Το βιβλιοπωλείο Κηρήθρες, οι εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία και ο συγγραφέας Ηλίας Στεργιόπουλος σας προσκαλούν στην παρουσίαση του νέου βιβλίου με τίτλο ” Μισή αλήθεια”.
Η εκδήλωση θα γίνει το Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014, στις 8 μ.μ στη Souita Art cafe.
Θα μιλήσουν οι: Γιάννης Κεμανίδης, δάσκαλος, ο Βαίος Φασούλας, συγγραφέας και ο συγγραφέας του βιβλίου.
Κείμενα θα διαβάσει η ηθοποιός Βίκυ Ιακωβάκη.
Την εκδήλωση θα πλαισιώσουν μουσικά ο Παναγιώτης Μαγκλάρας στο πιάνο και η Λιάνα Μήνια στο φλάουτο και το τραγούδι.
Ο Ηλίας Στεργιόπουλος γεννήθηκε στο Γοργογύρι Τρικάλων. Είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά. Στη ζωή του ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα και τα τελευταία χρόνια ασκεί το επάγγελμα του βιοτέχνη. Ασχολείται με την ποίηση, τραγουδώντας για τη μάνα, τη γυναίκα, τον έρωτα αποτυπώνοντας παραστάσεις από την καθημερινή ζωή. Το βιβλίο “Πετρώνουν τα δάκρυα μας;” είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Ακολούθησε το ” ‘Ελα να μου κλείσεις τα μάτια”. ” Η μισή αλήθεια” είναι το τρίτο μυθιστόρημα του συγγραφέα. |
Αξιότιμες κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι του βιβλίου, χαρά που βρίσκομαι πάλι ανάμεσά σας και τιμή που δίνεται η ευκαιρία να ξεφυλλίσουμε λίγες αράδες απ’ τις σελίδες του νέου βιβλίου του Ηλία Στεργιόπουλο, «Μισή Αλήθεια». Πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση από τις «Εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία» και αξίζει να αναφερθούμε αποσπασματικά σ’ αυτό το συναρπαστικό βιβλίο με τις πολλές πτυχές στα εσώψυχά του.
Συνοδοιπορώντας με τον ρου της σκέψης του συγγραφέα, όπως αυτός ως καταξιωμένος λογοτέχνης τοποθετεί άριστα με την πέννα του το δημιούργημά του, πριν προχωρήσω στην μερική ανάλυση ή «ανασκαφή», αν θέλετε του έργου, «Μισή Αλήθεια», θα είναι αδικαιολόγητη παράληψή μου να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι η πόλη, οι άνθρωποι αυτής της πόλης, τα Τρίκαλα, έχουν προσφέρει τα μέγιστα στο χώρο του πολιτισμού και έχουν καταρρίψει τα εγχώρια τοιχώματα της δεινοπαθούσας Χώρας μας αφήνοντας το πνευματικό φως να χυθεί ποικιλόμορφα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Και παράλληλα, ο απόδημος…,(ο «αδελφός» -κατά πολλούς-μετανάστης…,) ευλογημένος από τις μούσες και κληρονόμος της πανάκριβης πολιτιστικής μας κληρονομιάς, οι αποστάσεις, όσο και αν τον «πέρασαν» στον αστερισμό της περιθωριοποίησης, δεν εμπόδισαν τη μεταλαμπάδευση του πολισμού μας στις ξένες πατρίδες.
Περνώντας στο νέο του βιβλίο, «Μισή Αλήθεια» 2014, σελίδες 512 «Εκδόσεις Ελληνική Πρωτοβουλία» διαβάζοντάς το, ζούμε παραστάσεις μεγάλων κοινωνικών μεγεθών των ηρώων και των έργων τους. Η δομή, η τέχνη, η ιδιαίτερη εκτέλεση του λόγου μέσα από τα εφήμερα της μεταπολεμικής εποχής, που κινείται σαν τρένο από τη μια περιοχή στην άλλη πάνω σε ράγες ολόκληρων δεκαετιών του περασμένου αιώνα κουβαλώντας θύτες και θύματα, ο συγγραφέας με άριστο τρόπο μεταφέρει το μυστήριο, «Μισή Αλήθεια» στις μέρες μας.
Οι θαρραλέες καταγραφές συμβάντων και καταστάσεων, που με γλαφυρό τρόπο δίνει ο Ηλίας Στεργιόπουλος, ταξιδεύει τον αναγνώστη πίσω, τον κάνει μάρτυρα και κριτή σε μια οδύσσεια πολυετούς διάρκειας κρατώντας τον σε αγωνία μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Σε εποχές που οι τύχες των λαών και των εθνών καθορίζονταν – και καθορίζονται- από τους …μεγάλους, το ενδιαφέρον εστιάζεται σε μια οικογένεια ενός αδίστακτου πατέρα και συζύγου, του Παναγιώτη Κοσμίδη. Η Μικρασιατική καταστροφή ανάγκασε τον Κοσμίδη και τη γυναίκα του, τη Δήμητρα, να πάρει το δρόμο της φυγής και να βρεθεί σε ένα Αιγαιοπελαγίτικο νησί που είχε ρίζες από τον παππού του. Λίγο καιρό αργότερα, χάρη στην επιχείρηση του πατέρα του που έμαθε τα μυστικά του εμπορίου και την αξία του καπνού, μετανάστευσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Λίγα χρόνια μετά από την επιτυχημένη καπνοβιομηχανία και άριστα συνεργαζόμενη με τους γερμανούς, με την κατάρρευση της ναζιστικής αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή, ο Κοσμίδης, άρον-άρον έπρεπε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια, το εργοστάσιό του και άλλα αγαθά. Έτσι βρέθηκε με τη γυναίκα του και τα δυο κοριτσάκια του στο μικρό πλοιάριο με κατεύθυνση τη Λεμεσό.
Στη σελίδα 9 διαβάζουμε: «Ξέσπασε ο Γερμανό- Ιταλικός πόλεμος και ο Κλίμεκ έπεισε τον Κοσμίδη να έχουν εκτός της επιχειρηματικής, και «ιδιαίτερη» συνεργασία με τους Γερμανούς. Όπως πίστευε ο ίδιος, αυτή η Άρεια φυλή θα ήταν το μέλλον της ανθρωπότητας και θα είχαν πολλά να ωφεληθούν… Κατάφεραν μέσω άλλων χωρών να συνεχίζουν την προμήθεια του γερμανικού στρατού με καραβιές τσιγάρα…»
H συνέχεια, που πολλές φορές μοιάζει με κινούμενη άμμο που δημιουργεί διάφορες δίνες, βουνά και παγίδες, έφερε τον Κοσμίδη στην Κύπρο. Δάσκαλος, που ποτέ δε χρησιμοποίησε το πτυχίο του, για τη νέα πατρίδα του αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας. Η συγκυρία για την πολυβασανισμένη Μεγαλόνησο, παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες και αναταράξεις εξ αιτίας των ακραίων διαθέσεων των τούρκων. Οι Κύπριοι που στο μεταξύ οργανώνονταν σε διάφορες πολιτικές κινήσεις, κόμματα και συλλόγους, δεν άφησαν αδιάφορη την όμορφη σμυρνιά, σύζυγο του Κοσμίδη, Δήμητρα. Γνωρίζοντας τον ξεριζωμό της δικής της πατρίδας πρόβαλε την αλληλεγγύη της σε φίλους και γνωστούς που είχε γνωρίσει, μεταξύ και μια χαριτωμένη δασκάλα, τη Θεώνη:
Η δραστηριότητα της Δήμητρας στο Σύλλογο δεν άρεσε στο σύζυγό της, με τον οποίο, οι οικογενειακές και συζυγικές σχέσεις τους από καιρό είχαν αλλάξει. Τα… περίεργα ένστικτα που είχε μέσα του ο Κοσμίδης απόκτησαν διαστάσεις. Βίαιος στην οικογένειά του, απρόσιτος στη γυναίκα του Δήμητρα, στην κόρη του Στεφανία, ακόμα και στο σχολείο διαξιφιζόταν με γονείς και ήταν ενάντια στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το ρατσιστικό μένος του είχε επιβληθεί πάνω του και παράλληλα τα φυσικά προσόντα που του έδωσε η φύση, στράφηκαν προς τις εξωσυζυγικές σχέσεις με αποτέλεσμα, την εγκατάλειψη της οικογένειάς του και την αστραπιαία φυγή του στη Γερμανία.
Τα ποικίλα μηνύματα, όπως κι αυτό της ανόδου του φασισμού…, μην πούμε έξαρση…, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, είναι μηνύματα που πρέπει να προβληματίσουν τον αναγνώστη και να του βάλουν ψύλλους στ’ αφτιά. Επί πλέον θα δούμε τον τρικαλινό συγγραφέα Η. Στεργιόπουλο πως στιγματίζει τις μαύρες και άχαρες δεκαετίες του περασμένου αιώνα που έζησε ο ελληνισμός και η Ελλάδα.
Τάχα, ίσως αναρωτηθεί κανείς, είχε και έχει η Ελλάδα να δείξει κάποιες άσπρες μέρες; Όταν οι σκοτεινοί ουρανοί της Μικρασιατικής καταστροφής σκεπάσανε τον ήλιο και η φυγή του τότε κατεστραμμένου και διωκόμενου Μικρασιατικού ελληνισμού τροφοδότησε το ρατσισμό στη μητέρα Ελλάδα, υπήρχε κάποια άσπρη μέρα; Στη σελίδα 92 διαβάζουμε:
«Σαν πρόσφυγες δεν είχαν πολλές σχέσεις με τους ντόπιους, εκτός απ’ τις επαγγελματικές επαφές του Βασίλη. Συχνά άκουγαν από πολλούς, ειδικά τα πρώτα χρόνια, πως πολλά δεινά φέρανε στον τόπο με τον ερχομό τους κι ας έφταιγαν άλλοι για τις αποτρόπαιες εξελίξεις. Όμως τους στενοχωρούσαν όταν άκουγαν τον κόσμο να λέει, «τουρκοπιάσματα μας χαντακώσατε!».
Και δεν ήταν μόνο αυτά για την Ελλάδα. Αναρίθμητα και θανατηφόρα σκοτάδια περιτριγυρισμένα από τις γερμανικές μπότες. Από τα κόκκινα περιβραχιόνια με τον αγκυλωτό σταυρό. Από τα ουρλιάσματά τους που έφερναν ανατριχίλα. Από τις πύλες του θανάτου των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τους καπνούς που άφηναν οι καμένες σάρκες, τα σχοινιά στις πλατείες και τα μολύβια στους τοίχους που έφερε ο ναζιστικός Β` Παγκόσμιος Πόλεμος. Σκοτάδια που συνεχώς πύκνωναν απ’ τους μακάβριους τάφους ελλήνων αγωνιστών του Εμφυλίου και στη συνέχεια το άδειασμα της Ελλάδας από τις γιγαντιαίες ομαδικές μεταναστεύσεις, άφησαν μια χαραγματιά να χυθεί φως; Ή μήπως η εφτάχρονη χούντα των συνταγματαρχών που ταπείνωσε την Ελλάδα καθώς και άλλες μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες μελανιές και ραπίσματα, δεν κρατούσαν το φως στα σκοτάδια; Για τη νεοτέρα ιστορία της Ελλάδας μια μοναδική αναλαμπή και μικρής διάρκειας συναντούμε˙ τη Λαμπρή Εθνική Αντίσταση ενάντια στον φασισμό και ξένο κατακτητή.
Λοιπόν, εκτός από ό, τι κουβαλούσε μέσα του ο Κοσμίδης, ξεχώριζε η συ-μπεριφορά του για την Ελλάδα και την Κύπρο από κείνη που έτρεφε προς τους Γερμανούς. Η ανώμαλη φυγή του στη Γερμανία και η εγκατάλειψη της οικογένειάς του, ήταν αποτέλεσμα συσσωρευμένων αρνητικών πράξεων, αλλά ο Κοσμίδης πρόλαβε και το έσκασε.
Λίγο καιρό μετά, με βαριά καρδιά η Δήμητρα που άφηνε πίσω της καλούς φίλους και δυο αγαπητά πρόσωπα που είχαν φύγει για πάντα, αναχωρούσε για την Αθήνα: Τον άνδρα της Θεώνης που πήγε από απρόσμενο πνιγμό στη θάλασσα και λίγο αργότερα με έναν περίεργο θάνατο έφυγε και η φίλη της, η Θεώνη. Βαριά και η καρδιά της κόρης της Στεφανίας, για ό, τι άφηνε πίσω της…
Θα τρέξουμε λίγο τον αφέντη λόγο και θα δούμε πως η Δήμητρα προσπαθεί να ξαναφτιάξει τη ζωή της. Στο μεταξύ, η Στεφανία, εκεί που πάσχιζε να ξεχάσει το παρελθόν, χάνει τον αγαπημένο της. Λίγες μήνες μετά, αποκτά μια όμορφη κορούλα, την οποία δεν θέλει να κρατήσει και πριν ακόμα εγκαταλείψει την κλινική, ο Άγγελος, ο γιατρός- γυναικολόγος που την ξεγέννησε, προθυμοποιήθηκε να υιοθετήσει το βρέφος. Εκεί σταμάτησε και η επαφή με το μωρό κοριτσάκι της.
Μετά από αρκετά χρόνια η Στεφανία εγκατέλειψε τα εγκόσμια. Σε μοναστήρι του Θεσσαλικού κάμπου ντύθηκε καλογριά και αφοσιώθηκε στο θεό. Μάλιστα με την άψογη συμπεριφορά της και τη μόρφωση που είχε στο μεταξύ αποκτήσει στην εγκόσμια ζωή, έγινε Ηγουμένη. Η Ηγουμένη Βαρβάρα!
Μια μέρα, συνηθισμένη για τη μονή και τις μοναχές, ένα εκδρομικό λεωφορείο από τη Θεσσαλονίκη γιομάτο με μαθήτριες της τρίτης Γυμνασίου, επισκέπτονταν τη μονή και τα αξιοθέατα της γύρω περιοχής. Σε μια κοπέλα που συνέβη ένα μικρό ατύχημα, είχε σαν αποτέλεσμα να βρεθεί στο δωμάτιο της Ηγουμένης Βαρβάρας για τις πρώτες βοήθειες. Εκεί, λοιπόν, κάποια στιγμή η Ηγουμένη ρώτησε τη μαθήτρια Δανάη: Στη σελίδα 407 διαβάζουμε:
«Για πες μου, Δανάη, πώς τα πας με το σχολείο; Θα σπουδάσεις;»
«Οπωσδήποτε κάτι θα σπουδάσω, γιατί αλλιώς θα στεναχωρήσω τον πατέρα μου. Το θέλω κι εγώ βέβαια…»
«Ναι παιδί μου…», είπε εκείνη σκουπίζοντας με το χέρι το ιδρωμένο μέτωπό της, «να σπουδάσεις για δικό σου όφελος και για να δώσεις στον πατέρα σου χαρά. Οι γονείς σου τι δουλειά κάνουν;» ρώτησε χωρίς να κοιτά τη μαθήτρια.
«Ο πατέρας μου είναι γιατρός, γυναικολόγος. Είχε προ ετών ιατρείο στην Αθήνα, τώρα είναι διδάκτωρ στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η μητέρα μου…δεν ξέρω!» είπε με ένα αμήχανο χαμόγελο αφήνοντας τον αναστεναγμό που ξεπήδησε από μέσα της…
Στη Γερμανία ο Παναγιώτης Κοσμίδης, φιλοξενία βρήκε στους παλιούς φίλους και συνεργάτες του γερμανούς, οι οποίοι, το κοινωνικό τους βάραθρο περνούσε πέρα από την φασιστική τους… ιδεολογία. Ένθερμοί νοσταλγοί του Χίτλερ και ανεξάρτητα οικονομημένοι από περίεργες δουλειές, κύρια απασχό-λησή τους ήταν το χαρτοπαίγνιο και η αρχαιοκαπηλία. Εκεί στη φωλιά τους κόλλησε και ο Κοσμίδης έτσι που ναζισμός-φασισμός και αρχαιοκαπηλία να είναι ένα αδιάσπαστο δίδυμο που με διάφορους τρόπους φτάνει ως στις μέρες μας.
Μαξ Βρέντερ, λοιπόν, το νέο όνομα του Κοσμίδη, ο οποίος επιλέχτηκε ως ο καταλληλότερος κλέφτης για την Ελλάδα. Νέο όνομα, νέο διαβατήριο, υπήκοος πλέον γερμανός, νέο πρόσωπο με κομψή γενειάδα, όλα αυτά συνέθεταν τον τίτλο του αρχαιοκάπηλου με αποστολή τη ληστεία σε ένα Θεσσαλικό μοναστήρι.
Φτάνοντας στο μοναστήρι με την ιδιότητα του αρχαιολόγου-ερευνητή και με τα σχετικά έγγραφα που παρουσίασε στην Ηγουμένη Βαρβάρα ο Μαξ Βρέντερ, του δόθηκε η άδεια να εξερευνήσει το μοναστήρι.
Κατάφερε να κλέψει αυτό που ήθελε και αφού τους αποχαιρέτησε ευγε-νέστατα αναχώρησε από το μοναστήρι και βρέθηκε στο σταθμό του τρένου. Εκεί, πριν το τρένο ακόμα αναχωρήσει, τον περίμενε μια έκπληξη… Λίγες μέρες αργότερα ο φύλακας των φυλακών του ανακοίνωσε μια επίσκεψη. Η Ηγουμένη Βαρβάρα του μοναστηριού πήγε να τον δει: Στη σελίδα 494 διαβάζουμε:
«Σου αξίζει κάτι πιο πολύ απ’ τον ξαφνικό θάνατο˙ ο αργός θάνατος! Ή-μουνα στο μοναστήρι εκείνη την ημέρα και μάθε πως εγώ σε κατήγγειλα στην αστυνομία!»
Μετά την αποκάλυψη αυτή, χτύπησε με τη γροθιά του το χώρισμα και είπε απειλητικά με σφιγμένα δόντια ψιθυριστά:
«Κάποτε θα σε κάψω με το ράσο καλόγρια του σατανά».
Οι παραστατικές εικόνες που ξετυλίγονται μέσα από τις 512 σελίδες, είναι εικόνες ολοζώντανες, απαράμιλλου κάλλους και γοητείας που αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια το χτες με το σήμερα, τη διαφθορά της «σύγχρονης» κοινωνίας με όλα τα συμπαρομαρτούντα της που είναι ακόμα πιο δραματική και επικίνδυνη από τις παλιές εποχές. Ο συγγραφέας σε ένα πακέτο μωσαϊκών μηνυμάτων μάς τις φέρνει στο τώρα προς δίδαγμα.
Δε θα κουράσω περισσότερο με το βιβλίο «Μισή Αλήθεια» και την καταπληκτική σκαπάνη του συγγραφέα του. Οι αποκαλύψεις βρίσκονται στον επίλογο του βιβλίου, εκεί που η Ηγουμένη Βαρβάρα και ο Κοσμίδης συναντώνται, εκεί θα δει και ο ανα-γνώστης το ξετύλιγμα της «Μισής Αλήθειας».
Κλείνοντας, αφού σας ευχαριστήσω για την προσοχή σας, από τούτη τη θέση ε-πιθυμώ να συγχαρώ το συγγραφέα και τον εκδότη για την καλαίσθητη έκδοση και να τους ευχηθώ, καλοτάξιδο Τρίκαλα, Οκτώβριος 25 2014 pelasgos@fasoulas.de