Η αριστοκρατία των Τρικάλων με κορόιδευε, γιατί ήμουν κακοντυμένος και έπαιζα μπουζούκι. Πολλές φορές με προσβάλανε και με κάνανε να ντρέπομαι πολύ. Εγώ όμως τους εκδικήθηκα με τις μετέπειτα επιτυχίες μου. Όλοι αυτοί που με κοροϊδεύανε τότε, έρχονταν στα κέντρα που δούλευα και πετάγανε τα πλούτη τους στα πόδια μου για ένα τραγούδι…”
18 του Γενάρη γεννήθηκε (1915) και την ίδια ακριβώς ημερομηνία το 1984, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος Βασίλης Τσιτσάνης.
Ο Τσιτσάνης «ήταν από εκείνους τους ανθρώπους, που ο φυσικός τους θάνατος δε βάζει τέλος στην ύπαρξή τους. (…) «ζει και βασιλεύει» στην καθημερινότητά μας. Τα τραγούδια του είναι και θα είναι στο στόμα ολωνών μας. Είτε στη θλίψη, στον καημό, στον πόνο και στο άχτι μας, είτε στον έρωτα, στο κέφι, στο γλέντι, στη χαρά μας. «Όταν έφτιαχνα ένα τραγούδι, ζούσα δυο ζωές. Μια όταν το έγραφα και μια όταν το έπαιζα στον κόσμο», έλεγε ο Τσιτσάνης . Έτσι και κάθε ρωμιός – σήμερα και για πάντα – όποτε λέει ένα τραγούδι του είναι σαν να «ζει» δυο ζωές. Και τη δική του και του Τσιτσάνη. Το έργο του Τσιτσάνη, κατά την άποψη σημαντικών μουσικολόγων αλλά και συνθετών, χρήζει και αξίζει – ιδιαίτερης, μέσα στο είδος του λαϊκού τραγουδιού – συστηματικής μελέτης».*
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα, στις 18 Γενάρη 1915. Ο θάνατος του πατέρα του σημάδεψε για πάντα τη ζωή του. Τότε πρωτόπιασε στα χέρια του το μπουζούκι του πατέρα του. Ταυτόχρονα αρχίζει να μαθαίνει και βιολί και γρήγορα έγινε δεξιοτέχνης και στα δύο όργανα.
«Ο Τσιτσάνης στη σχολική περίοδο 1932-33 φοιτά στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου Τρικάλων. Καθώς, όμως, όπως αφηγείται ο συμμαθητής και φίλος του Γ. Μπακοβασίλης, «ήταν αγαπητός και περιζήτητος στις γλεντζέδικες παρέες» της γενέτειράς του για το μπουζούκι που έπαιζε, μένει μεταξεταστέος στα μαθηματικά». Ξαναδίνει το μάθημα και το Φλεβάρη του 1934, παίρνει το απολυτήριο. Το Γενάρη του 1935 περνά περιοδεύων κι ύστερα κατεβαίνει στην Αθήνα, με το μπουζούκι του κρυμμένο στο σακάκι, να σπουδάσει Νομικά. Για να επιβιώσει, το «βλαχάκι», όπως τον έλεγαν «οι μάγκες» της Αθήνας, παίζει σε μικρομάγαζα μπουζούκι και τραγουδά «κάτι αλλιώτικα τραγούδια». Αυτή τη χρονιά μπαίνει και στη δισκογραφία με το τραγούδι «Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε» και συμμετοχή στην «Αμαξα» του Περδικόπουλου. Το 1938 ο στρατευμένος πια Τσιτσάνης, υπηρετεί στο Τάγμα Τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη…»
Μαγεύεται από τις ερμηνείες του Μάρκου Βαμβακάρη. Αρχισε να συνθέτει δικά του τραγούδια και ανάμεσα στα πρώτα του ήταν το «Θα πάω εκεί στην Αραπιά».
Με την κήρυξη του πολέμου «ο Τσιτσάνης επιστρατεύεται. Δίνει στη μάνα του φίλου του Γκανάτσου, την κυρ Αγγέλα, να του φυλάξει το μπουζούκι, «θά ‘ρθω να το πάρω μετά τον πόλεμο» της λέει και στις 30 Οκτώβρη φεύγει με το 20 Τάγμα Μηχανικών για την πρώτη γραμμή του μετώπου. Επιστρέφοντας από το μέτωπο, προβληματίζεται πού να κυνηγήσει το μεροκάματο. Επιλέγει να δουλέψει στη Θεσσαλονίκη, όπου ελπίζοντας σε ένα κομμάτι ψωμί περιοδεύουν και αθηναϊκοί θίασοι, και γενικότερα σε μακεδονικές πόλεις.
Καθώς κλείσανε «Τα κούτσουρα του Δαλαμάγκα», μετά το θάνατο του Δαλαμάγκα, ο συνθέτης με τη Ζωή ανοίγουν ένα δικό τους μικρομάγαζο, το «Ουζερί Τσιτσάνης », όπου εμφανίστηκαν πολλοί ομότεχνοι του Τσιτσάνη στα χρόνια της κατοχής. Στη διάρκεια της κατοχής έγραψε δεκάδες τραγούδια, δούλεψε και σε άλλα μαγαζιά, περιόδευσε σε μακεδονικές πόλεις, παντρεύτηκε τη Ζωή, και έγινε πατέρας (1943).
«Ο Τσιτσάνης δεν είχε στόφα ήρωα. Τις ηρωικές πράξεις τις θαύμαζε στους άλλους. Λίγο πριν φύγουν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη έγραψε δυο τραγούδια – ύμνους για την αντίσταση, που όπως είπε ο ίδιος, κάπου κάπου τα παίζανε στο μαγαζί. Αλλοι λένε πως ήταν παραγγελία από το ΕΑΜ και άλλοι πως τον πίεσαν αντάρτες του ΕΛΑΣ όταν ήταν στην Πύλη Τρικάλων, τον Ιούνιο του 1943», σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου και παραθέτει γραπτή μαρτυρία του Τσιτσάνη : «Τραγούδια, όπως λένε “αντιστασιακά ” έγιναν στα βουνά. Εγώ έχω γράψει δύο τέτοια, ένα για τους αντάρτες και ένα επαναστατικό, όταν πλησιάζαμε στην απελευθέρωση. Αυτό για τους αντάρτες σε ρυθμό χασάπικο 2/4, το δε επαναστατικό είναι μαρς. Αυτά τα έγραψα την τελευταία χρονιά, πριν την απελευθέρωση και τα τραγουδούσαμε εν κλειστώ κύκλω».
Ο στενός φίλος και συνεργάτης του συνθέτη, Αντρέας Σαμαράς, διηγείται: «Πολλές φορές διάφοροι φίλοι του Βασίλη του κάνανε πρόταση να γίνει μέλος του ΕΑΜ. Ήταν όμως διστακτικός, δεν το αποφάσιζε. Κάποια φορά, άνοιξη του ’44, ήρθε απεσταλμένος από την επιτροπή του ΕΑΜ Επανωμής και τον κάλεσε να τους επισκεφθεί για να μιλήσουνε. Ο Βασίλης αφού το σκέφθηκε πολύ του λέει: “Να τους πεις πως θά ‘ρθω σε λίγες μέρες”. Πράγματι σε κάνα δυο μέρες πήγαμε. Εγώ, ο Βασίλης και η Ζωή. Μας υποδέχτηκαν τα μέλη της επιτροπής του ΕΑΜ. Είχανε πανηγύρι, γιορτές, θέατρο, Καραγκιόζη, σε ένα πάλκο στην πλατεία έπαιζαν τα κλαρίνα και χόρευαν. Εκεί ζούσαν ελεύθεροι. Ολοι ήταν αρματωμένοι. Μας συμπεριφέρθηκαν με μεγάλο σεβασμό. Πολλοί ήξεραν τον Βασίλη και τον παρακάλεσαν να τους παίξει τραγούδια του. Εκεί έγραψε και τα δυο τραγούδια για το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τα έπαιζε συνέχεια και τα μάθανε και οι κλαρινιτζήδες και τα παίζανε μαζί. Ολοι ήταν ξετρελαμένοι με τον Τσιτσάνη . Εγώ ύστερα από τρεις τέσσερις μέρες έφυγα, γιατί έπρεπε να κοιτάξω και το μαγαζί, για. Ο Βασίλης και η Ζωή ήρθαν ύστερα από μερικές μέρες. Αποφασίστηκε να μείνει έξω από το ΕΑΜ και να το βοηθάει όποτε υπήρχε ανάγκη. Ετσι κι έγινε. Πολλοί βρήκαν καταφύγιο στο “Ουζερί” για μια δυο μέρες».
Παραθέτουμε τον ύμνο του ΕΑΜ, που έγραψε ο Τσιτσάνης:
«Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ.
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά τα παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθεριά.
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς».
Το 1946, ο Τσιτσάνης εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα δουλεύοντας σε διάφορα μαγαζιά μαζί με φωνές που έγιναν θρύλοι του λαϊκού μας τραγουδιού, όπως η Σωτηρία Μπέλλου και η Μαρίκα Νίνου. Το 1954 στην αίθουσα του «Παρνασσού», ο Τσιτσάνης και η Νίνου ηχογράφησαν για λογαριασμό της «Philips» τον πρώτο μεγάλο δίσκο που γράφτηκε στην Ελλάδα και κυκλοφόρησε στο εξωτερικό.
Με την απελευθέρωση «ανάσανε» όχι μόνο ο λαός αλλά και οι δημιουργοί της λαϊκής μουσικής. Στην εφημερίδα «Λαϊκή Φωνή», οργάνου του Γραφείου της ΚΟ Περιοχής Μακεδονίας του ΚΚΕ, στις 12 Μάη του 1945 αναγγέλλεται: «Από σήμερα Σάββατο στην ταβέρνα “Τ’ Αμπέλι” παίζει ο Τσιτσάνης ». Η χαρά της λευτεριάς δεν κράτησε, δυστυχώς, πολύ. Οι ταγματαλήτες ξανακάνανε την τρομοκρατική εμφάνισή τους και στα λαϊκά μουσικομάγαζα της Θεσσαλονίκης. Το 1946 ο Τσιτσάνης αποφασίζει να κατεβεί, οριστικά, στην Αθήνα. Είναι, άλλωστε, ξακουστός. Αλλά και της Αθήνας τα μαγαζιά δεν τα αφήνουν σε ησυχία τα – πληρωμένα τώρα από την αγγλοκρατία και «εθνικόφρονα» – αποβράσματα.
Χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο που έγινε ένα βράδυ του 1949, στο μαγαζί του «Τζίμη του Χοντρού», όπου έπαιζαν ο Τσιτσάνης με τη Σωτηρία Μπέλλου. Στο μαγαζί, βρίσκονται οι διαβόητοι Χίτες αδελφοί, Κατελαναίοι. Επιδείχνοντας τα όπλα τους, θορυβούν και ειρωνεύονται τη Σωτηρία Μπέλλου, την ώρα που τραγουδά. Εκείνη αντιδρά. Της φωνάζουν «Πες, μωρή παλιοκομμούνι το τραγούδι “Του αϊτού ο γιος”». Αντ’ αυτού η πρώην αντάρτισσα του ΕΛΑΣ, απαντά δεν το ξέρω και αρχίζει να λέει το τραγούδι του Τσιτσάνη , γραμμένο το 1947, «Κάποια μάνα αναστενάζει» (και στη στροφή που το τραγούδι λέει «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη ξενιτιά» το παραφράζει «ο λεβέντης να γυρίσει απ’ τη μαύρη Ικαριά»). Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Εκείνη δεν το έβαζε κάτω. Οι Χίτες την έβρισαν ελεεινά, τη χτύπησαν, της κουρέλιασαν τα ρούχα και αιμόφυρτη την πέταξαν στο πάτωμα της τουαλέτας. Η Μπέλλου έφυγε αιμόφυρτη. Κι ο Τζίμης είπε στην κομπανία «κοιτάξτε να βρείτε γυναίκα. Μου το είπαν καθαρά πως αν δε φύγει το κομμούνι θα μου το κάψουν το μαγαζί».
Στη διάρκεια του εμφυλίου και στα μετεμφυλιακά «πέτρινα χρόνια», ανάμεσα στο ογκώδες συνθετικό και στιχουργικό έργο του Τσιτσάνη , περιλαμβάνονται και τραγούδια που εύγλωττα αλληγορούν, μιλώντας για το νέο ηρωικό αγώνα στα βουνά, για τα δεινά και το χαμό αμέτρητων αγωνιστών. Τι άλλο από αλληγορία είναι το τραγούδι «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1948). Το τραγούδι και «Για μια κόρη ξελογιάστρα» (1947): «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ’ ένα γλέντι φοβερό/ για μια κόρη ξελογιάστρα,/ κι αν χαθεί πού θα τη βρω./ Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω/ σε βουνά και σε γκρεμό,/ κι όμως ζω να τυραννιέμαι/ στο δικό της τον καημό./ Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό/ θα τη βρω και θα την πάρω/ τό ‘χω βάλει για σκοπό».
Αλληγορία είναι και το «Το ρημαγμένο σπίτι» (1947): «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι/ με τις πόρτες τις κλειστές/ τον καημό μου σιγοκλαίω/ και ματώνουν οι καρδιές./ Ούτε μάνα ούτε αδέρφια/ κι εγώ έρημο πουλί,/ βλέπω αράχνες στο κατώφλι/ και χορτάρια στην αυλή./ Τι να πω και τι ν’ αφήσω/ απ’ την τόση συμφορά;/Ο,τι αγάπησα στον κόσμο/ δε θα δω άλλη φορά».
Η μεγάλη πορεία του Βασίλη Τσιτσάνη έφθασε στο απόγειό της στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ενώ το 1980 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Χάραμα» από τους σημαντικότερους της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού.
*Από τον Ριζοσπάστη, τα αποσπάσματα από άρθρο της Αριστούλας Ελληνούδη