Θεσσαλονίκη, Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου, μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της, βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών – των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της… Έτσι ξεκινά η ποιητική σύνθεση ”Επιτάφιος” (1936/ 1956) του Γιάννη Ρίτσου, αποτελούμενη από είκοσι ποιήματα. Με τον άνωθεν πρόλογο ο Ρίτσος θέλησε να πληροφορήσει το αναγνωστικό κοινό από ποιο γεγονός εμπνεύστηκε το ποίημα του. Ένα ποίημα γραμμένο συνολικά σε δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο που ένωσε τον Ορθόδοξο Επιτάφιο Θρήνο με την πολιτική ιστορία της Ελλάδας, με έναν τρόπο αρκετά πιο καινοτόμο απ’ αυτόν του Κώστα Βάρναλη στο παλιότερο ”συγγενικό” ποίημα του με τίτλο ”Η Μάννα του Χριστού”.
Δύο χρόνια μετά την επίσημη κυκλοφορία του ”Επιταφίου” από τις εκδόσεις Κέδρος το 1956, ο ίδιος ο Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο του βιβλίου στον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τότε σπούδαζε μουσική στο Παρίσι. Η ιστορία είναι γνωστή: Ο Μίκης άρχισε να μελοποιεί τον ”Επιτάφιο” μέσα στο αυτοκίνητο του, σημειώνοντας τις νότες πάνω στο βιβλίο του Ρίτσου και περιμένοντας τη Μυρτώ, τη γυναίκα του, να κάνει τα ψώνια της. Οχτώ μέρη του ποιήματος έγιναν τραγούδια – τα παραθέτω με τη σειρά της δισκογράφησης τους και με την αρίθμηση του ποιητή στις παρενθέσεις: 1. Που πέταξε τ’αγόρι μου (Ι, ο τίτλος δάνειος από το ποίημα VIII) 2. Χείλι μου μοσκομύριστο (ΙΙΙ) 3. Μέρα Μαγιού μου μίσεψες (VI) 4. Βασίλεψες αστέρι μου (XVII) 5. Ήσουν καλός, ήσουν γλυκός (VII) 6. Στο παραθύρι στέκοσουν (XV) 7. Νά’χα τ’αθάνατο νερό (XIX) 8. Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες (XX) Στα τέλη του ΄59 ο Μίκης Θεοδωράκης στέλνει τον έτοιμο πια κύκλο των οχτώ τραγουδιών σε τρεις ανθρώπους: Στον Γιάννη Ρίτσο, στον εφηβικό του φίλο, Βύρωνα Σάμιο, και στον Μάνο Χατζιδάκι. Σκοπός του είναι να δισκογραφηθεί το έργο και ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος της Columbia τού προτείνει να το ενορχηστρώσει ο Χατζιδάκις, ο ήδη γοητευμένος τόσο από τη μελοποιημένη ποίηση, όσο και από τη συγκεκριμένη εργασία του συναδέλφου του. Όπως έγραψε και ο Ανταίος Χρυσοστομίδης τον Μάιο του 2000 σε ένα κείμενο του για τον, κατά Σταύρο Ξαρχάκο, ”Επιτάφιο” των Ρίτσου – Θεοδωράκη, ”Η ερμηνεία που έδινε ο Μάνος Χατζιδάκις στον Επιτάφιο έριχνε το βάρος στη λυρική πλευρά του έργου, αντιμετωπίζοντας τον λαϊκό χαρακτήρα του με τον ίδιο περίπου τρόπο, με τον οποίο αντιμετώπιζε τις ρεμπέτικες Πασχαλιές”.
Μάλιστα ο Χατζιδάκις επέβαλλε τη δική του ερμηνεύτρια, τη Νάνα Μούσχουρη, ενορχήστρωσε, έπαιξε πιάνο και διηύθυνε, ενώ στο εξώφυλλο του extended play δίσκου μπήκε ένας πίνακας του Γιάννη Μόραλη. Ό,τι αναγραφόταν επίσης στο εξώφυλλο εκείνης της πρώτης έκδοσης του 1960 ήταν δια χειρός Χατζιδάκι: Η ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ στον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ από το ποίημα του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ.
Γεγονός είναι, πάντως, πως η χατζιδακική προσέγγιση στον ”Επιτάφιο” δεν άρεσε ούτε στον Ρίτσο, ούτε στον Θεοδωράκη και γι’αυτό ο Μίκης, έχοντας επιστρέψει στην Ελλάδα κιόλας, μπήκε τον Αύγουστο του ΄60 στο στούντιο της Columbia με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Καίτη Θύμη και σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη. Απ’ την άλλη, πάλι, λέγεται πως ο Χατζιδάκις πικράθηκε από την απόρριψη του φιλόδοξου εγχειρήματος του κι έτσι άρχισε να επιδίδεται στη μελοποίηση ενός άλλου ”Επιτάφιου”, αυτού του Θεσσαλονικιού ποιητή Τάκη Βαρβιτσιώτη. Μελοποίησε μάλιστα οχτώ ποιήματα – όσα και ο Θεοδωράκης του Ρίτσου – με σκοπό να δισκογραφηθούν, αλλά τελευταία στιγμή, βλέποντας την τεράστια απήχηση του θεοδωρακικού έργου, ανέστειλε την έκδοση των τραγουδιών. Παρεμπιπτόντως, σήμερα στο αρχείο του Μάνου Χατζιδάκι φυλάσσονται οι παρτιτούρες των μελοποιήσεων του στον Βαρβιτσιώτη!
Ο ”Επιτάφιος” σε διεύθυνση του ίδιου του Θεοδωράκη κυκλοφόρησε τελικά τον Σεπτέμβριο του 1960 σε δίσκους extended play 45 στροφών και σε 10ιντσο δίσκο 33 στροφών, αλλάζοντας κυριολεκτικά το τοπίο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Υπάρχει και το γνωστό χιουμοριστικό στιγμιότυπο με τον Μπιθικώτση στο στούντιο να προσπαθεί να τραγουδήσει τους στίχους ”Που πέταξε τ΄αγόρι μου”, ώσπου σε μια φάση γυρνάει και λέει του Χιώτη που τον συνόδευε: ”Πάμε να φύγουμε, μωρέ Μανώλη, θα μας κάνει ρεζίλι ο Ψηλός”!
Η ιστορία απέδειξε φυσικά πως μόνο ”ρεζίλι” δεν τους έκανε ο ”Ψηλός”. Περισσότερο κινδύνευσε να ”ρεζιλευτεί” ο Θεοδωράκης που κατακεραυνώθηκε από την αριστερή διανόηση της εποχής, επειδή χρησιμοποίησε έναν τραγουδιστή του λούμπεν προλεταριάτου (τον Μπιθικώτση). Προφανώς ακόμη δεν είχε αποσαφηνιστεί το γεγονός της μελοποίησης του πρώτου ποιήματος στην Ελλάδα, ούτε κατά διάνοια του δρόμου που θα ανοιγόταν στην υπόθεση ”μελοποιημένη ποίηση” στη χώρα μας. Με τον ”Επιτάφιο” του Θεοδωράκη, τέλος, για πρώτη φορά η ποίηση γινόταν κτήμα του λαού, ενός λαού που ενδεχομένως να μην του δινόταν ποτέ άλλοτε η ευκαιρία να σιγοτραγουδήσει στίχους ποιητών.
Τρία χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1963, ακολούθησε η τρίτη εγγραφή του θεοδωρακικού ”Επιταφίου” του Ρίτσου με την εποπτεία του ίδιου του συνθέτη και πάλι. Την ανδρική ερμηνεία του Μπιθικώτση αντικατέστησε η γυναικεία της Μαίρης Λίντα με σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη, αλλά και μικρή ορχήστρα εγχόρδων, αποτελούμενη από τρεις μουσικούς της Πειραματικής Ορχήστρας Αθηνών που τότε διηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις: Τον Δημήτρη Βράσκο στο μαντολίνο, τον Δημήτρη Φάμπα στην κιθάρα και τον Δημήτρη (Δήμο) Μούτση στη φυσαρμόνικα.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Θεοδωράκη σε μία παρουσίαση του έργου το 2001, ”η τρίτη ηχογράφηση του Επιταφίου έγινε τότε διότι τα τραγούδια άρχισαν να ασφυκτιούν μεσ’ στον ζεϊμπέκικο ρυθμό και τον έντονο λαϊκό, ρεμπέτικο σχεδόν, ήχο της εγγραφής με τον Μπιθικώτση”. Στα μέσα εκείνης της δεκαετίας, λίγο πριν την επιβολή της δικτατορίας και σχεδόν παράλληλα με τη ”Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν”, αρκετά από τα κομμάτια του ”Επιταφίου” ηχογραφήθηκαν και με τη φωνή της Μαρίας Φαραντούρη στη Σοβιετική Ένωση.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, ωστόσο, δεν ξέχασε το αγαπημένο έργο του συναδέλφου του. Το 1970 στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη ηχογράφησε για πιάνο – φωνή εφτά από τα οχτώ τραγούδια με ιδανικότερη ερμηνεύτρια, κατά τη γνώμη μου, τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Η περίοδος εκείνη της γνωριμίας και των πρώτων συνεργασιών του Χατζιδάκι με τη Νταντωνάκη παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Ιστορικά αν το δει κανείς, ναι μεν ο Χατζιδάκις προόριζε τη Φλέρυ για τραγουδίστρια της ανολοκλήρωτης ”Όπερας για Πέντε”, σίγουρα όμως ήταν τόσο εντυπωσιασμένος με τη φωνή της, ώστε την έβαζε να τραγουδάει, συνοδεύοντας την στο πιάνο και εγγράφοντας την ταυτόχρονα, ρεμπέτικα τραγούδια, τον ”Επιτάφιο” του Ρίτσου και του Θεοδωράκη, καθώς και τα πρώτα δείγματα από τα δικά του έργα, ”Αμοργός” και ”Η Εποχή της Μελισσάνθης”.
Στην επόμενη δεκαετία, αυτήν του 1980, ο ”Επιτάφιος” των Ρίτσου – Θεοδωράκη βρήκε τη νέα ερμηνεύτρια του στο πρόσωπο και, βασικά, στην τεράστια φωνή της Νένας Βενετσάνου. Πάλι, όμως, μέσω Χατζιδάκι. Δανείζομαι τα λόγια της Βενετσάνου από εκείνη την κοινή συνέντευξη της με τη Γιοβάννα στο LIFO.gr (Φεβρουάριος 2014): Εγώ είχα κόλλημα με τον Ρίτσο. Τον είχα τραγουδήσει πολλές φορές τον ”Επιτάφιο” αρχικά με τον Τάσο Καρακατσάνη και με τον Σαράντη Κασσάρα αργότερα. Με τον Τάσο υπάρχουν πολύ ωραίες ηχογραφήσεις του ”Επιτάφιου” πού’χαμε κάνει στον Σείριο επί Χατζιδάκι, τις οποίες πρέπει να έχει ο Βερνίκος. Γινόταν χαμός! Ο Χατζιδάκις όταν θα άλλαζε το πρόγραμμα των παραστάσεων, περίμενε από μένα να του πω ότι θα τραγουδήσω το τάδε έργο του, εκείνο και τ’ άλλο. Σκεπτόμενη όμως ότι θα τραγουδούσε η Καγιαλόγλου, της οποίας η φωνή μου αρέσει πολύ, τη ”Φαίδρα”, του είπα: ”Μια και βάζετε στο πρόγραμμα το τελευταίο έργο του Θεοδωράκη, γιατί δε βάζετε και το πρώτο;” ”Δηλαδή;” με ρωτάει. ”Τον Επιτάφιο” του λέω. Και βλέπω στο μάτι του Μάνου μια αστραπή! Άστραψε κανονικά! ”Τον ξέρεις;” με ρωτάει. ”Ποιον, τον Επιτάφιο;” ”Όλον;” ”Όλον!” ”Και πως θα τον πεις;” ”Με ένα πιάνο”! Καταενθουσιάστηκε ο Μάνος, γιατί του έδωσα μία λύση εκείνη την ώρα. Μάλιστα στο ίδιο πρόγραμμα ήταν κι η Αλεξίου. Μετά έβγαινα εγώ με ”Επιτάφιο” και μετά η Πασπαλά με ”Ματωμένο Γάμο”.Αργότερα ξανατραγούδησα τον ”Επιτάφιο” σε ένα φεστιβάλ παρόντος του Ρίτσου που ήρθε και μου έδωσε ένα αυτόγραφο. Γενικά ήταν ένα έργο που το κουβαλούσα πάντα μέσα μου.
Ο ”Επιτάφιος” είναι ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα – πολυηχογραφημένα έργα του Μίκη Θεοδωράκη. Μία άλλη εκτέλεση του που αξίζει να μνημονεύσουμε είναι αυτή που δισκογραφήθηκε το 2004 από το label ”Ρωξάνη” της Legend του Γιαννίκου με την ενορχήστρωση – διεύθυνση του Σταύρου Ξαρχάκου και με την ερμηνεία της εξαίρετης Μαρίας Σουλτάτου. Επρόκειτο για την έκδοση σε CD της συναυλίας πού’χε γίνει στο Ηρώδειο στις 2 Οκτωβρίου του 2000, όπου ο Ξαρχάκος διηύθυνε την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής. Αριστούργημα! Πόσω μάλλον όταν ο Ξαρχάκος, μέγας ενορχηστρωτής και γνώστης της ελληνικής και δυτικής μουσικής, δεν έμεινε σε μία απλοϊκή επανεκτέλεση του λαϊκότροπου έργου, αλλά του έδωσε τη μορφή ρέκβιεμ με τις λεπτές παρεμβάσεις του σε αρκετά από τα κομμάτια να θυμίζουν έως και Astor Piazzolla.
Από τον ΑΝΤΩΝΗ ΜΠΟΣΚΟΪΤΗ Πηγή: www.lifo.gr