"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

10.8 C
Trikala

Της ζωής μας τα αποσιωπητικά – γράφει η Λίλια Τσούβα

lafarm

Σχετικά άρθρα

Με την ποιήτρια Έφη Καλογεροπούλου συναντηθήκαμε κατά τύχη μια νύχτα με ζέστη αποπνικτική στο μπαρ Τιτάνικ. Στους τοίχους είχε καθίσει στάχτη. «Δρόμος των απόντων» έγραφε η οδός. Αδέσποτα στο δρόμο κι άνθρωποι απόκληροι, ρημαγμένοι, ετοιμόρροποι.

Στην υποδοχή του μπαρ ο άγγλος ποιητής Σάμιουελ Κόλλεριτζ διάβαζε ένα ποίημα για τη μοναξιά. «Alone, alone, all, all alone, on a wide sea», πρόφερε με την ασθενική φωνή του.

Στο πιάνο ένα μελαγχολικό αμερικάνικο μπλουζ κι απέναντι ο Φρόυντ, αλαζονικός. «Έρως, θάνατος», έλεγε με σοβαρότητα. «Επιστροφή του απωθημένου».

Πιο πέρα ο Λακάν. Με κυματιστή και βροντερή φωνή που την ποίκιλλε με αναστεναγμούς και παύσεις διστακτικές, πρόφερε δυνατά τις λέξεις «έλλειψη, επιθυμία, καθρέφτης».

Κόλλεριτζ, Φρόυντ, Λακάν, ασυνείδητο.
Πίνω μια γουλιά απ΄ το ποτό μου και σκέφτομαι.

Η λογοτεχνία σπανίως κάνει ρητές δηλώσεις. Επικοινωνεί λοξά, έμμεσα, αποφεύγοντας την ευθεία δήλωση, αναπαριστώντας νοήματα μέσα από χωροχρονικές και χαρακτηρολογικές ενσαρκώσεις.

Η ποιήτρια Έφη Καλογεροπούλου μιλά μέσω εικόνων, συμβόλων, μεταφορών• μέσω μετωνυμιών, όπως και το ασυνείδητο. Το ατομικό της ψυχόγραμμα όμως συμπίπτει με το κοινωνιόγραμμα όλων των τάξεων, γιατί υπαρξιακή είναι η ποίησή της. Την ανθρώπινη ύπαρξη αφουγκράζεται και αναπαριστά. Θέματα και εμπειρίες που αλληλοσυμπλέκονται και εγγράφονται με μοτίβο τη ζωή και το θάνατο, το κενό και την απώλεια.

Στην ποίησή της αποδομείται η έννοια μιας συνεκτικής μετααφήγησης. Οι αλήθειες και οι αξίες του 20ού αιώνα που κατακερματίστηκαν αφήνουν τη θέση τους στη διαρκή ανθρώπινη απορία για τη ζωή και το θάνατο. Δεσπόζει η θεωρία της μετατροπής και η αρχή της απροσδιοριστίας. Μένει ένα ειρωνικό χαμόγελο και τα πλήκτρα που χτυπούν δαιμονικά στο πληκτρολόγιο. Ένας ήχος ταμειακής μηχανής συναισθημάτων που κόβει αποδείξεις και ξεκλειδώνει το θρήνο μας.

Το ποιητικό υποκείμενο μέσα σε μια συνεχή κίνηση αυτοπροσδιορισμού, φεύγει, ψάχνει, επιστρέφει. Κρατά φακό, αλλά δε φωτίζει παρά ένα τρύπιο καπέλο. Βρίσκει ένα ρολόι. Είναι ρολόι τσέπης, που όμως γίνεται χρόνος. Απλώνει ένα χάρτη. Όμως είναι χάρτης ναυαγίων. Η θάλασσα γύρω έχει δίχτυα. Ο βυθός, σφουγγάρια κι η νύχτα κόκκινους αγγέλους.

«Ό,τι τελειώνει ένα πρωί, είναι ο θάνατος που κοιμίζει γλυκά τα περιστέρια», γράφει.

Κραυγές αγωνίας για το ανθρώπινο δράμα που ξετυλίγεται καθημερινά, ο εξπρεσιονισμός του Μουνκ με γλώσσα εντυπωσιακή και συνειρμικές συνδέσεις.

Ο ενσαρκωμένος χρόνος, η φωνή, η σιωπή, η μνήμη, ο φόβος. Ερωτήσεις βουβές, ερωτήσεις παγίδες, που μόνο το απέραντο τις ξεπλένει, με νερό και σκοτάδι. Η ροϊκότητα, η θάλασσα, το ταξίδι. Το νερό τρεχούμενο, σ΄ ένα αέναο μονοπάτι λήθης. Αλλά και η φθορά, η χοϊκότητα. Το λογικό και το ά-λογο.

Ξέρεις; μου λέει:
Καθένας περπατά πεζός, δίπλα στο άλογό του
κι έχει γεμίσει πεζούς η πόλη
ά-λογα και χαλινάρια.

Και συνεχίζει:

Για να συναντηθούμε
πρέπει να διακινδυνεύσουμε
την απόσταση του άλλου
μια απόσταση φωνών
ντυμένοι μυθιστόρημα
ξεχασμένοι από τρυφερότητα
παραδομένοι στην απόγνωση
έρποντας ή ακόμη και στα τέσσερα
δοσμένοι σ΄ ένα ανομολόγητο παιχνίδι
πένθους αφής
σφαγής

Κι η γραφή; Σαν να σφηνώνει ανάμεσα. Η ποίηση παλιρροϊκό κύμα ανοιχτών φτερών που έρχεται και φεύγει. Ανοίγει πανί με λέξεις. Ταξιδεύει σε θάλασσα άγρια από λέξεις. Η ποιήτρια σκηνοθετεί αυτό τον πλου της ζωής και της γραφής. Σε πρώτο πλάνο ο πόνος, ο θάνατος. Η χαρά στον άλλο δρόμο. Πραγματικότητα και υπερπραγματικότητα σε μια αμφίδρομη και πολύπλευρη σχέση. Στίχοι με μεγάλη πνευματικότητα που παρατάσσονται σε πλαστική και κινούμενη εικονοποιία, σε διάρθρωση σκηνική, από μια θεατρολόγο και φυσικό.

Η αφήγηση σε χρόνο πραγματικό. Ο αόριστος χρόνος αιμορραγεί. Ο άγγελος επανέρχεται ως στοιχείο του καλού. Το Καλό και το Κακό. Η σιωπή. Το Είναι και το Μηδέν. Ο αέναος κύκλος. Η αναχώρηση που μοιάζει επιστροφή και το τέλος που γίνεται ξανά αρχή. Της ζωής μας το αποσιωπητικά. Ο τρόμος του πυροβολισμού που βρίσκει το στόχο και εκείνη η ησυχία των μέσα μας σελίδων.

Είμαστε η χαμένη δυνατότητα
οι λέξεις που δε γίναμε
τα παιδιά που πέφτουν απ΄ τα όνειρά μας
ξημερώματα
οι δρόμοι τα αδιέξοδα και οι ατέλειωτες
χειρονομίες τους
οι άδειες θέσεις δίπλα στου τρένου
το παράθυρο
Είμαστε το λίγο
του χρόνου το ελάχιστο
Το ολομόναχο του κόσμου
είμαστε
η σκόνη του σκοτωμένου χρόνου

Πίνω μια ακόμη γουλιά απ’ το ποτό μου.

Οι άνθρωποι χωρίς πίστη, με ζαρωμένο το βλέμμα της ελπίδας, σέρνουν τα πόδια τους στην άσφαλτο. Οι σωματικές αναμνήσεις τούς κυκλώνουν.

Στον επόμενο τόνο η νύχτα πίνει οινόπνευμα
μασάει νικοτίνη
ντύνεται πουλί πετά
κλείνει τα μάτια
είναι παντού
βρέχει φωτιά
κι αστέρια

Στο μπαρ Τιτάνικ στο μεταξύ παίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν. Η ποιήτρια διαβάζει δυο δικά της νυχτερινά και να σου, φτάνει ο Θεσσαλονικιός ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου που ζει πλέον στην Αθήνα. Κάθεται στο σκαμπό. Αντισυμβατικός. Παραπονιέται για την απώλεια της αθωότητας. Έχει ταξιδέψει πολύ. Χαμηλόφωνος, υποβλητικός, δεν βάζει ποτέ τελεία. Ακούω τη συνομιλία τους. Μιλάει η ποιήτρια. Κι αυτή χωρίς τελείες στο τέλος των στροφών.

Διανυκτερεύω. Άδειες πλατείες, δρόμοι έρημοι,
γήπεδα, οξειδωμένοι από βροχή σταθμοί, λιμάνια
χαμένα στην αχλή του αποχαιρετισμού.
Πού πάω, τι γυρεύω, έτσι βαδίζοντας ανάμεσα
στην πυκνή βλάστηση των μπλουζ,
σ΄ ένα ανορθόδοξο σαφάρι, κι ύστερα σπαραχτικά
βουλιάζοντας σ΄ αυτή την πανάρχαιη πολυθρόνα
που λικνίζει τους νεκρούς της, νεκρός κι εγώ,
περαστικός, αζήτητος, λευκός

Για μιαν ελευθερία ένα σώμα, κορμί ζεστό
την ώρα που γέρνει σ’ άλλο σώμα, την ώρα που
στραγγίζει απελπισία και λιγοστεύει η μοναξιά
του ανθρώπου, εκεί που παραμονεύει ο κίνδυνος,
που κλείνει πονηρά το μάτι και χαμογελά η απώλεια.
Μια πράξη απόγνωσης τίποτα περισσότερο,
πείνα όχι έρωτας, μούδιασμα όχι χάδι, ουρλιαχτό,
ανάγκη, δίχτυ σκισμένο, τρυφερότητα, κάτι άγριο
να ψάχνω να με ψάχνεις. Απόκληροι. Παράφοροι.
Ρημαγμένοι. Ετοιμόρροποι. Ανέφικτοι κι οι δυο

Όχι δεν έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Πράξη
απόγνωσης είπα, τίποτε περισσότερο, κι έφυγα.
Το γνώριζα το ανέφικτο. Το μύριζα. Λυγμός είναι,
συνεχιζόμενος πνιγμός. Νύχτα που ξερνάει
όσα βαστούμε και καίει τα ξημερώματα
ό, τι απόμεινε. Ασάλευτη. Αδυσώπητη. Σκληρή

Μετράω αποτσίγαρα ερώτων εφήμερων.
Σφραγίζω με μελάνι όλα τα νυχτερινά
τυπογραφεία της ψυχής. Παιδιά πλημμυρισμένος
ταξιδεύω. Επιβάτης και μηχανοδηγός ενός τρένου
που το βαγόνι του διασχίζει τους συρμούς
του εικονικού μας κόσμου, στρέφω στο τζάμι
το κεφάλι μου, δε με βλέπετε, σας βλέπω.
Αιχμάλωτος της δικής μου ενδοχώρας,
εραστής της αθωότητας, αφοπλισμένος,
σκόρπιος, αταξινόμητος, διασκορπισμένος.
Δε ζω, ΔΙΑΛΥΚΤΕΡΕΥΩ

μου λέει και φεύγει.
Απομένω μόνη μου. Alone alone, all alone.

Υπαρξιακή ερημία κι ένας κόσμος που έχει χάσει τον εσωτερικό του ρυθμό. Η υπερπραγματικότητα του Μπωντριγιάρ κι η ποίηση της Καλογεροπούλου που παράγει παλμικές κινήσεις. Λογοπαίγνια, διακειμενικές αναφορές, παιχνίδια της γλώσσας. Το κωδικοποιημένο μήνυμα απευθύνεται μυστικά στο καθένα μας. Ποίηση σκληρή, πολύ γοητευτική. Το χαρτί βρέχεται με αίμα. Λύκοι και πεταλούδες ξεδιψούν. Μια μέλισσα αφύλαχτη βομβίζει πάνω από μια λίμνη τύψεων. Άνθρωποι που τίποτα δεν ήταν δικό τους, ούτε και ο ίδιος τους ο εαυτός κι απέναντί τους το άγραφο με μια ουλή να το κόβει στα δυο.

Όμως η συμφιλίωση δε χάνεται. Η πόρτα δεν κλείνει ποτέ στην ποίηση της Καλογεροπούλου. Οι ταξιδιώτες συνήθως την αφήνουν ανοιχτή. Έτσι το πόμολο παραμένει ζεστό. «Τίποτα δεν γνωρίζω που να μην είναι θάνατος τίποτα που να μην είναι σπόρος», γράφει.

Η λεκτική ισορροπία τελικά δεν ταράσσεται, γιατί η αγάπη και η καλοσύνη κάνουν επίθεση στους στίχους. Οι άνθρωποι, γητευτές, ποθούν τη σταθερότητα. Το θαύμα έχει μια μοίρα μυστική κι ο άγγελος πετά με τα φτερά του πάνω από τους στίχους. Μυρίζει θάλασσα κι ανάσταση. Η ελπίδα άσβηστη φωτίζει την ασύνορη άκρη της αγάπης με την ηρεμία της.

«Με στάχτες θα χαθεί η περιπλάνηση και η ελπίδα απ΄ το μηδέν θ΄ ανθίσει».

«Γιατί η αγάπη είναι το ολόκληρο, το ανερμήνευτο το καθαρό το αίμα της θυσίας, ο βυθός του Καλού, το πηγάδι που αναβλύζει το τέλος του θανάτου».

Πίνω την τελευταία γουλιά του ποτού μου και φεύγω.

Έφη Καλογεροπούλου, σ’ ευχαριστούμε για την ποίησή σου.

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ronen Goldman.]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης