στη αναζήτηση των χαμένων Κυριακών μας.

Μπορεί εμείς, οι παλιοί ΡΗΓΑΔΕΣ, να είμαστε τα παρτσακλά της αριστεράς, αλλά όσο να ’ναι, στις τοπικές οργανώσεις περάσαμε και κάποια σεμινάρια καθοδήγησης.

«Οι οπαδοί» μας λέγανε οι διαφωτιστές, «είναι η κρίσιμη κοινωνική μάζα που μπορεί να φέρει την μεγάλη αλλαγή. Στις εξέδρες των γηπέδων και στα τραπέζια των καφενείων μπορείτε να κάνετε την καλύτερη ζύμωση. Να πηγαίνετε γήπεδο. Από εκεί θα ξεκινήσει η ειρηνική ανατροπή της αστικής τάξης».

Όχι ότι σε άλλες μορφές ζύμωσης πετύχαμε σπουδαία πράγματα, αλλά στο ποδόσφαιρο αποτύχαμε παντελώς.

Δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε αυτά που βλέπαμε.

Στη Νέα Φιλαδέλφεια, πριν την γκρεμίσει ο Γρανίτσας, είδα μαοϊκό συμφοιτητή μου να πανηγυρίζει γκολ με τον γιό κατοχικού μαυραγορίτη.

Στο αμφιθέατρο του Γκίνη, μέσα στο Μετσόβιο, είδα Κνίτες που παρακαλούσαν ασφαλίτες της ΔΑΠ, να τους βρουν εισιτήρια, για να πάνε στην Λεωφόρο και να δουν Παναθηναϊκό-Ολυμπιακό.

Στη Νέα Σμύρνη, με τα ίδια μου τα μάτια, από το μπαλκόνι μιας θείας μου που έβλεπε γήπεδο, είδα Πρόεδρο ομάδας –με καταγωγή από γνωστή οικογένεια Ελλήνων αρχαιοκαπήλων- να μιλάει, χωρίς μπράβους, με οπαδούς του Πανιώνιου.

Και άλλα πολλά είδαμε, που τα βράδια της Κυριακής, στην οργάνωση, δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε.

Μπρος στη χαρά, που μας έδινε ένα παιγνίδι της αγαπημένης μας ομάδας, τα ξεχνούσαμε όλα.

Μίση, διαφορές, ιδεολογίες και άλλα πολλά που μας χωρίζανε, πήγαιναν στην άκρη.

Θα μου πείτε εδώ γίνονταν φιλικά παιγνίδια στην Μακρόνησο -για την ιστορία νίκησαν οι σκαπανείς 2-1 τον Ολυμπιακό- η στη μέση του εμφυλίου, το 1948, έγιναν αγώνες για το «Κύπελλο Βίτσι», και θα μας πείραζε, δεξιοί και αριστεροί, να πηγαίνουμε μαζί στο γήπεδο και να μην πλακωνόμαστε;

Η εξέδρα ήταν η κολυμπήθρα της κάθαρσης των ταξικών διαφορών.

Οι γεροντολόγοι λένε -και δεν έχουν άδικο- ότι οι μεγάλοι άνθρωποι ξεχνούν πράγματα της καθημερινότητάς τους, αλλά θυμούνται ασήμαντες λεπτομέρειες από την νιότη τους.

Ο Μάκης, ο φίλος μου, μπορεί να μην θυμάται σε ποιο file έχει κάνει save ένα κώδικα που δούλευε μια εβδομάδα ή να ξεχνάει να αγοράσει από το μανάβη τα μισά από τα πράγματα, που του έχει παραγγείλει από το τηλέφωνο η σύζυγος του η Τάσια -είναι πιο σπασαρχίδω από την δικιά μου αυτή- αλλά θυμάται με κάθε λεπτομέρεια όλες τις πάσες που άλλαξαν ο Τζιοβάνι, ο Ριβάλντο και ο Καστίγιο στο πέμπτο γκολ που έβαλαν στον ΠΑΟΚ.

Οι παλιότεροι, όσα χρόνια και εάν πέρασαν, θυμόντουσαν τα ανάποδα ψαλίδια του Δομάζου, τις κεφαλιές του Παπαϊωάννου, τις ντρίπλες του Χατζηπαναγή.

Θα με ρωτήσει ο ποδοσφαιρόφιλος αναγνώστης: «Έχει καμία σχέση το σημερινό ποδόσφαιρο με αυτά τα μπουλούκια της δεκαετίας του ’70, που από το εβδομήντα πέντε και μετά σέρνονταν; Δεν σου αρέσουν οι αυτοματισμοί στις πάσες, τα συστήματα αλληλοκάλυψης και η αμυντική πειθαρχία;»

Ναι, μου αρέσουν. Αλλά να τα βλέπω στο play station με τα γραφικά του, τις αναλύσεις του και τους εικονικούς θεατές. Δεν μου αρέσουν στα γήπεδα.

«Είσαι πολύ παράξενος, ρε φίλε» θα μου απαντήσει ο ίδιος ο αναγνώστης. «Σε λίγο θα μου πεις ότι σου άρεσε το ξυλίκι που παίζονταν στα ξερά του Αιγάλεω και του Ιωνικού. Ή, για να μιλήσουμε και για τους ξένους, οι γιόμες των Εγγλέζων και τα τσεκουρώματα των Ουρουγουανών ήταν αυτά που σου άρεσαν; Και μη μου πεις, για τους αυτοσχεδιασμούς των Βραζιλιάνων η των Αργεντινών. Αυτοί δεν ξέρανε τι θα πει ομάδα. Δεν υπολογίζανε συμπαίκτες ή αντιπάλους Αυτοί μόνο τακουνάκια, λόμπες και κόλπα με την μπάλα ξέρανε να κάνουνε. Αν θέλαμε να δούμε παίκτες- ζογκλέρ πηγαίναμε και σε τσίρκο. Ομάδες χωρίς σύστημα ήταν όλες τους. Χάνανε πάντα από τους Γερμανούς που έπαιζαν με οργάνωση και πειθαρχία στο παιγνίδι. Ήταν θέαμα αυτό που έβλεπες να παίζουν ή ελεύθερο αντάρτικο;».

Ναι, ναι. Αυτό το ποδόσφαιρό μου άρεσε. Το αντάρτικο της μπάλας.

Και ξέρετε γιατί; Γιατί η σημερινή αυτοματοποίηση των ποδοσφαιρικών ενεργειών και ο προγραμματισμός των κινήσεων των παικτών της μεγάλης ομάδας θυμίζει ρομποτικές μηχανές.

Κρύβουν μεγάλη καταπίεση όλα αυτά τα σύγχρονα συστήματα. Δείχνουν την στέρηση ελευθερίας κινήσεων μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Οι επιθετικοί μαρκάρουν και οι αμυντικοί προωθούνται στην επίθεση.

Οι παίκτες λειτουργούν με συγκεκριμένα καθήκοντα.

Είναι ανθρωπομηχανές.

Είναι Κινέζοι εργάτες που, αντί να συναρμολογούν iphone με αυτοματοποιημένες κινήσεις, κατεβάζουν την μπάλα ή ελέγχουν τον αντίπαλο με συγκεκριμένο τρόπο.

Ο προπονητής τους απαγορεύει να πάρουν πρωτοβουλίες ή αποφάσεις την ώρα του παιγνιδιού.

Η στρατηγική του αγώνα είναι προμελετημένη.

Και η στέρηση της ελευθερίας δεν περιορίζεται μέσα στο παιγνίδι. Επεκτείνεται και στην ίδια τη ζωή των παικτών.

Δεν μου αρέσει να βλέπω παίκτες που ξέρω ότι τους έχουν φυλακίσει σε ξενοδοχεία για μέρες, τους ταΐζουν μόνο αυτό που πρέπει να φάνε, και τους ελέγχουν ακόμη και τα λόγια που θα πουν.

Κανένας Τζώρτζ Μπέστ η Πωλ Γκασκόιν -που το έσκαγαν από τα ξενοδοχεία και πήγαιναν στις πουτάvες ή τα pubs – δεν θα μπορούσε να παίζει στην σημερινή Manchester United των Αμερικανών Managers.

Μου άρεσαν αυτοί οι παίκτες. Οι ελεύθεροι παίκτες. Κι ας μην έκαναν πιο πολλά χιλιόμετρα μέσα στο παιγνίδι τους ή ας άντεχαν δεκαπέντε λεπτά λιγότερο.

Θα πει κάποιος, ότι οι μεγάλης ηλικίας άνθρωποι αναπολούν τα χρόνια που πέρασαν.

Νομίζουν ότι όλα, όσα έβλεπαν η έκαναν, ήταν όμορφα. Στον οίστρο της νοσταλγίας τους, τις πιο πολλές φορές ωραιοποιούν τα χρόνια της νιότης τους.

Αν συζητάνε για γυναίκες, όλοι είχανε να λένε πόσο δύσκολο και κοπιαστικό ήταν να ρίξεις μια γυναίκα. Και τα κορίτσια ήταν, τότε, όλα αγνά και καλές νοικοκυρές.

Λες και οι πουτάvες, οι αδίσταχτες και οι ανοικοκύρευτες μπήκαν στην πιάτσα με το πού εμφανίστηκαν τα μοντέλα και οι τηλεπαρουσιάστριες.

Αν μιλάνε για φαγητά, θυμούνται τις ντομάτες με τους σπόρους που μοσχομύριζαν και τις αλανιάρες κότες που έσφαζε ο χασάπης μπροστά στα μάτια τους.

Είχαν ξεχάσει ότι οι ντομάτες σάπιζαν σε τρείς μέρες -μετά τις έκαναν πελτέ για μαγειρευτά- και ότι η σαλμονέλα θέριζε.

Αν μιλάνε για την δουλειά τους, λένε πόσο πιο δύσκολα ήταν τα πράγματα χωρίς την τεχνολογική εξέλιξη.

Οι μηχανικοί υπολογίζανε τις πλάκες στα μπετά με τον κανόνα (χάρακας αριθμητικών πράξεων), οι γιατροί κάνανε επεμβάσεις με νυστέρι και όχι με laser, και οι λογιστές κρατάγανε χειρόγραφα τα βιβλία εσόδων-εξόδων.

Κανείς τους, σήμερα δεν θυμάται ότι η μεταπολεμική Αθήνα καταστράφηκε από τους πολιτικούς μηχανικούς της αντιπαροχής -που σηκώνανε τη μια πολυκατοικία πίσω από την άλλη- ότι το προσδόκιμο ζωής ήταν δέκα χρόνια χαμηλότερο και ότι οι φορολογικοί έλεγχοι στις μεγάλες επιχειρήσεις γίνονταν παζαρεύοντας εξωλογιστικά τους εφοριακούς.

Οι αναμνήσεις τους, λοιπόν, περιορίζονται στις χαμένες αισθητικές απολαύσεις, που ο χρόνος φυσιολογικά πήρε στο πέρασμά του, και στις επαγγελματικές δεξιότητες που είχαν αναπτύξει για να κάνουν σωστά την δουλειά τους. Και στις πολιτικές αναλύσεις -των πιο ψαγμένων- επικράτησαν οι απόψεις του τέλους της ιστορίας και η έλλειψη εναλλακτικής.

Στις ατέρμονες βραδινές συζητήσεις, αυτές που γίνονται τα Σαββατόβραδα στις ταβέρνες της Καισαριανής, γέροι κομμουνιστές, παλιοί Ρηγάδες και προσγειωμένοι αναρχικοί -όταν δεν μετράνε τα liκes από την τελευταία τους ανάρτηση- θυμούνται την αριστερά με μελαγχολία.

Και για το ποδόσφαιρο ή για τον αγώνα της επόμενης μέρας έχουν σταματήσει πια να μιλάνε.

Και να πεις, ότι δεν υπάρχουν ιστορίες για την σχέση της αριστεράς με το ποδόσφαιρο;

Υπάρχουν, και πολλές μάλιστα.

Ποιος δεν έχει ακούσει για τον Νίκο Γόδα, τον αντάρτη του 5ου λόχου του ΕΛΑΣ που συμμετείχε στην Αντίσταση, πολέμησε τους Γερμανούς στην Κοκκινιά, πήρε μέρος στην μάχη της Ηλεκτρικής και αργότερα με την απελευθέρωση τους Εγγλέζους στην μάχη του Νεκροταφείου του Πειραιά;

Όσο ασήμαντος για τα σημερινά ποδοσφαιρικά δεδομένα παίκτης και να ήταν, δεν παύει για τους παλιούς γέρους αριστερούς- τώρα δεν ζουν ούτε και αυτοί-να ήταν ο αγωνιστής που πιάστηκε με καρφωτή μετά την «Συμφωνία της Βάρκιζας», και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Ο Νίκος Γόδας φυλακίστηκε στην Αίγινα –έπασχε και από πνευμονία- και εκτελέστηκε, φορώντας τη φανέλα του Ολυμπιακού, στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας.

«Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου, πριν από τη χαριστική βολή», έλεγε λίγο πριν από τον θάνατό του.

Εκτελέστηκε ο Νίκος Γόδας, χωρίς να δεχτεί να υπογράψει δήλωση μετάνοιας.

Υπάρχουν ιστορίες, που άλλες τις ακούσαμε και άλλες τις προλάβαμε.

Και όσο και να προσπαθήσεις να αποστασιοποιηθείς από τον παρελθόν παικτών ινδαλμάτων, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τον Σόκρατες, της Εθνικής Βραζιλίας του ’82 που πάλευε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον αναρχικό -και υπέρμαχο του Μάο- Πολ Μπράιτνερ, ή τον δικό μας Σάββα Κωφίδη που υποστήριζε ανοιχτά το ΚΚΕ.

Τι σχέση μπορεί να έχουν αυτοί οι πολιτικοποιημένοι παίκτες με τους επαγγελματίες που υπογράφουν συμβόλαια εκατομμυρίων, κάνουν διαφημίσεις για αποσμητικά και σοκολάτες και ποστάρουν στο Instagram φωτογραφίες με μοντέλες.

Το κεντρικό θέμα μας, όμως, δεν είναι οι αριστεροί ασυμβίβαστοι παιχταράδες, αλλά εάν το ποδόσφαιρο ενδιαφέρει τους Έλληνες.

Και όλα όσα ειπώθηκαν παραπάνω, δεν είναι παρά ένα πρελούδιο για την σύνθεση των λόγων που απομάκρυναν τον κόσμο από τα γήπεδα.

Όχι, δεν ενδιαφέρει τους Έλληνες το ποδόσφαιρο.

Δεν τους ενδιαφέρει, γιατί η επόμενη μέρα, η Κυριακή του γηπέδου, έχει γίνει μια συνηθισμένη μέρα.

Ναι, όσο και να ακούγεται περίεργο, το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είχε συνδεθεί με την άγια αυτή μέρα.

Την μέρα, που ο εργατοϋπάλληλος θα ξυπνούσε ότι ώρα ήθελε, χωρίς να κτυπήσει το ξυπνητήρι του. Χωρίς να τον αναγκάζει κανείς, εάν δεν είναι άνεργος, να πάει και να δουλέψει για να μη χάσει τη δουλειά του.

Η Κυριακή, στις μνήμες των παιδικών μας χρόνων, ήταν η μέρα που η νοικοκυρά θα ετοίμαζε κοκκινιστό κρέας και θα καλούσε παππούδες, θειάδες και ξαδέλφια, να καθίσουν όλοι μαζί να φάνε.

Αλλά σήμερα, είναι κουρασμένες οι γυναίκες. Εργάζονται όλη την βδομάδα. Και τη μέρα που τους μένει -αν δεν την δουλεύουν – θέλουν να ξεκουραστούν. Έχουν, νομίζετε, όρεξη να ετοιμάζουν τραπέζια και να βλέπουν πεθερικά;

Έχει φύγει αυτή η διάθεση της προσφοράς. Και έχει έρθει ο νεοφιλελευθερισμός, η ελεύθερη επιλογή, που λέει ο Φρίντμαν, μεταξύ δουλειάς και ανεργίας.

Η Κυριακή των νεοελλήνων, λοιπόν, είναι μια μέρα, σαν όλες τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας.

Με τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού, που επιτρέπει τα καταστήματα να λειτουργούν και τους ανθρώπους να σκέφτονται, ότι πρέπει να εκμεταλλευτούν μια ακόμη μέρα.

Για να βγάλουν λίγα, έστω, χρήματα παραπάνω. Με τα οποία θα ξοφλήσουν δάνεια και υποχρεώσεις.

Εκσυγχρονιστές και μεταρρυθμιστές με το πού ανέλαβαν τις τύχες της πατρίδας μας, αφού άρπαξαν την περιουσία της, θέλουν σιγά-σιγά να αρπάξουν και αυτές τις Κυριακές.

Εδώ στην Ισπανία, οι αλλοδαποί εκσυγχρονιστές με την καθοδήγηση του ΔΝΤ πήραν από τους Ισπανούς την σιέστα. Θα άφηναν σε μας τις Κυριακές;

Εργάτες και άνθρωποι του λαού, αυτοί που γέμιζαν παλιότερα τα γήπεδα. εξαντλημένοι από απάνθρωπα ωράρια, άνεργοι, αλλά και άνθρωποι που αγάπησαν το ποδόσφαιρο, με τι διάθεση να πάνε στο γήπεδο;

Πώς να γεμίσουν, έτσι, τα γήπεδα; Άδειες οι κερκίδες.

Ανεργία, εξαθλίωση, μετανάστευση νέων, απογοήτευση και έλλειψη προοπτικής για ένα καλύτερο μέλλον, ήταν αρκετά σοβαροί λόγοι για να μην πατάει κόσμος στα γήπεδα.

 

Δεν χρειάζονταν, σε όλα αυτά, να προστεθούν από πάνω και το άθλιο θέαμα που προσφέρουν ομάδες γεμάτες με ξένους μισθοφόρους, η παρουσία αδίσταχτων μαφιόζων, που ελέγχουν συμμορίες οπαδών, και η νόθευση των αποτελεσμάτων από έναν υπόκοσμο παραγόντων, διαιτητών και παράνομων τζογαδόρων.

Σε μια Ευρώπη που τα τελευταία τριάντα χρόνια έχασε την ανθρωπιά της, θα κάνετε ολέθριο λάθος αν μπείτε στο κόπο να συγκρίνετε τις άδειες κερκίδες των ελληνικών γηπέδων με τις αντίστοιχες γεμάτες των γερμανικών η εγγλέζικων και να δικαιολογήσετε την άποψή σας, λέγοντας ότι εκεί παίζεται όμορφη μπάλα και δεν γίνονται επεισόδια.

Μη σας ξεγελάνε τα γεμάτα κόσμο γήπεδα των προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών.

Όσο και καλό να είναι το επαγγελματικό θέαμα που προσφέρουν οι ξένες ομάδες, όσο και ψηλότερο να είναι το κατά κεφαλήν εισόδημα, η γενικευμένη λιτότητα που έχει επιβληθεί στους λαούς έχει αφαιρέσει την δυνατότητα του εργατικού κόσμου να αγοράσει εισιτήρια.

Μα, θα ισχυριστείτε, οι μισοί και παραπάνω από τους θεατές είναι άνθρωποι μιας αμειβόμενης χαμηλά εργατικής τάξης.

Τι συμβαίνει, στην πραγματικότητα; Τόσο πολύ αγαπούν το ποδόσφαιρο που στερούνται από άλλα αγαθά για να πηγαίνουν στα γήπεδα;

Μπορεί μια κατώτερη οικονομική τάξη – γιατί εκεί ανήκουν οι πραγματικοί οπαδοί – να γεμίζει κάθε Κυριακή στάδια των ογδόντα χιλιάδων;

Φυσικά, και δεν μπορεί. Στα γήπεδα δεν μπορούν να πάνε ούτε οι άνεργοι, ούτε οι εργάτες που παίρνουν ένα μεροκάματο που με το ζόρι καλύπτει τις βασικές τους ανάγκες, ούτε, φυσικά, τα αποκλεισμένα luben στοιχεία που με παλιότερα -με κάθε τρόπο, έστω και με χαρτζιλίκια Προέδρων – πήγαιναν για να υποστηρίξουν με φανατισμό την ομάδα τους.

Ξέρετε, λοιπόν, τι είναι οι περισσότεροι από αυτούς που γεμίζουν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά γήπεδα;

Είναι επιλεγμένοι «κομπάρσοι» θεατές. Είναι οι «Fans mit Gutscheinen», οι οπαδοί που μπαίνουν στο γήπεδο με κουπόνια.

Η «Mitgliedskarte», η κάρτα μέλους δηλαδή, αυτή που επιτρέπει την είσοδο στο γήπεδο, είναι μια κάρτα που αγοράζεται, είτε με μια συνηθισμένη πιστωτική είτε χαρίζεται με την συγκέντρωση κουπονιών αγοράς καταναλωτικών προϊόντων.

Ναι, καλά ακούσατε. Με κουπόνια.

Τι, με κουπόνια, θα ρωτήσετε; Ναι, με κουπόνια των χορηγών.

Όπως το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ μοιράζει δωροεπιταγές για αγορές από supermarket, έτσι και η Vodafone, η Exxon η τα Wall Marts, μοιράζουν με τις αγορές από τα καταστήματα ή τα πρατήρια τους πόντους που εξαργυρώνονται από τους καταναλωτές των προϊόντων τους.

Είτε με μεμονωμένα εισιτήρια, είτε με μια κάρτα μέλους, εάν συγκεντρωθούν πολλοί πόντοι.

Οι χορηγοί των ομάδων είναι αυτοί που δίνουν την δυνατότητα στους χαμηλόμισθους, έμμεσα μέσω της αγοράς προϊόντων τους, να απολαύσουν την αγαπημένη τους ομάδα.

Βέβαια, οι χορηγοί ξεχωρίζουν την πλέμπα από την αριστοκρατία. Στην αριστοκρατία μοιράζουν προσκλήσεις.

Προσκλήσεις, εισιτήρια και κάρτες μέλους είναι μέσα στο εμπορικό πακέτο της συμφωνίας για την χορηγία. Μαζί με την χωροταξική θέση των διαφημιστικών πινακίδων και τα logo στις φανέλες που εμφανίζονται αγοράζονται και οι οπαδοί.

Και σας κάνει, μετά, εντύπωση, γιατί τέτοιοι οπαδοί συμπεριφέρονται σαν πολιτισμένοι φίλαθλοι και απολαμβάνουν το θέαμα που τους προσφέρουν οι ομάδες τους;

Εξακολουθείτε να θαυμάζετε τους ξένους που δεν αφήνουν τους χούλιγκαν να χαλάσουν την εικόνα των ομάδων τους;

Εσείς, τι νομίζετε; Ότι καθάρισαν ξαφνικά τα γκέτο των γαλλικών προαστίων και οι εργατικές συνοικίες της Στουτγάρδης;

Τα γκέτο έμειναν γκέτο, και απλά οι Ευρωπαίοι μεταρρυθμιστές μετά από την παιδεία και την πρόνοια, που έκοψαν από τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, στέρησαν στους φτωχούς ή αυτούς που δεν δουλεύουν για να καταναλώνουν, και την δυνατότητα να πάνε ομαδικά να δουν ένα παιγνίδι.

Γνωρίζουν πολύ καλά ότι άνεργοι είναι το κοινωνικό φυτίλι που ανάβει τις επαναστάσεις και προσέχουν τα νώτα τους. Έχουν μάθει ότι από τα γήπεδα μπορεί να ξεκινήσουν οι μεγαλύτερες κοινωνικές ανατροπές. Δεν επιθυμούν να γίνουν οι χώρες τους μια νέα Βόρεια Αφρική.

Δεν έγιναν με επιφοίτηση του Φρίντμαν, οι χουλιγκάνοι κολεγιόπαιδα. Αποκλείστηκαν, απλά, από τα γήπεδα.

Τα ραντεβού του θανάτου, βάζελων και γαύρων, είναι σαν πετροπόλεμος σε Αθηναϊκές γειτονιές του ’70 μπροστά στα μαχαιρώματα που έπεφταν έξω από τα pubs του Λίβερπουλ τα πρώτα χρόνια της Θάτσερ.

Όποιος είχε δει κατεβασιά των «Ζulu Warriors» από τσιμεντένια κερκίδα όρθιων μέσα σε αγωνιστικό χώρο του Bermingham, θα καταλάβει γιατί ο Σαλιαρέλης μίλησε για την μπούκα των επιστημόνων στο παιγνίδι με τον Αθηναϊκό.

Αν έχεις πετύχει στο Dover Ολλανδούς χούλιγκαν να πλακώνονται με Εγγλέζους, τα διόδια των Μαλάγρων, εκεί που την πέφτουν οι Παοκτζήδες στα πούλμαν του Ολυμπιακού, θα τα περάσεις για παιδότοπο.

Τα γήπεδα στην Ευρώπη, μετά τον Μάη του ’68, έγιναν τα νέα πεδία κοινωνικών συγκρούσεων.

Οι τσαμπουκάδες Χρυσαυγιτών και ΠΑΜΕ στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος μοιάζουν με θεατρικό σκετς μπροστά στο ξύλο που έπεφτε μεταξύ των φασιστών της Roma και των κομμουνιστών της Περούτζια.

Τα πράγματα, όμως, στην Ευρώπη άλλαξαν.

Η Θάτσερ, με το σαπούνι του νεοφιλελευθερισμού, καθάρισε τους χούλιγκαν μέσα σε τρία χρόνια.

Πας σήμερα σε εγγλέζικο ντέρμπι και νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο Covent Garden για να παρακολουθήσεις την «Ωραία κοιμωμένη».

Ευτυχώς που επιτρέπονται ακόμα τα ποπ κορν και τα αναψυκτικά. Αλλά, μόνο, από την καντίνα του χορηγού. Ούτε με τσίχλες στη τσέπη δεν επιτρέπεται να μπεις μέσα σε ξένο γήπεδο.

Μα καλά, τόσο μάγκες είναι οι ξένοι φιλελέδες; Πώς τα κατάφεραν;

Με πολύ απλά -αλλά στοχευμένα- βήματα.

Ξεπάστρεψαν στην αρχή τους άφραγκους απατεώνες προέδρους ομάδων με πολλούς οπαδούς.

Κάποιοι από αυτούς, που είχαν ήδη στο ενεργητικό τους δωροδοκίες πολιτικών, συστάσεις συμμοριών, απάτες, εμπορίες λευκής σάρκας, ναρκωτικών και όπλων, με την συνδρομή σοβαρών δικαστικών αρχών μπήκαν φυλακή.

Οι φυλακισμένοι πρόεδροι, για να περισώσουν το εμπόρευμα, αναγκάστηκαν να πουλήσουν τις μετοχές τους.

Που τις πούλησαν; Σε τίποτα άλλους απατεώνες, που περιμέναν στη σειρά;

Όχι, βέβαια. Οι ξένοι απατεώνες είναι, τουλάχιστον, πιο σοβαροί από τους δικούς μας.
Επέλεξαν προσεκτικά αυτούς στους ποιους θα πουλήσουν οπαδούς.

Οι νέοι ιδιοκτήτες ήταν ασφαλιστικές πολυεθνικές σαν την AIG, Ρώσοι ολιγάρχες που ήθελαν να ξεπλύνουν ότι είχαν αρπάξει με την πτώση του τείχους και Σαουδαραβικά funds.

Την εμπορική διαχείριση των ομάδων ανέλαβαν Marketing Managers.

Στις ποδοσφαιρικές επιχειρήσεις μπήκαν κεφάλαια, που ήταν αδύνατον να συλλάβουν οι παλιοί πρόεδροι.

Πόσους καλούς ποδοσφαιριστές μπορείς να φέρει στην ομάδα ένας νονός; Με ένα φορτίο λαθραία τσιγάρα ή μια καραβιά ηρωίνη, δεν αγοράζεις σήμερα ούτε αναπληρωματικό της Ρεάλ.

Διατροφολόγοι, γυμναστές, ψυχολόγοι, καθηγητές ξένων γλωσσών -ακόμη και φιλόλογοι για να μάθουν τους ποδοσφαιριστές να μιλάνε σωστά- έπεσαν με τα μούτρα στο εταιρικό προϊόν.

Το product-ποδόσφαιρο βελτιώθηκε για να αρέσει στην γενιά των consumers- οπαδών.

Καταναλωτές ήθελαν οι Managers που διεύθυναν τις ομάδες- επιχειρήσεις.

Τι να τους κάνουν οι επιχειρηματικοί κολοσσοί τους στρατούς οπαδών, που είχαν φτιάξει οι capo των μαφιών της Νάπολης και της Μασσαλίας;

Άχρηστοι, τους ήταν. Οι σπόνσορες, για πελάτες ψάχνουν.

Και καλύτεροι πελάτες από τους οπαδούς των ομάδων δεν υπάρχουν.

Με την αγορά καυσίμων, υπολογιστών ή χάμπουργκερ, οι χορηγοί των ομάδων πίστωναν με πόντους την κάρτα του οπαδού.

Συμπλήρωνε πόντους για παιγνίδι ο οπαδός, όταν έτρωγε τριάντα hamburger με Coca;

Έπαιρνε το εισιτήριο για να παρακολουθήσει ένα αγώνα της Ντόρτμουτ ή της Παρί Σεν Ζερμέν.

Με αυτό τον τρόπο, τα γήπεδα της Marseille άδειασαν από τους οργανωμένους Αλγερινούς μετανάστες ή τα παιδιά από τις συμμορίες της πόλης.

Και όσοι ακόμη από αυτούς καταφέρνουν και μπαίνουν, όταν πάρουν μερτικό από καμία δουλειά, φωτογραφίζονται στην είσοδο και η κάμερα στοχεύει την θέση που κάθονται.

Marketing Managers, λοιπόν, έφτιαξαν την νέα γενιά των θεατών στα στα ευρωπαϊκά γήπεδα.

Όχι λαθρέμποροι πετρελαίων, έμποροι ναρκωτικών η ξοφλημένοι καναλάρχες.

Τα τηλεοπτικά δικαιώματα που εισέπρατταν, τα χρηματοδοτούσαν οι σπόνσορες και οι διαφημιστικές των νέων ιδιοκτητών.

Το θέαμα έγινε show . Οι οπαδοί μπήκαν σε clubs με αυστηρούς κανόνες.

Δεν πείραζαν τους φιλοξενούμενους καταναλωτές. Και αυτοί, πελάτες είναι. Κι ας τους έχει ο ανταγωνισμός.

Το ποδόσφαιρο, στην Ευρώπη της λιτότητας, είναι η μόνη μορφή ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας που λειτουργεί χωρίς εμπορικό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων.

Τα ποδοσφαιρικά μονοπώλια σπανίζουν. Εφόσον η πίτα των οπαδών είναι λίγο-πολύ καθορισμένη, για ποιο λόγο να εξαφανίσεις μια αντίπαλη ομάδα; Αν δεν υπάρχει αντίπαλος δεν υπάρχει και οπαδός.

Το είδαμε στην Ελλάδα, όταν τα προηγούμενα χρόνια μονοπωλούσε τα πρωταθλήματα ο Ολυμπιακός.

Τι κατάφερε; Να παίζει σε άδεια γήπεδα.

Για να επανέλθουμε, όμως, στην ευρωπαϊκή διάσταση του προϊόντος, όλες αυτές οι κινήσεις του marketing είχαν σαν αποτέλεσμα να αλλάξει το σκηνικό στις εξέδρες.

Οι πελάτες-οπαδοί έπρεπε να συμμορφωθούν στους κανόνες της εταιρείας.

Κάπνισμα και αλκοόλ, κόπηκαν μαχαίρι. Μπύρα, μόνο του χορηγού, σε πλαστικό ποτήρι και αυτό από την καντίνα.

Πανό και συνθήματα ελέγχονταν μέρες πριν από κάθε αγώνα.

Τα γήπεδα απέκτησαν wi-fi, έτσι ώστε ο οπαδός, μέχρι να αρχίσει το παιγνίδι, να μην χάνει το χρόνο του μιλώντας με αγνώστους. Καλό είναι στο νεκρό χρόνο να βλέπει τις διαφημίσεις του Facebook. Δεν ξέρεις ποτέ μια κουβέντα με αγνώστους, τι κοινωνική κατάληξη μπορεί να έχει.

Σε ένα τέτοιο πνευματικά αποστειρωμένο χώρο, για να μπούμε και στο hard core του δοκιμίου, ήταν πότε δυνατόν να υπάρξει χώρος για την αριστερά;

Κοινωνικά συνθήματα ακούγονται, πιά, μόνο στα γήπεδα μικρών ομάδων.

Αν το νέο, λοιπόν, σκηνικό που διαμορφώθηκε στα ευρωπαϊκά γήπεδα σας φέρνει στο μυαλό τον θάνατο της Αριστεράς στην Ευρώπη, αυτό σημαίνει ότι δεν έχετε παραδοθεί ολοκληρωτικά στο φιλελευθερισμό.

Μπορεί, στο υποσυνείδητό σας, να έχει σβήσει η κοινωνική επανάσταση που ονειρευτήκατε στα νιάτα σας, αλλά, τουλάχιστον, παραμένει ακόμη άσβεστη η επιθυμία να δείτε πραγματικό ποδόσφαιρο.

Από ποδοσφαιριστές που μεγάλωσαν στις ίδιες με εσάς γειτονιές. Κι ας μην είναι ταλεντάρες.

Κατά βάθος γουστάρετε η ομάδα σας, να είναι σύντροφοι που αγωνίζονται σαν να πολεμούν ένα δικό σας εχθρό.

Δεν γουστάρετε την ποδοσφαιρική αριστεία του Ρονάλντο και του Νεϊμάρ.

Σας αρέσει η ανυπακοή του Μαραντόνα και του Κρόιφ. Ο πρώτος ποτέ δεν άκουγε προπονητή, και ο τελευταίος έγραφε στα αρxίδια του τον γιατρό της ομάδας, ανάβοντας τσιγάρο στο ημίχρονο του κάθε παιγνιδιού.

Αν είσαστε Έλληνες -προς θεού, όχι πατριώτες- υπάρχουν ακόμη μέσα σας γονιδιακά κύτταρα με μνήμες μαουνιέρηδων και προσφύγων.

Όπως υπήρχαν στους Εγγλέζους μνήμες ανθρακωρύχων που θέλανε να σκίσουνε λόρδους και τους τις έσβησε η Θάτσερ.

Γιατί το ποδόσφαιρο, είναι ένα σπορ ανθρώπων του λαού.

Το θέαμά του είναι σκληρό. Δεν είναι μπαλέτο για να είναι τέλειο.

Δεν είναι τυχαίο ότι μια καλή ντρίπλα, εκεί που δεν την περιμένεις, αντί για μια πάσα σε ένα βαρετό τριγωνάκι, σηκώνει όρθια μια ολόκληρη εξέδρα. Αυτό δεν μπορεί να το καταφέρει κανένα τριπλό αξέλ (περιστροφή στον αέρα για τους βλάχους που δεν καταλαβαίνουν).

Σίγουρα ένα assemble είναι πολύ πιο δύσκολο από ένα τάκλιν.

Ακόμη και η μπάρα του πίθηκου -αυτή που κάνουν οι στριπτητζούδες- είναι ασυγκρίτως δυσκολότερη από ένα καλό πέταγμα για κεφαλιά.

Στην κεφαλιά του ποδοσφαιριστή, όμως, τινάζεται ταυτόχρονα από την θέση του και ο οπαδός. Σαν να θέλει να την βαρέσει ό ίδιος.

Έχετε δει στο Ηρώδειο να σηκώνεται κανένας όρθιος και να προσπαθεί να σηκώσει τη μύτη του ενός ποδιού του, ενώ παράλληλα να σπρώχνει το άλλο πόδι στον αέρα;

Να θέλει ενστικτωδώς, δηλαδή, να πάρει τη θέση της χορεύτριας, και να κάνει αυτός το assemble. Θα τον περάσουν για τρελό.

Αυτό είναι το ποδόσφαιρο.

Και το ποδόσφαιρο, αυτό που αγαπήσαν οι αριστεροί, είναι μια συνεχής αντίσταση.

Είναι ο αγώνας των ερασιτεχνών Ουκρανών εργατών της Ζένιτ (τότε λέγονταν Σταρτ) που έπαιξαν με τους επαγγελματίες Γερμανούς της Φλάκελφ.

Ένα παιγνίδι που είχε ξεκινήσει, μέσα σε συνθήκες κατοχής, με την γερμανική εντολή στα αποδυτήρια των Ουκρανών: «Ή θα χάσετε ή θα πεθάνετε».

Νίκησαν οι Ουκρανοί και αργότερα εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς.

Ένα τέτοιο παιγνίδι ονειρεύομαι. Δεν θέλω να βλέπω play station.

Το ποδόσφαιρο είναι, ακόμη, πολιτική.

Είναι ο ισπανικός εμφύλιος -στην διάρκεια του οποίου δολοφονήθηκε ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα- και οι σημαίες της ανεξάρτητης Καταλονίας.

Είναι οι μάχες των φασιστών της Λάτσιο, που υποστήριζε ο Μουσολίνι, με τους ναυτεργάτες της αποβάθρας του Λιβόρνο, εκεί όπου ιδρύθηκε το ΚΚ Ιταλίας.

Είναι τα παιγνίδια της Ομόνοιας με τον ΑΠΟΕΛ, που θυμίζουν προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΑΚΕΛ και του Δημοκρατικού Συναγερμού.

Το γεγονός, βέβαια, ότι το ποδόσφαιρο είναι πολιτική, δεν σημαίνει ότι οι ποδοσφαιριστές κάνουν για βουλευτές.

Γιατί αν γίνονται, καταντούν γλάστρες.

Δόξα το Θεό, έχουμε την Ράπτη, την Καϊλή και τον Ψαριανό, για να λύσουν τα προβλήματα μας. Δεν χρειαζόμαστε τον Ανατολάκη και τον Ζαγοράκη.

Όχι, ότι οι ποδοσφαιριστές ξεφτιλίζουν την πολιτική. Το ποδόσφαιρό ξεφτιλίζουν, όταν ασχολούνται με την πολιτική.

Το ποδόσφαιρο, το πραγματικό, είναι η καθαρή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου μέσα από τις «Γειτονιές του κόσμου».

Είναι τα λόγια του Μανώλη Αναγνωστάκη, που λάτρευε τον ΠΑΟΚ και τον Άγιαξ.

«Τα ματς που βλέπουμε σήμερα είναι από τον Άγιαξ» είχε πει σε μια ραδιοφωνική του συνέντευξη μια δεκαετία αργότερα. « Η ιστορία του δεν μπορεί να επαναληφθεί, δεν έχει συνέχεια. Ήταν μια σύμπτωση παικτών σαν τις κοινωνικές επαναστάσεις».

Αυτά, και άλλα πολλά, σκεφτόμουν ότι έπρεπε να εξηγήσω στο μικρό για τη σχέση αριστεράς και ποδοσφαίρου.

Και για τα μεσημέρια της Κυριακής, που χάθηκαν φαίνεται οριστικά, στα χρόνια του αχαλίνωτου φιλελευθερισμού.

Ετσι, αντί να κάθομαι και να του εξηγώ, πώς ήταν αυτά τα μεσημέρια, προτίμησα να του δώσω να διαβάσει ένα απόσπασμα του Χάρη Αγνώστου.

«Κυριακή μεσημέρι
Με τον μεγάλο ξάδελφο
Με τα πόδια από την Αγία Σοφία στο Φάληρο
Τρέχοντας σχεδόν, για να προλάβουμε .
Μέσα από τα στενά με τα μηχανουργεία, που έσφυζαν από ζωή όλες τις προηγούμενες μέρες
Τα καμινάδικα, που ποτέ δεν έσβηναν
Τα γεμάτα καφενεία, με αυτούς που παίζανε μια τελευταία παρτίδα τάβλι
πριν και αυτοί φύγουνε για το γήπεδο.
Και εκεί, στο δρόμο, ανταμώναμε άλλους πολλούς, από άλλες γειτονιές
Βιαστικοί και αυτοί, σα και εμάς.
Και η ματιά όλων μας, μέσα από τη σφαλισμένη εξώπορτα της Κλωστοϋφαντουργίας ΑΙΓΑΙΟΝ,
στις εργάτριες της απογευματινής βάρδιας, βιαστική και αυτή.
Και μετά ….
στα εκδοτήρια των κοινών εισιτηρίων,
στην ουρά της εισόδου με τα σκουριασμένα τουρνικέ,
στις τσιμεντένιες εξέδρες του Καραϊσκάκη.
«Να κοιτάς την καταπακτή. Από εκεί θα βγούνε» μου είπε.
Άνοιξε η καταπακτή.
Και βγήκαν όλες μαζί οι φαντασίες του ραδιοφώνου.
Οι ιαχές, τα ρυθμικά παλαμάκια, η κόρνα του Αττίλιο.
Kαι πρώτος, να μπαίνει στο γήπεδο, ο αρχηγός.
Ο Γιώργος Σιδέρης, που έβαλε και το πρώτο γκολ.
Και σείστηκε το γήπεδο από τις φωνές.
Και άνοιξαν για πάντα οι πόρτες της ζωής
εκείνη την Κυριακή, κάπου στα δεκατρία μου»

Γ.Κ.

Υ.Γ. Κακώς, πολύ κακώς, που στην διεξαγωγή των παιγνιδιών ΠΑΟΚ-ΑΕΚ ανακατεύεται η ΕΠΟ. Η Παναγία Σουμελά, να αναλάβει να ορίζει διαιτητές, επόπτες και παρατηρητές. Την εμπιστεύονται και οι δύο πρόεδροι των ομάδων.

Και για την πρόληψη τυχόν επεισοδίων, αντί να απασχολούν ΜΑΤ και φουσκωτούς, να στέλνουν καλόγερους της Μονής Εσφιγμένου. Το γήπεδο θα θυμίζει εκκλησία.
ΥΓ2. «Πάμε πάλι στο Παγκράτι, που είναι οι δρόμοι του γεμάτοι, με χαρούμενες φωνές τις Κυριακές» τραγουδούσαν μετά το φαγητό οι γονείς μου και οι θείοι. Ένα τραγούδι, που εμένα μου φαινόταν σαχλό.
«Μα, τι ωραίο, βρίσκετε σε αυτό το τραγούδι» τους έλεγα κάθε φορά και εκείνοι δεν μου απαντούσαν. Μέχρι που μια φορά η μάνα μου, χρόνια μετά, όταν μεγάλωσα και της είπα ότι γράφτηκα στον ΡΗΓΑ -«Δεν γραφόσουνα καλύτερα στο ΠΑΣΟΚ, να βρεις και καμία δουλειά, όταν πάρεις το πτυχίο σου» μου είχε απαντήσει γελώντας-, μου εξήγησε ότι το τραγούδι αυτό τους θύμιζε την περιοχή μετά την απελευθέρωση της από τους Εγγλέζους.
Ήταν τότε, που κατάλαβα τα μεσημέρια της Κυριακής.

(Αγαπητέ φίλε, είστε ζωντανός θρύλος. Τα είπατε όλα. Λατρεύω το ποδόσφαιρο αλλά έχω να πάω στο γήπεδο πάνω από δέκα χρόνια. Ο λόγος είναι όλα αυτά που γράφετε αλλά και το γεγονός πως δεν μπορώ πια να θαυμάσω έναν παίκτη ή να ταυτιστώ μαζί του. Είναι όλοι ίδιοι. Με ποιον να ταυτιστώ, με τον Φορτούνη ή με τον Μπακασέτα; Ή με όλους αυτούς τους ξένους παίκτες που τους αλλάζουν κάθε έξι μήνες; Από την Ελλάδα, ο τελευταίος παίκτης που με συγκίνησε ήταν ο Καραγκούνης. Ήμουν με μια φίλη μου και είδα τη φανέλα του Καραγκούνη σε ένα μαγαζί. Φυσικά, ήθελα να την αγοράσω. Η φίλη μου δεν με άφησε να την αγοράσω. Αλλά εγώ πήγα μετά και την αγόρασα. Στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, έχω να νιώσω συγκίνηση από την στιγμή που ο Ζιντάν έχωσε την κουτουλιά στον Ματεράτσι στο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006. Ο Ζιντάν είχε κάτι πολύ ηρωικό πάνω του. Κουβαλούσε την αλάνα στα κύτταρά του. Παικταράς. Ο Ζιντάν είχε αυτό το ηρωικό που είχε ο Γκάλης. Τώρα περιμένω στο Παγκόσμιο Κύπελλο, μπας και έχει καταφέρει κάποιο αραπάκι από τις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο και έχει τρυπώσει στην Εθνική Βραζιλίας. Ή κάνας αναρχικός Αργεντίνος που να μαραντονίζει, να έχει μπει κατά λάθος στην εθνική Αργεντινής. Πάντως, όπως και να έχει, θα παίξω μπάλα το καλοκαίρι με τους Ιταλούς στην παραλία, και θα τους τρελάνω στις κλωτσιές. Μετά θα πάμε για μπύρες. Επίσης, στη διάρκεια του Μουντιάλ, θα διαβάσω ξανά το βιβλίο «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως» του Εντουάρντο Γκαλεάνο. Να είστε καλά.)

pitsirikos.net

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης