«Όλα αυτά τα χρόνια γίναμε όντως Ευρωπαίοι. Εμείς βάλαμε την Ευρώπη κι εκείνοι τα… πέη».
Πάντα προσπαθώ να «αποκρυπτογραφήσω» φάτσες σε μια συναυλία – κυρίως την ώρα που καταφθάνουν με τις μπύρες τους και τα αστεία τους για να πιάσουν… στασίδι στο σωστό σημείο. Στην περίπτωση του Θανάση Παπακωνσταντίνου το πράγμα είναι απλό, γιατί κάθε εμφάνισή του μοιάζει πάντα με άτυπο ραντεβού. Έτσι και τώρα στο Γυάλινο. Γυάλινο μεταμορφωμένο – ήθελε δεν ήθελε- σε συναυλιακή αίθουσα (τα τραπέζια αποσύρθηκαν) για να ανοίξει ο χώρος στις παρέες, να δημιουργηθεί αμέσως κλίμα «Θανασικό», να ακούγεται καθαρή και δυνατή η αφοσίωση της πλατείας. Αφοσίωση και «μυστική» συνεννόηση μέσα από ένα υλικό που μόνο εύκολο δεν θα το έλεγες και που –τι περίεργο!- λες και αποκτάει όλο του το ειδικό βάρος, μόνο μέσα από την ακατέργαστη φωνή του. Ο ίδιος βέβαια μάλλον θα γέλαγε (με εκείνο το ωραίο αυτοσαρκαστικό του γελάκι) αν με άκουγε.
«Μέχρι τα 60 μου» θα μου πει αργότερα στο τηλέφωνο (γελώντας βέβαια). «Μέχρι να γίνω φαλακρός. Όπως οι οδοντόβουρτσες που έχουν μπλε στο μέσον κι όταν αυτό ξεθωριάσει, πρέπει να τις πετάξεις».
Εχει πλάκα όλο αυτό γιατί η συζήτησή μας ξεκίνησε από τις εμφανίσεις που έκανε -πρώτη φορά οργανωμένα- στο εξωτερικό.
Αμστερνταμ, Κολωνία, Ζυρίχη, Βαρκελώνη, Λονδίνο και Μόναχο. Θανάσης Παπακωνσταντίνου εν κινήσει. Με το μικρό ακουστικό σχήμα ή το «πλήρες» και πιο ηλεκτρικό (όπου συμμετέχει και η Ματούλα Ζαμάνη) ο Θανάσης έχει φέτος πιο ανοικτές από ποτέ τις πόρτες της… τραπεζαρίας του. «Πρόσκληση σε δείπνο Κυανίου» (ο τελευταίος δίσκος) και παρά το δηλητηριώδες του πράγματος, η χάρη του έφτασε και μέχρι το γνωστό «Paradiso» (Aμστερνταμ) όπου ξεχειμώνιαζε κάμποσα χρόνια ο Bob Marley η το ιστορικό Koko (Λονδίνο) όπου έκανε εμφανίσεις ο Τσάρλι Τσάπλιν.
Μιλάμε για την εμπειρία του αυτή και τον βομβαρδίζω με ερωτήσεις; Πώς ήταν το κοινό; Έλληνες οι περισσότεροι; Ξένοι; Kαι τι μηνύματα του έδωσαν σχετικά με αυτό που ζούμε τώρα στην Ελλάδα;
Να τα πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή… Καταρχήν το κοινό. Το κοινό είναι περίπου όπως κι εδώ. Οι πιο πολλοί Έλληνες (βέβαια), αν εξαιρέσουμε τη Βαρκελώνη όπου για ένα περίεργο λόγο έχει φτιαχτεί μια καλή μαγιά ακροατών. Στο Λονδίνο και στο Άμστερνταμ, ήταν οι πιο πετυχημένες συναυλίες με περίπου 1000 άτομα μέσα στην αίθουσα. Και υπήρχε ενθουσιασμός. Ας μην ξεχνάμε πόσοι Έλληνες ζουν πλέον εκτός Ελλάδας. Αλλά για να συνεννοηθούμε. Μην μας περάσει ποτέ από το μυαλό ότι στα 55 του οραματίζεται καριέρες στο εξωτερικό. «Στο τέλος δώσαμε τον τίτλο «Πού πας ρε Καραμήτρο» λέει γελώντας. Και συμπληρώνει: «Πήγαμε με το μεγάλο σχήμα, δεν κάναμε αρπαχτή, άρα το οικονομικό κίνητρο βγαίνει απ έξω. Όμως ήθελα να το κάνω. Σαν εμπειρία ήταν πολύ θετική. Ήθελα και γιατί πολλά απ’ τα τραγούδια μου μιλούν για ξενιτιά και η ροή προς τα έξω τα τελευταία χρόνια είναι μεγάλη. Και βρήκαμε πολύ συγκίνηση. Κάποιοι μάλιστα είχαν έρθει να μας δουν κι απ’ την Ελλαδα…
Λες ότι δεν σκέφτεσαι να κάνεις καριέρα στα 55 στο εξωτερικό και το καταλαβαίνω. Όμως δεν νιώθεις ότι η μουσική μας δεν «παίζει» εκτός συνόρων, σε μια εποχή που η τεχνολογία έχει καταργήσει, ουσιαστικά, τα σύνορα και δίνει τόσες ευκαιρίες;
H αλήθεια είναι ότι πραγματικά υπάρχει ένα φράγμα δυσεξήγητο. Πιθανόν να λείπουν οι άνθρωποι που οργανώνουν. Κι εγώ όμως, ήμουν πολύ διστακτικός στην αρχή.
Μηνύματα αρνητικά για όλα αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό εδώ στην Ελλαδα;
Προφανώς ήρθαν άνθρωποι που μας αγαπούν, οπότε… Σε κάποιες περιπτώσεις ναι.. Ας πούμε στην Ολλανδία, ο άνθρωπος που οργάνωσε τις εμφανίσεις μας εκεί, έχει ένα εστιατόριο και μας έλεγε ότι τελευταία υπάρχει μια μικρή αλλαγή στην πελατεία του. Ολλανδοί που δεν πηγαίνουν πια. «Ψήνεται» ο κόσμος όταν δεν ξέρει, είναι φυσικό…
Δικαίως ή αδίκως;
Τι να κάνουμε… Είμαστε έρμαια του φυσικού μας περιβάλλοντος. Όλος αυτός ο ήλιος, όλη αυτή η ομορφιά, μας κάνει λίγο πιο ατίθασους, πιο ασυνεπείς…
Όταν δεν υπάρχουν συναυλίες ή ένας δίσκος στα σκαριά, ασχολείσαι καθημερινά με τη μουσική;
Αδρανής δεν είμαι ποτέ. Κλείνομαι μέσα και δουλεύω. Με πιάνει μονομανία, λύσσα. Είναι μια φοβερά μοναχική διαδικασία, όπου προσπαθείς ουσιαστικά να ξορκίσεις τη μοναχικότητά σου. Και τον θάνατο. Η τέχνη αυτό καλείται να κάνει: πιο οικείο τον θάνατο – κι αυτό είναι μια βαθιά αισιόδοξη στάση…
Ο στίχος ή η μουσική έρχονται πρώτα;
Έχω πολύ υλικό όσον αφορά τη μουσική. Τα λόγια με δυσκολεύουν. Κι είναι εξηγήσιμο αυτό. Η μουσική είναι μια τεράστια θάλασσα που βγαίνει χωρίς λογική και αγγίζει τα πάντα… Ο λόγος όμως περνάει μέσα από μια λογική διαδικασία κι αν θέλεις να σταθείς αντάξιος σ’ αυτά που έχεις ήδη κάνει… Καμιά φορά φοβάμαι ότι ό,τι είχα να πω το είπα, γι’ αυτό καταφεύγω στους ποιητές, για να βρω ανοίγματα.
Δεν σου στέλνουν στίχους;
Mου στέλνουν. Όμως η στιχουργία στην Ελλάδα πάσχει από στερεότυπα. Γράφονται ωραίες φράσεις, υπάρχει ένας λυρισμός, αλλά συνολικά δεν υπάρχει καθαρότητα. Εμένα μου αρέσει η λιτότητα, η αυστηρότητα και η περιγραφή εικόνων που μπαίνουν στο μυαλό – όχι κατ’ ανάγκη κατανοητό νόημα, αλλά ξεκάθαρη εικόνα.
Σκέφτομαι πάντως ότι στο «Δείπνο κυανίου» το μόνο τραγούδι που -για μένα τουλάχιστον- έχει ξεκάθαρο πολιτικό/κοινωνικό μήνυμα είναι το «Ο Χομαγιούν και ο Βακάρ».
Δεν είναι επικαιρικός ο στίχος μου. Δεν το είπα ποτέ αυτό. Αλλά αν θες να σου πω τη γνώμη μου, το πιο πολιτικό τραγούδι στο «Δείπνο» είναι η «Ηλιόπετρα» που μιλάει για τον έρωτα. Ο έρωτας είναι η μεγαλύτερη μορφή αντίστασης, η πιο μεγάλη ανατροπή. Από μίζερος και «μικρός» ο άνθρωπος μπορεί να βγει στον ήλιο, να μπει ξανά στη ζωή… Ο έρωτας, τα όνειρα και η τρέλα είναι τα μόνα στοιχεία που μας έχει δώσει η φύση να δραπετεύουμε απ’ τα δεσμά μας. Οι μόνες μορφές αντίστασης απέναντι στο ρεαλισμό.
Και η τέχνη ίσως;
O σουρεαλισμός κυρίως. Και ο μαγικός ρεαλισμός. Είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία των Λατινοαμερικάνων και που με γοητεύει πάρα πολύ.
Σα να έχεις μια συγγένεια με αυτό…
Το ξέρω. Βγαίνει και στον στίχο μου. Ίσως γιατί νιώθω πιο κοντά στη φιλοσοφία των λαών αυτών…
Δηλαδή…
Ακόμα και ο μαρξισμός έχει πολλές αστοχίες. Μια απ’ αυτές είναι η επικράτηση του ανθρώπου πάνω στη φύση. Είμαι πιο κοντά στις φιλοσοφίες των λατινοαμερικάνων ή των Ινδιάνων…
Ας επιστρέψουμε στις εμφανίσεις σου και σε αυτά που θα κάνεις στο άμεσο μέλλον…
Έχουμε λίγες εμφανίσεις ακόμα στο Γυάλινο με το μεγάλο σχήμα κι ύστερα με το μικρό εκτός Αθήνας, όχι πολλές, όμως.
Κι έπειτα;
Σχολάει το πανηγύρι.
Τι εννοείς με αυτό;
Όχι δεν εννοώ τώρα ότι σχολάει, αλλά σε 2 ή 3 χρόνια θα σταματήσω.
Γιατί;
Πάντα ήμουν διστακτικός, κυρίως στην αρχή. Με τον καιρό κατάλαβα ότι δεν γινόταν αλλιώς, έπρεπε να υποστηρίξω τους δίσκους μου – κι απέναντι στην εταιρεία. Όχι βέβαια ότι δεν έχω πάρει τα «δώρα» μου από αυτή την ιστορία. Υπήρξαν φορές που έφτασα και στη μέθεξη. Αλλά δεν είμαι γι’ αυτό. Το ξέρω. Το βλέπω. Είναι άλλοι που τους βλέπεις στα παρασκήνια και σέρνονται, και μόλις βγουν στη σκηνή τα ξεχνάνε όλα… Εγώ διαρκώς αμφιβάλλω κι αυτή η αμφιβολία είναι ψυχοφθόρα, δεν μου αφήνει το σθένος να το παλέψω. Γι’ αυτό και πίνω και λίγο. Οπότε, καταλαβαίνεις, μην γίνω κι αλκοολικός.
Σχετικά με το ΣΥΡΙΖΑ, τι λες;
Συγκριτικά με αυτό που ζούσαμε μέχρι τώρα, πολύ καλύτερα. Απ την άλλη, αυτό που διαπιστώνω είναι ότι για να αποκτήσουμε λαϊκή κυριαρχία, πρέπει να φτιάξουμε πιο μικρές κοινωνίες. Όσο πιο μικρές τόσο πιο εύκολα πλησιάζει κανείς το περιβάλλον της άμεσης δημοκρατίας. Την κοινωνία της συμμετοχής. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον πιστεύω, κι αυτό δεν έχει σχέση με την Ευρώπη του ευρώ.
Πολύ ρομαντικά ακούγονται όλα αυτά…
Ρεαλιστής είναι αυτός που δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Πίσω απ’ τον ρεαλισμό κρύβεται ο φόβος… Πάντως αν μου έλεγες να διαλέξω ανάμεσα στην ασφάλεια και την ελευθερία, θα προτιμούσα την ελευθερία. Ανάμεσα στην ευμάρεια και την αξιοπρέπεια θα προτιμούσα την αξιοπρέπεια. Αρκετά με αυτό τον μύθο της Ευρώπης της αλληλεγγύης. Όταν με ρωτάνε, τελευταία για το θέμα λέω «όλα αυτά τα χρόνια γίναμε όντως Ευρωπαίοι. Εμείς βάλαμε την Ευρώπη κι εκείνοι τα… πέη».
Χάρη Ποντίδα
http://left.gr/