Σκίτσο του Ηλία Μακρή
Εδώ και μήνες, με ιδιαίτερη επίταση την τελευταία περίοδο, διεξάγεται μια ατέρμονη συζήτηση για την περιβόητη κεντροαριστερά και τη συγκρότησή της σ’ έναν «ισχυρό τρίτο πόλο» του πολιτικού συστήματος.
Παρά την τεράστια μιντιακή «φασαρία» που έχει προκαλέσει, χαρακτηριστικό για τις δυνατότητες αυτού του εγχειρήματος είναι η παρουσία υποψηφίων αρχηγών –σπιθαμιαίου διαμετρήματος στην πλειοψηφία τους– που συνωθούνται ασφυκτικά για να καταλάβουν την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί!
Πρόκειται για μια παγκόσμια πρώτη. Πρώτα εκλέγεται ο αρχηγός και μετά συγκροτείται το κόμμα! Και εάν επρόκειτο για κάποιον αρχηγό μεγάλου διαμετρήματος, ή έστω μεγάλης λαϊκής απήχησης, θα μπορούσαμε ακόμα και να το δεχτούμε ως τακτική κίνηση. Ωστόσο, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η έλλειψη ηγετικών προσωπικοτήτων, που έχει καταγραφεί σε αυτό τον χώρο από το 2015 και μετά, είναι εκείνη που οδηγεί σε αυτή την παράδοξη επιλογή. Διότι οι δύο από τους διεκδικητές, η Γεννηματά και ο Θεοδωράκης, υπήρξαν ήδη ηγέτες της κεντροαριστεράς του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, τα οποία δεν κατόρθωσαν να συσπειρώσουν τον «χώρο»!
Αντί λοιπόν να ξεκινήσουν μια βαθιά συζήτηση και αναθεώρηση –υπέρβαση της κυρίαρχης, από το 1993 και μετά, σ’ αυτόν τον χώρο ψευδοεκσυγχρονιστικής ιδεολογίας που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή και τους ίδιους στο ναδίρ της πολιτικής ισχύος–, προσπαθούν για άλλη μια φορά να ξαναβάλουν το ίδιο αποτυχημένο ιδεολογικό κοκτέιλ σ’ ένα νέο καλούπι. Οι ίδιοι άνθρωποι, με τις ίδιες αντιλήψεις, οι ίδιοι Αλιβιζάτοι, Σημίτηδες, ΓΑΠ και όλο το συνονθύλευμα, προσπαθούν να διασώσουν τον εκσυγχρονιστικό εθνομηδενισμό τους σε συνθήκες που αυτός δεν έχει πλέον καμία βάση.
Και οι αιτίες είναι δύο κατηγοριών: Η πρώτη αφορά την κοινωνική πραγματικότητα και την έκφραση των κοινωνικών στρωμάτων στα οποία αναφέρονται κατ’ εξοχήν τα κόμματα. Το ιστορικό ΠΑΣΟΚ υπήρξε το κόμμα των μικρομεσαίων της ελληνικής κοινωνίας, δηλαδή των αγροτών, των ελεύθερων επαγγελματιών, των βιοτεχνών, και γύρω του, με πυκνωτή τη χαρισματική προσωπικότητα του Ανδρέα, ο οποίος είχε διαγνώσει τη μικρομεσαία ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας, κατόρθωσε να συσπειρώσει και άλλα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα τα εργατικά και τα εαμογενή.
Έκτοτε, όμως, κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι. Επί ΠΑΣΟΚ, οι τριακόσιες χιλιάδες υπάλληλοι του κράτους του 1980 διογκώθηκαν στο ένα εκατομμύριο στον ευρύτερο δημόσιο τομέα· κατά συνέπεια, η ταξική αναφορά του κόμματος μεταβλήθηκε. Έγινε κατ’ εξοχήν το κόμμα του κρατικού τομέα και των εκσυγχρονιστικών μεσοστρωμάτων, κάτω από την ηγεμονία των κρατικοδίαιτων ολιγαρχών. Και πάνω σε αυτήν την κοινωνική βάση οικοδόμησε μια κοινωνική και ιδεολογική ηγεμονία, η οποία διαπέρασε και τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή, που μεταβλήθηκε επίσης σε κρατικιστική. Όμως, η κρίση και τα μνημόνια, που πυροδότησε το ίδιο το ΠΑΣΟΚ με ηγέτη τον ΓΑΠ, διέλυσε την ταξική συμμαχία στην οποία στηριζόταν. Μέσα από την τεράστια μείωση των μισθών και των συντάξεων του δημόσιου τομέα, έχασε τη βάση του σε αυτόν, ενώ η κατάρρευση της παραγωγής, των κατασκευών και του εμπορίου προκάλεσε και την απώλεια των ελεύθερων επαγγελματιών και των εμποροβιοτεχνών. Η καθίζηση ενός μεγάλου κόμματος, από το 42% σε κάτω του 10% για το σύνολο των σχημάτων της κεντροαριστεράς, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στην Ελλάδα.
Το δεύτερο στοιχείο της κρίσης του εκσυγχρονιστικού χώρου υπήρξε η κατάρρευση των ιδεολογημάτων στα οποία στηριζόταν. Ο άκρατος «ευρωλιγουρισμός», συνδεδεμένος με την πληθώρα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και της κατασπατάλησής τους, που δημιουργούσε μια επίπλαστη ευημερία και μια αίσθηση του «είμαστε Ευρωπαίοι πλέον και ποιος ενδιαφέρεται για τον νεοθωμανικό επεκτατισμό», υπήρξε ο κεντρικός ιδεολογικός άξονας του σημιτικού και «γεωργοπαπανδρεϊκού» ΠΑΣΟΚ. Η εμφάνιση των Ευρωπαίων ως του στυγνού Σάιλοκ, που διεκδικεί μέχρι και την τελευταία ρανίδα αίματος από τα δανεικά του, η εμμονή του Σόιμπλε να πετάξει την Ελλάδα έξω από την ευρωζώνη, η αναβάθμιση του τουρκικού επεκτατισμού με τον Ερντογάν και η αυξανόμενη είσοδος μουσουλμάνων μεταναστών και προσφύγων, τη στιγμή που οξύνεται η αντιπαράθεση με την ισλαμική τρομοκρατία σε ολόκληρη την Ευρώπη, διέλυσαν κυριολεκτικώς το ιδεολογικό υπόβαθρο της σημιτικής ηγεμονίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στο κοινωνικό-πολιτικό πεδίο συνέβησαν δύο τινά. Σε ό,τι αφορά στον κρατικό τομέα, αυτός μετακινήθηκε σύσσωμος, μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι και των συνδικαλιστών του χώρου, προς τον ΣΥΡΙΖΑ, για να διασώσει το εισοδηματικό επίπεδο που του είχε απομείνει (είναι κλασικό το επιχείρημα «εμένα ο Παπανδρέου και ο Σαμαράς μου έκοψαν τον μισό μισθό και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ»!). Από την άλλη, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες, οι έμποροι, οι βιοτέχνες στρέφονται όλο και πιο μαζικά προς τη Ν.Δ., μια και ο ΣΥΡΙΖΑ τους χτυπάει αλύπητα προσπαθώντας να συντηρήσει την κρατική και κρατικοδίαιτη βάση του (ακόμα και οι επιχειρηματίες και μιντιάρχες που έχει μαζί του είναι όλοι όσοι κάνουν μπίζνες με το κράτος).
Όσον αφορά και την ιδεολογική εκπροσώπηση του εκσυγχρονιστικού εθνομηδενισμού, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται γνησιότερος εκπρόσωπός του, μια και δεν βαρύνεται καθόλου με τον «πατριωτικό λαϊκισμό» του ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Οι συριζαίοι ήταν από τα γεννοφάσκια τους εθνομηδενιστές και κατά συνέπεια μπορούν αυτοί να τον εκφράσουν ιδεολογικά όπως κατεδείχθη στο ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών, στην ευρωλαγνεία τους, την κατεδάφιση της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης, το σύμφωνο συμβίωσης, τη σύγκρουση με την Εκκλησία κλπ κλπ. Καθόλου τυχαία, ο Αντώνης Λιάκος, ο Κώστας Τσουκαλάς, ο Ηλίας Νικολακόπουλος και αναρίθμητοι άλλοι εξέχοντες διανοούμενοι του σημιτισμού επέστρεψαν τάχιστα στην ιδεολογική τους μήτρα.
Ποιος ρόλος λοιπόν απομένει στην περιβόητη κεντροαριστερά; Αν μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωνε να ολοκληρώσει τη σοσιαλδημοκρατική του μετεξέλιξη; Σχεδόν κανένας στο άμεσο μέλλον. Διότι ο μεν δημόσιος τομέας θα συνεχίζει να στηρίζει κατά μεγάλο ποσοστό τον ΣΥΡΙΖΑ, ο δε ιδιωτικός θα ψηφίσει με τα μπούνια Μητσοτάκη για να «φύγει ο Σύριζα».
Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που υποδεικνύει στους συντρόφους του ο Λαλιώτης, επιμένοντας πως πρέπει να ακολουθήσουν μια πολιτική συμμαχίας-ώσμωσης με τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να συγκροτήσουν, προοπτικά, έναν λίγο πολύ ενιαίο ή συνεργαζόμενο χώρο, μια και το παλιό ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να εκφράσει αυτή τη νέα πραγματικότητα.
Ωστόσο, και οι αντίπαλοί του, κυρίως οι εκτός διεκδίκησης της ηγεσίας, όπως ο Βενιζέλος ή η Διαμαντοπούλου, ποντάρουν στη μετακυβερνητική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ για να ανασυστήσουν αυτοί έναν πολιτικό πόλο. Δηλαδή, όπως εύλογα υποστηρίζουν, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρεύσει και απολέσει την εξουσία, από τότε και μετά, θα ανοίξουν ουσιαστικά οι διαδικασίες για την υποκατάστασή του και, άρα, στο μεταξύ, δεν θα πρέπει να μεταβληθούν σε σωσίβιό του, όπως προτείνουν ο Λαλιώτης, ο Λιβάνης κ.ά.
Πάντως, το παρόν εγχείρημα δεν διαθέτει καμιά πολιτική δυνατότητα άμεσης ενίσχυσης, διότι δεν έχει αυτή τη στιγμή ούτε κοινωνικό ούτε ιδεολογικό ρόλο πλειοψηφικού χαρακτήρα να διαδραματίσει.
Εξάλλου, και η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Κώστα Χατζηδάκη κ.λπ., στον βαθμό που κινείται επίσης σε μάλλον εθνομηδενιστική κατεύθυνση, με τις πατριωτικές πτέρυγες να αποτελούν μειοψηφία, δεν επιτρέπει ούτε και από την πλευρά της κεντροδεξιάς να διαμορφωθεί έδαφος για μία εξίσου εθνομηδενιστική κεντροαριστερά.
Ωστόσο, η εθνική υπερηφάνεια και τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από τη συμπεριφορά των Ευρωπαίων, ενώ απειλούνται καθημερινά από την Τουρκία και, καθώς η εθνική τους κληρονομιά λοιδορείται και υποβαθμίζεται απ’ όλα τα κόμματα, ο μόνος πολιτικός χώρος που θα είχε τη δυνατότητα, εκφράζοντας την κεντροαριστερά ή την κεντροδεξιά, να αναδειχθεί ως σημαντικός πολιτικός πόλος στην πολιτική ζωή της χώρας, θα ήταν μόνον ένας πατριωτικός πολιτικός πόλος. Και, προφανώς, η κεντροαριστερά, με τους Αλιβιζάτους, τους Κανέλληδες, τους Καμίνηδες και τους Θεοδωράκηδες, πρωταγωνιστές του εθνομηδενισμού, δεν μπορεί να κινηθεί προς αυτόν τον χώρο που θα αποτελούσε τη μόνη διέξοδό της. Την επιστροφή, δηλαδή, με σύγχρονους όρους, στο παλιό πατριωτικό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα. Επειδή όμως ο χώρος της κεντροαριστεράς είναι ανεπανόρθωτα φθαρμένος και το ελληνικό πολιτικό σύστημα κυριαρχείται από την εθνομηδενιστική ιδεολογία, η μόνη σημαντική δύναμη που θα συνεχίσει να εμφανίζεται ως πατριωτική θα είναι δυστυχώς η Χ.Α. με ό,τι πολιτικές και κοινωνικές συνέπειες μπορεί να έχει αυτό.
Του Γιώργου Καραμπελιά