"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

13.8 C
Trikala

O Mητροπάνος ήταν ένας σπουδαίος μάγκας. Με την μπέσα και την λεβεντιά που έχουν οι ωραίοι μάγκες

lafarm

Σχετικά άρθρα

 

2/4/1948 γεννήθηκε στα Τρίκαλα ο Δημήτρης Μητροπάνος

  Κουβέντες μετρημένες. Δεν «κορδωνόταν», δεν «το έπαιζε κάπως». Και για κείνα τα 2 – 3 πράγματα που ένιωθε να τον σφραγίζουν μιλούσε πάντα με συστολή και με σεβασμό προς τους άλλους. Το ένα ήταν ο Ολυμπιακός. Η τρέλα του!

 Το άλλο, το βαθύ, το εσώψυχο, εκείνο που το τίμησε σε κάθε περπατησιά του, ήταν η καταγωγή του: Είμαι από τη «Μικρή Μόσχα» έλεγε, από την Αγία Μονή, μια συνοικία έξω από τα Τρίκαλα, όπου ήμασταν όλοι ίδιοι – οι αριστεροί, οι αποκομμένοι από την κοινωνία.

   Εκεί στη «Μικρή Μόσχα» στη γειτονιά του, «ό,τι μαγείρευε ο δίπλα, έτρωγε και ο από δω. Μαζί στο σχολείο, στη βόλτα, στο ποδόσφαιρο, όλα μαζί» (συνέντευξη στην Κάλια Καστάνη, DOWN TOWN, Γενάρης 2012).

 Πριν φτάσει ήδη στα 18 του χρόνια να τραγουδάει το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε νοητέ» δίπλα στον Θεοδωράκη, στην θρυλική συναυλία του Μίκη το 1966 στη Νέα Φιλαδέλφεια, αν και πιτσιρικάς, είχε ήδη διανύσει μεγάλη διαδρομή.

  Την διαδρομή ενός παιδιού από τα 12 στο μεροκάματο και στη βιοπάλη. Που έμαθε στα 16 του ότι ο κομμουνιστής ΕΑΜίτης και αντάρτης του ΔΣΕ πατέρας του, που όλοι τον θεωρούσαν χαμένο στον Εμφύλιο, ζούσε ως πολιτικός πρόσφυγας στη Ρουμανία – τον συνάντησε για πρώτη φορά το 1977 σε ηλικία 29 ετών, κάποιοι λένε με μυθιστορηματικό τρόπο, ανεβαίνοντας σε ένα λεωφορείο με φιλάθλους του Ολυμπιακού που πήγαινε για αγώνα με τη Δυναμό στο Ζάγκρεμπ. 

Όντας «ανεπιθύμητος» από τα σχολεία των Τρικάλων λόγω «αριστερών φρονημάτων», κατέβηκε στην Αθήνα, το 1964, δίπλα στον μόλις απολυθέντα από την εξορία κομμουνιστή μπάρμπα του, τον αδερφό της μάνας του.

  Ωστόσο, δίπλα στα υπόλοιπα που δεν τον καθιστούσαν ικανό να διαθέτει «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», φρόντισε να προσθέσει κι ένα ακόμα: Έγινε μέλος της Νεολαίας Λαμπράκη.

  «Ανεπιθύμητος» και στα σχολεία της Αθήνας. Τελικά έβγαλε το γυμνάσιο σε ιδιωτικό σχολείο. Το πρώτο ηχογραφημένο τραγούδι του, το «Χαμένη Πασχαλιά», το έφαγε η λογοκρισία της χούντας.

Τον περιγράφανε έτσι: «Γνήσιος». «Ξεχωριστός». «Λαϊκός». «Ντόμπρος». Ήξερε που πατούσε. Σε μια συνέντευξη (στην Κατερίνα Ζαννη, aixmi.gr,) ρωτήθηκε για τον Καζαντζιδη. Απάντησε:

  «Υπάρχουν κάποιοι που λένε “δεν μ’ αρέσει ο Καζαντζίδης”. Δέχομαι να μου πει “δεν μ΄ αρέσει ο Καζαντζίδης”, αλλά μη μου πει δεν αξίζει ο Καζαντζίδης”, γιατί θα του σπάσω το κεφάλι (…). Αγγίζει το τέλειο. Τραγούδησε την ξενιτιά και την προσφυγιά. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ο Μπιθικώτσης που είπε την άμμο της θάλασσας. Εγώ έχω δηλώσει μακάρι να είχα τη φωνή του Καζαντζίδη και το ρεπερτόριο του Μπιθικώτση. Όταν ήμουν μικρός και δούλευα με τον Ζαμπέτα μου είχε πει “μην κάνεις το λάθος και προσπαθήσεις να μοιάσεις σε κανέναν γιατί δεν θα είσαι ποτέ τίποτα. Αν μιμηθείς κάποιον θα είσαι πάντα ο δεύτερος”».

  Δεν υπήρξε ποτέ «δεύτερος». Δεν μιμήθηκε κανέναν. Ποτέ.

 Έτσι αληθινά πορεύτηκε κι έτσι «γνήσια» τραγούδησε οτιδήποτε τραγούδησε. Γιατί ό,τι έβγαζε η φωνή του ήταν η αντανάκλαση των ίδιων των βιωμάτων του.

  Είχε εκείνη την άλλη, την δική του «δωρικότητα». Ήταν αληθινός και αυθεντικός κι όταν τραγουδούσε για τις αγωνίες, τους αγώνες και τα βάσανα του λαού, ήταν αληθινός κι αυθεντικός κι όταν τραγουδούσε για την αγάπη και τον έρωτα με εκείνη την «βαριά παλικαρίσια αναπνοή».

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης