"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

15.2 C
Trikala

Έρωτες του καλοκαιριού: ζήστε τις στιγμές χωρίς προσδοκίες – της Ζωής Χατζηθωμά

lafarm

Σχετικά άρθρα

Το βράδυ ήταν καλεσμένος σε ένα αδιάφορο πάρτι γενεθλίων, ο γνωστός του γνωστού, οι γνωστοί των φίλων και ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε σε έναν μεγάλο κήπο ενός σπιτιού στο νησί, όταν ένα χέρι τον τράβηξε δυνατά στην άκρη του κήπου σε ένα τραπεζάκι με δυο καρέκλες.

Το αγόρι, σάστισε. Εγώ να δείτε, μα τι γίνεται εκεί πίσω, για να πάω πιο κοντά να δω ποια είναι αυτή που μου απαγάγει το αγόρι μου!

«Βαριέμαι αυτές τις μαζώξεις, καλά που είσαι εδώ. Σε έχω προσέξει εδώ και λίγες μέρες, σε κατασκοπεύω!» του είπε με άνεση και γέλασε δυνατά.

Τόσο δυνατά, που ένιωσε να θρυμματίζεται μέσα στο μυαλό του οποιαδήποτε συστολή: «Έχει γούστο να ακούστηκαν τα σπασμένα και να έγινα τελείως ρεζίλι!» Γούρλωσε τα μάτια και ψήλωσε καναδυό πόντους.

Τον είχε προσέξει λέει. Ποια; Αυτή εκείνον; Τον κοίταζε επίμονα. Απέφευγε το βλέμμα της στην αρχή, όμως μετά από λίγο κόλλησε με θράσος τις κόρες στις δικές της.

Όσο μπορούσα να ακούσω, την έλεγαν Λυδία, ήταν 24 και σπούδαζε στο Χημικό στην Αθήνα, ερχόταν στους παππούδες της στο νησί κάθε καλοκαίρι, το αγόρι ερχόταν πρώτη φορά και… Πάλι δεν άκουσα το όνομά του, να σκάσω είμαι!

Ήταν συγγραφέας, ήταν 60 και η ζωή του ήταν το γράψιμο και η ρουτίνα του.Του χαμογελούσε, έπαιζε μαζί του φανερά και αυτός το απολάμβανε ακόμη πιο φανερά. «Ποιά τροπή θα πάρει η βραδιά;»

Σκεφτόμουν κρυμμένη στους θάμνους λίγο μετά τις 2 το πρωί, όταν όλοι είχαν φύγει και η γιορτή ήταν μια ακόμη νύχτα στην ιστορία της παρέας.«Μην αρχίζεις, να χαρείς, να μιλάς σαν τον καθηγητή μου στο Γυμνάσιο! Μπορείς να χαλαρώσεις για λίγο και να κοιτάμε μαζί τα αστέρια; Δεν έχεις ορμή; Πάθος; Δεν έχεις περιέργεια για μένα; Αύριο…ίσως να μη με ξαναδείς ποτέ..»

«Είμαι βαρετός της είπε!» και έψαχνε γύρω του να βρει τοίχο να χτυπήσει δυνατά το κεφάλι του.

Λογικό: Είσαι εξήντα, είναι πανέμορφη και μόνο 24. Είναι ξημερώματα σε κάποιο νησί, σε κάποια αυλή και όταν βρίσκεσαι κάπου μεταξύ αστεριών και γρασιδιού, βγαίνουν οι μεγαλύτερες ανοησίες από το στόμα σου.

Το καλό είναι ότι τις καταλαβαίνεις. Το κακό όμως είναι ότι τις συνεχίζεις. Της μιλούσε λίγο στοργικά, λίγο πατρικά, λίγο σαν δάσκαλος, για να καλύψει το προφανές.

Την ήθελε πολύ. Ήθελε, θέλει, ξανά, μπορεί, νιώθει, καρδιοχτυπά και το αίμα του καίει τις φλέβες.

Ξανά! Όλα τα μέρη του λόγου μαζί χωρίς σειρά, χαώθηκε και περιέργως είχε στην ψυχή τάξη άψογα ταιριασμένη με αταξία. «Πόσα χρόνια έχουν περάσει; Πόσους αιώνες ζω;». Να τα πάλι τα κρυσταλλάκια μέσα στην καρδιά του να σπάνε και να ξεχειλίζουν τώρα ορμή, αδρεναλίνη, πόθο, ζωή.

«Σπάσ’ τα όλα!» ήθελε να της φωνάξει, αλλά άρχισε πάλι να αγορεύει σαν άτσαλος έφηβος. Έβλεπα το αγόρι να υποφέρει, κάνοντας το ένα λάθος μετά το άλλο, τι ντεκαντάνς!Αλλά ήταν η δική του αλήθεια, η δική του εκδοχή και ήταν ό,τι πιο όμορφο έχω δει, γιατί ήταν καθαρό και τίμιο.

Το αυτονόητο μπορεί να είναι δυσνόητο, ίσως και ανούσιο τελικά, μα όσα και να ξέρουμε πάντα θα μας διαφεύγει κάτι. Εκείνη μιλούσε πολύ, κουνούσε τα χέρια, τίναζε τα μαλλιά της από τα αστέρια που είχαν πέσει πάνω τους, έβγαζε σπίθες από τα μάτια, τον πλάνευε, όταν ξαφνικά ακούω το αγόρι μου να της λέει με ύφος χιλίων και βάλε καρδιναλίων: «Πόσα μαθήματα Επιλογής έχετε φέτος στη Σχολή;»

«Τόσα!» λέω και δεν είχα άλλα δάχτυλα να του τα ανοίξω στο πρόσωπο, τόσο που κόντεψα να πάθω τενοντίτιδα! Εκείνη απλά του χαμογέλασε κοιτώντας τον τρυφερά. Μπράβο αυτοτιμωρία και κουράγια η φοιτήτρια! Λες να τους τα μαθαίνουν στη Σχολή αυτά τα tips επιβίωσης; Πάντως από την πλήρη γελοιοποίηση το αγόρι ήταν ένα «Ρε, άντε και παράτα μας!» δρόμος.

«Ποιος τύπος άντρα σου αρέσει;» τη ρώτησε κοφτά. «Για να είμαι εδώ τώρα μαζί σου, εσύ τι κατάλαβες;» Ήταν παίκτρια αναμφίβολα, το ξεκίνησε με γκολ από τα αποδυτήρια. Ήξερε να πετάει τη μπάλα σωστά, γιατί ήθελε να πάει στον τελικό.

Κρατούσα την αναπνοή μου και σκεφτόμουν: Ή θα συνεχίσουν την κουβέντα στο τραπεζάκι του κήπου ή στο δωμάτιό της στο κρεβάτι. Συνήθως τα πιο ενδιαφέροντα παιχνίδια της ζωής μας παίζονται στα τραπέζια και στα κρεβάτια.

«Θες να ανέβουμε πάνω;» του είπε τρυφερά«Πήγαινε και έρχομαι σε λίγο…» απάντησε εκείνος και έμεινα με ανοιχτό το στόμα: Μα πού το έκρυβε το πάθος ο συγγραφέας;Τιτανομαχία! Τέτοιες στιγμές δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από το τώρα και μια γερή δαγκωνιά στο στομάχι, αλλά είσαι αδύναμος να κάνεις οτιδήποτε.

Έτσι αποφασίζεις να μη χαρίσεις ούτε μισό λεπτό σε δεύτερες σκέψεις, όταν υπάρχει έστω ελάχιστη πιθανότητα ζωής. Κάποιο άγγιγμα μπορεί να είναι το τελευταίο, αλλά δεν το ξέρεις. Ποτέ δεν ξέρεις. Υπάρχει όμως ένα όριο σκέψης, πέρα από το οποίο χαλάς και όσο περισσότερο κάνεις ανασκαφές, τόσο ανταλλάσσεις την ύπαρξη με την ανυπαρξία.

Συγγραφικά τερτίπια, θα μου πείτε και γράπωμα από τα φάρμακα της φιλοσοφίας, όταν έχει εξαντληθεί κάθε πιθανότητα για ζωή. Ανάπηρος ιδεαλιστής με ακραίους ρομαντισμούς, μα τα παραμύθια δε βοηθάνε πια και δεν πείθουν. Παραπλανημένη που είσαι, ανθρώπινη φύση!Το πρώτο φως του ήλιου την βρήκε στο δωμάτιό της να κλαίει και να τον καλεί στο κινητό. Του έστελνε μηνύματα απανωτά ρωτώντας τον τι λάθος είχε κάνει.

Μόνο που αυτός το είχε απενεργοποιήσει και δεν το άνοιξε ποτέ ξανά. Εκείνη όριζε το παιχνίδι και ήταν αποφασισμένη να το φτάσει στο τέρμα. Εκείνος πάλι δεν το όριζε, έτσι έκανε παράκαμψη και πήγε στην παραλία.

Για ώρες πολλές έκανε μαθηματικές πράξεις, την εξής μία, 60 πλην 24 και αναρωτιόταν αν όλα είναι θέμα χημείας και πόσο θα μπορούσε να αντέξει η Λογοτεχνία τη Χημεία, το συναίσθημα να παντρευτεί την πραγματικότητα και πόση Ανατολή μπορεί να χωρέσει στη Δύση. Ρώτησα κάποτε έναν σοφό άντρα, αν ο επίλογος πιάνεται για σελίδα.

Και μου απάντησε ότι είναι η πιο σημαντική, γιατί εκεί γίνονται οι μεγαλύτερες αποκαλύψεις.Σηκώθηκε με κόπο, τίναξε την άμμο από πάνω του και έφυγε περπατώντας ακριβώς στη γραμμή που το κύμα χαϊδεύει την άμμο.

Φυσάει σήμερα ένα αεράκι, να μας πάρει και να μας σηκώσει όλους. Τι νύχτα κι αυτή! Το αγόρι χάθηκε ξανά από το βλέμμα μου.

Έχει κανείς φωτιά να με κάψει τώρα;

Μα πώς σε λένε επιτέλους; Θα σε ξαναδώ; Μη φεύγεις, πάνω που σε συνηθίζω. Και αν αλλάξει ο καιρός, αν μου λείπεις στις πρώτες βροχές;

Η ζωή δεν είναι εύκολη, είναι όμως απλή, αρκεί να παίζεις τίμια και να ξέρεις τους κανόνες της. Αρκούν τόσα λίγα, για να κάνεις κάποιον ευτυχισμένο!

Ζ.Χ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης