"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

16.6 C
Trikala

Η Παναγιά της Μεγάλης Πόρτας

lafarm

Σχετικά άρθρα

Του Βασίλη Πανάγου/ εκπαιδευτικού, ερευνητή της τοπικής ιστορίας & συγγραφέα

Panagos Vasilis

 

 

 

 

 

 

Ο Αύγουστος των θερινών διακοπών και της ανεμελιάς μας αποχαιρετά. Μαζί του μας αφήνουν  τα μαγευτικά φεγγάρια και τα παραδοσιακά πανηγύρια. Τούτο τον μήνα  ζωντάνεψαν τα χωριά και τα μάτια των προσκυνητών στράφηκαν με ευλάβεια στις εκκλησιές της Παναγιάς.

Οι παραθεριστές επιστρέφουν ξανά στις πόλεις κι αφήνουν πίσω τους έρημη γη. Οι δροσερές βραδιές  προμηνύουν την έλευση του φθινοπώρου. Όσο για μας, αναπολούμε και νοσταλγούμε και μια  δόση μελαγχολίας μας διαπερνά.

Στην Πύλη και τα όμορφα χωριά του δήμου – όπως κάθε χρόνο – έτσι και φέτος, πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία πολλές δραστηριότητες.  Όμορφες καλοκαιρινές εκδηλώσεις με  άφθονο άρωμα πολιτισμού, που στη  μνήμη μας παραμένουν νωπές.

Ο κύκλος των θερινών γιορτών έκλεισε στις 22 – 23 Αυγούστου με τον λαμπρό εορτασμό της Κοίμησης της Θεοτόκου στον βυζαντινό ναό της Πόρτας Παναγιάς. Μετά τη θρησκευτική τελετή ακολούθησε το  πανηγύρι της,  που οι ρίζες του είναι βαθιές και χάνονται στο μακρινό παρελθόν. Κάποτε, η φήμη του ξεπερνούσε τα όρια της Θεσσαλίας, και ήταν ένα από τα πλέον  ονομαστά και αρχαιότερα. Το πανηγύρι, πραγματοποιούνταν στο ιστορικό χωριό της Μεγάλης Πόρτας (σημερινή Πόρτα Παναγιά). Μνημονεύεται για πρώτη φορά στο κατάστιχο της οθωμανικής απογραφής των ετών 1454-1455. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας, εξελίχτηκε σε μια από τις πλέον αξιόλογες εμποροοικονομικές δραστηριότητες,  στο σαντζάκι των  Τρικάλων.

Porta Panagia (1)

Πλήθος ανθρώπων και ζώων κατέκλυζε την  άνυδρη ποταμιά  του Πορταϊκού,  όπου γινόταν η φημισμένη  ζωαγορά του πανηγυριού. Στον περίβολο της εκκλησίας και στα σοκάκια του χωριού στήνονταν οι πρόχειρες παράγκες. Έμποροι και κάθε λογίς πραματευτάδες  άπλωναν τα προϊόντα τους πάνω σε ξύλινους πάγκους. Οι  χασάπηδες κρεμούσαν στα πλατάνια τα τσιγκέλια με τα σφαχτά. Κι όταν ο ήλιος έδυε, ξεκινούσε το γλέντι με τα ψητά  κρέατα και το ντόπιο κρασί. Το κέφι άναβε για τα καλά  από τους μεθυστικούς ήχους τού κλαρίνου, του μαντολίνου και του βιολιού.

Κάτω από τα δασιά πλατάνια της πλατείας και δίπλα από την πέτρινη βρύση του απάνω μαχαλά, οι πανηγυριστές πιασμένοι χέρι με χέρι σχημάτιζαν μεγάλους κύκλους.  Έσερναν ατέλειωτους χορούς με τη συνοδεία των τοπικών τραγουδιών. Ήταν μια ατμόσφαιρα ασφυχτικά γεμάτη από χρωματιστές εικόνες και ήχους του παλιού καιρού. Γιατί, έτσι ταίριαζε σ’ αυτό το πανηγύρι.  Τα ίχνη της παράδοσης να κρατιούνται ανεξίτηλα από τη φθορά του χρόνου. Στα τέλη του  1960 η πανηγύρι μεταφέρθηκε στην Πύλη. Έχει κι εκεί τη χάρη και την ομορφιά του κι ας ξεθωριάζει με τον καιρό η λάμψη του.

Ο βυζαντινός ναός της Πόρτας Παναγιάς πάντοτε πανηγύριζε με την πρέπουσα   λαμπρότητα.  Απ’ αυτή την εκκλησία αντλούσαν πίστη και κουράγιο οι  κάτοικοι της περιοχής στα ζοφερά χρόνια της τουρκοκρατίας. Η Παναγιά της Πόρτας, είναι ένα  μνημείο με βαρυσήμαντη ιστορική ταυτότητα κι αυτό το στοιχείο το καθιστά ξεχωριστό και μεγαλοπρεπές. Εύλογα λοιπόν  γεννάται το ερώτημα, ποια είναι τα γνωρίσματα που προσδίδουν σ’ αυτόν το ναό την ιδιαίτερη ιστορική του αξία;

Πρώτα απ’ όλα, η τοποθεσία στην οποία χτίστηκε αυτό το μνημείο.  Η θέση του βρίσκεται μπροστά από το επιβλητικό φαράγγι της Πόρτας. Τη φυσική είσοδο ενός  πανάρχαιου οδικού δικτύου που είχε στρατηγική σημασία  και  συνέδεε τη Θεσσαλία με την Ήπειρο. Αυτός ο δρόμος, καταγράφεται στον  χάρτη του οδικού δικτύου  της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας  (Πευτιγγεριανό Πίνακα) ως κυρία οδός κυκλοφορίας, συνδέοντας την αρχαία Νικόπολη με τη Λάρισα.  Στους ύστερους βυζαντινούς χρόνους  το πέρασμα της Πόρτας αναβαθμίζεται, καθώς ήταν η πλησιέστερη διάβαση  για τη μετακίνηση από τη Θεσσαλία στην Άρτα (τότε ήταν η πρωτεύουσα του δεσποτάτου της Ηπείρου).

Ο βυζαντινός ναός από αρχιτεκτονικής  άποψης, είναι ένα κομψοτέχνημα. Πρόκειται για μνημειώδες σύνολο αρχιτεκτονικής και εντοίχιας διακόσμησης διαφορετικών χρονολογικών φάσεων.  Είναι ένα χτίσμα, που φανερώνει  τη φροντίδα με την οποία το κατασκεύασαν οι δημιουργοί του. Αρχαιολογικές πηγές αναφέρουν πως θεμελιώθηκε πάνω στα ερείπια προγενέστερων ναών. Εκεί προϋπήρχε μια παλαιοχριστιανική βασιλική, η οποία χτίστηκε πάνω σε κρηπίδωμα αρχαίου ναού.  Έτσι, μπορούμε να συμπεράνουμε πως η  Πόρτα Παναγιά υπήρξε τόπος ιερός και λατρευτικός από αρχαιοτάτων χρόνων.

Το 1267, μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Β΄, το δεσποτάτο της Ηπείρου μοιράζεται  στα παιδιά του. Ο Νικηφόρος Α΄ Άγγελος Κομνηνός κράτησε το τμήμα της Ηπείρου και ο νόθος γιος του  Ιωάννης Α΄ Άγγελος Κομνηνός Δούκας, κληρονόμησε τη Θεσσαλία. Όταν ο  Ιωάννης πέρασε από τα Στενά των Πυλών,  αντίκρισε στην ακροποταμιά τα χτίσματα παλιότερης εκκλησίας ή μοναστηριού και σκόρπια απομεινάρια του αρχαίου ιερού. Οι βυζαντινοί αξιωματούχοι διακατέχονταν από τη συνήθεια να χτίζουν εκκλησιές και μοναστήρια.

Porta Panagia (3)

Έτσι και ο  σεβαστοκράτορας Ιωάννης, έχτισε το 1283, με έξοδα και συνδρομή του τον περικαλλή  ναό της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών,  που αποτέλεσε το καθολικό της ομώνυμης σταυροπηγιακής μονής. Προφανώς, επέλεξε να χτίσει τον ιερό ναό στη θέση εκείνη, επειδή ήταν ένα μέρος που συνδύαζε το επιβλητικό σε κάλος φυσικό περιβάλλον με την ιερότητα του χώρου (υπήρχαν αρχαιότεροι ναοί) και τη σημαντική οδική διάβαση. Εκείνη την περίοδο το πέρασμα της Πόρτας έσφυζε από ζωή,  λόγω της αξιόλογης δημογραφικής παρουσίας του βλαχόφωνου πληθυσμού που ήταν εγκατεστημένοι στους  ορεινούς κτηνοτροφικούς οικισμούς  της Πίνδου.

Επί των ημερών του Ιωάννη Α΄ Αγγέλου Κομνηνού, η Θεσσαλία διοικήθηκε ως ανεξάρτητο κρατίδιο και τα όρια της επεκτάθηκαν. Φρόντισε ο ίδιος να ενισχύσει το μοναστήρι των Μεγάλων Πυλών  με πολλά κτήματα και τεράστια περιουσία. Οι ιδιοκτησίες του  επικυρώθηκαν με αυτοκρατορικά χρυσόβουλα   (έτη 1283-1289, 1336). Τον 14ο αιώνα το μοναστήρι θα βρεθεί σε δυσχέρεια. Παρ’ όλα αυτά, θα καταφέρει να διατηρήσει μεγάλο μέρος της  κτηματικής του περιουσίας. Λίγο πριν από το 1393, το μοναστήρι «λόγω των χαλεπών καιρών» θα διαλυθεί. Οι μοναχοί θα καταφύγουν στο γειτονικό μοναστήρι του Δουσίκου το οποίο τους παρείχε μεγαλύτερη προστασία, λόγω της ασφαλούς θέσεως.  Το 1843, ο ναός της Πόρτας Παναγιάς γίνεται  μετόχι της μονής του Αγίου Βησσαρίωνος.

Η μονή των Μεγάλων Πυλών αφιερώθηκε στην «Ακαταμάχητο» Θεοτόκο. Η προσωνυμία Ακαταμάχητος έχει λόγια προέλευση και δηλώνει την ιδιότητα της Θεοτόκου ως ακατανίκητης και προστάτιδας του στρατού, των ιερών κειμηλίων της μονής και του θεσσαλικού μορφώματος.  Το μοναστήρι υπήρξε για τον Ιωάννη τόπος προσευχής και παράκλησης, στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Επικαλούνταν την Παναγιά  της Πόρτας για να τον βοηθήσει στους πολέμους που διεξήγαγε εναντίων των εχθρών του. Και ο Ιωάννης κατάφερνε πότε με την οδό της διπλωματίας και πότε με αυτή των όπλων, να διατηρεί υπό τον έλεγχό του τις περιοχές που εξουσίαζε.

Στο ναό της Πόρτας Παναγιάς η Μεγαλόχαρη Θεοτόκος κατέχει δεσπόζουσα θέση. Αυτό επιβεβαιώνεται κι από την αντίστροφη θέση των ψηφιδωτών εικόνων του Χριστού και της Παναγίας που κοσμούν το μαρμάρινο τέμπλο. Πρόκειται για παρέμβαση αντίθετη με την ορθόδοξη παράδοση και έγινε με σκοπό να τονιστεί το πρόσωπο της Θεοτόκου, στην οποία αφιερώθηκε ο ναός. Ο Ιωάννης τα τελευταία χρόνια της ζωής του γίνεται μοναχός στη μονή των Μεγάλων Πυλών. Ίσως, γιατί εκεί βρήκε την ψυχική γαλήνη που αναζητούσε και  προφανώς διατηρούσε με αυτό κάποια ιδιαίτερη σχέση. Πιθανόν, αυτό το μοναστήρι  να ήταν και το σπουδαιότερο  της Μεγάλης Βλαχίας. Το 1289 πεθαίνει και ενταφιάζεται στο καθολικό της μονής.

Η κτητορική τοιχογραφία  που βρίσκεται πάνω από τον τάφο του, παριστάνει έναν Άγγελο να κρατάει τον Ιωάννη από το χέρι και να τον οδηγεί προς τη Θεοτόκο. Πρόκειται για εικονογραφία η οποία αναπαριστά  τη μεγάλη ευλάβεια του κτήτορα προς την Παναγία. Όμως, αυτή έχει και την ιστορική της σημασία. Καθότι, διασώζεται μια προσωπογραφία της επιφανούς βυζαντινής οικογένειας των Αγγέλων Κομνηνών,  που εξουσίασε την Ήπειρο και τη Θεσσαλία για περισσότερο από έναν αιώνα.  Νεώτερες έρευνες από την Ιταλία, θέλουν την Πόρτα Παναγιά ως έναν από τους ιερούς τόπους απ’ όπου πέρασαν τα χτίσματα και τα ιερά κειμήλια από την οικία της Θεοτόκου που βρισκόταν στη Ναζαρέτ, για να καταλήξουν στο Λορέτο.

Εν κατακλείδι,  όπως προκύπτει από την έρευνα και τη μελέτη των πηγών, η   μονή των Μεγάλων Πυλών ανέπτυξε κεντρικό ρόλο στο αυτόνομο θεσσαλικό κρατίδιο, κατά την ταραχώδη περίοδο της διακυβέρνησής του από τον Ιωάννη Α΄ Άγγελο Κομνηνό Δούκα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης