Αμέσως μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 το προσωπικό του μουσείου θέλησε να προφυλάξει τα σπάνια εκθέματα, φοβούμενο για την τύχη τους από πιθανούς βομβαρδισμούς. Επειδή ήταν δύσκολο να μεταφερθούν τα ογκώδη αγάλματα, αρχαιολόγοι, φύλακες, γλύπτες, εργατοτεχνίτες και συντηρητές σκέφτηκαν να ανοίξουν ορύγματα κάτω από τα δάπεδα του κτιρίου και τα έθαψαν εκεί με ασφάλεια έπειτα από επίμοχθη δουλειά έξι μηνών ● Ηρωική ήταν η προσπάθεια για την πλήρη προστασία των αρχαιοτήτων σε όλα τα μουσεία της χώρας, Δελφούς, Ολυμπία, Κρήτη, μας είπε η Μαρία Λαγογιάννη κατά την ξενάγηση στο πλαίσιο της δράσης «12 Οκτωβρίου 1944. Η Αθήνα ελεύθερη».
Ηταν αμέσως μετά την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1940, που η τύχη των αντικειμένων του μουσείου απασχόλησε το προσωπικό του και ξεκίνησαν οι εργασίες προφύλαξής τους. Δεν ήταν μόνο τα σακιά με άμμο που στήθηκαν στον εξωτερικό περίβολο του κτιρίου, αλλά απασχολούσε κυρίως η δυσκολία τού να μεταφερθούν με ασφάλεια τα μνημειώδη αγάλματα και τα χιλιάδες εκθέματα με τον περιορισμό των μέσων που επέβαλαν η εποχή και οι συνθήκες.
Λίγες μέρες αργότερα, τον Νοέμβριο, που το υπουργείο Παιδείας, αρμόδιο τότε για τον Πολιτισμό, έστειλε εγκύκλιο τεχνικών προδιαγραφών απόκρυψης αρχαιοτήτων σε όλα τα μουσεία για τους βομβαρδισμούς, κάνοντας λόγο για την επιλεγμένη προστασία των πιο πολύτιμων από τα έργα, στο Αρχαιολογικό όλοι οι εργαζόμενοι πήραν φωτιά.
Η απόφασή τους ήταν να περισώσουν όλα τα εκθέματα. Στόχος τους, να μην αφήσουν καμία αρχαιότητα στα χέρια του εισβολέα.
Η μεταφορά των αγαλμάτων ήταν επισφαλής και αδύνατη. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχαιολόγοι, φύλακες, γλύπτες, εργατοτεχνίτες και συντηρητές δούλεψαν νυχθημερόν στις πλέον αντίξοες συνθήκες.
Τι σκέφτηκαν; Να ανοίξουν ορύγματα κάτω από τα δάπεδα του ίδιου του μουσείου ώστε να τα θάψουν εκεί για ασφάλεια. Ετσι, το μουσείο μετατράπηκε σε εργοτάξιο.
«Βάλε φωτιά»
Κι αν το σύνθημα στο μέτωπο ήταν «Αέρα», στο μουσείο ήταν «βάλε φωτιά»: αυτές τις λέξεις χρησιμοποιούσε ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης ως παράγγελμα όταν τα γλυπτά ήταν έτοιμα για την επιστροφή τους στη γη. Για να ολοκληρωθεί η μετακίνηση των δεμένων θεών, που με την τροχαλία είχαν σηκώσει από το βάθρο τους, είχαν σύρει μέχρι το σκάμμα και απέμενε η κατάβασή τους, στις ίδιες αίθουσες στις οποίες προηγουμένως εκτίθεντο.
Μαθαίνουμε για όλα αυτά από τα γραπτά της σπουδαίας κυρίας της αρχαιολογίας, της Σέμνης Καρούζου, πολύτιμη μαρτυρία που επικαλούνται οι σημερινοί συνάδελφοί της. Η περιήγηση μας οδηγεί στα εμβληματικά γλυπτά, στους χώρους όπου έγινε η απόκρυψή τους από τον Νοέμβριο του 1940 ώς τον Απρίλιο του 1941 που μπήκαν οι Γερμανοί ναζί στην Αθήνα. Δίπλα τους εκτίθενται τα ψηφιοποιημένα φωτογραφικά ντοκουμέντα από το Αρχείο του μουσείου.
Οι εκθεσιακοί χώροι πριν από τον πόλεμο, οι εργασίες κατάχωσης των αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η προετοιμασία των γλυπτών.
Ο Κούρος του Σουνίου από το 600 π.Χ. δεμένος με σκοινιά χιαστί στο στήθος, να κρέμεται από την τροχαλία ανάμεσα στα ξύλινα στηρίγματα για την επιχείρηση κατάβασης, ο εμβληματικός γενειοφόρος θεός, Δίας ή Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, από τα μοναδικά χάλκινα της κλασικής περιόδου, ακουμπισμένος ανάσκελα, τυλιγμένος με πισσόχαρτα για προστασία από την υγρασία -κάπου εδώ ακούσαμε ότι κάτω από την Πατησίων κυλά το ποτάμι Κυκλοβόρος-, ένας μεγάλος λάκκος με πολλά σημαντικά γλυπτά στο εσωτερικό του, αγάλματα που στέκονται και είναι φανερό ότι δεν αποτελούν πια εκθέματα, έτσι αμήχανα παρατεταγμένα όπως αποτυπώνονται στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε αναμονή, σαν «άνθρωποι σε διαδήλωση ή στα κρατητήρια», σύμφωνα με τη μαρτυρία του ακαδημαϊκού Σπύρου Ιακωβίδη, πρωτοετούς φοιτητή το 1940, που συμμετείχε στις εργώδεις εργασίες απόκρυψης.
Συλλογική δουλειά και ευθύνη
Το ιδανικό καταφύγιο
Τεράστιοι λάκκοι, ξύλινα δοκάρια για την υποστήριξη των τοιχωμάτων και τη διευκόλυνση της μεταφοράς των βαριών γλυπτών, τροχαλίες, σκοινιά και γύψοι για την εξωτερική προστασία περίτεχνων γλυπτών, όπως το σύμπλεγμα της Αφροδίτης, του Πάνα και του Ερωτα από τη Δήλο, εργαλεία, πισσόχαρτα και κιβώτια, τσουβάλια άμμου, κουβάδες χώμα, σκόνη. Δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι βρίσκεσαι στους ίδιους χώρους.
Η δουλειά σε βάρδιες δεν σταμάτησε λεπτό. Αρωγός, η γνώση ότι κάτω από τα δάπεδα υπήρχαν επιχώσεις τις οποίες έσκαψαν δημιουργώντας ιδανικά καταφύγια για τους θησαυρούς. Τα αρχαία ελληνικά γλυπτά, αφιερωμένα σε ιερά ή ανεγερμένα σε τάφους επιφανών πολιτών της εποχής τους, πειστήρια για την ύπαρξη πολιτισμού για χιλιετίες σε τούτον τον τόπο, επέστρεψαν έτσι στο χώμα.
«Εκεί όπου ανήκουν»: αυτή ήταν και η απάντηση στο ερώτημα των Γερμανών «πού βρίσκονται τα αρχαία». Είχαν περάσει μόλις δύο μήνες από τον Απρίλιο του ‘41 και την κατάληψη της πρωτεύουσας από τα ναζιστικά στρατεύματα, όταν, τον Ιούνιο, ο προϊστάμενος της υπηρεσίας προστασίας μνημείων τέχνης των στρατευμάτων κατοχής Χανς Ούλρικε φον Σόνεμπεργκ επισκέφτηκε το μουσείο, με μια λίστα 103 γλυπτών, ζητώντας την παράδοσή τους.
Το βρήκε άδειο. Ή μάλλον όχι και τελείως άδειο, γιατί το πάτωμα καλύφθηκε όπως όπως και το μουσείο άλλαξε χρήση, φιλοξενώντας διάφορες κρατικές υπηρεσίες που μετακόμισαν εκεί μετά την επίταξη διαφόρων κτιρίων: έτσι στέγασε το ταχυδρομείο, την υπηρεσία πρόνοιας στην αίθουσα των αγγείων στον πρώτο όροφο, μία αίθουσα είχε δοθεί στην κρατική ορχήστρα για τις πρόβες της, σε άλλη βρήκε στέγη το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, κάποιοι χώροι καλύφθηκαν από έργα της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ στο ισόγειο λειτούργησαν για κάποιο διάστημα τα συσσίτια της Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, με τα ταβάνια να είναι ακόμη μαυρισμένα από τα καζάνια.
Πολύτιμα μικροαντικείμενα
Ομως η 6μηνη επιχείρηση διάσωσης δεν αφορούσε μόνο τα βαρύτιμα γλυπτά. Τα πολύτιμα μικροαντικείμενα μαζεύτηκαν σε κιβώτια, τα κοσμήματα πήγαν στο θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος, συντάχθηκαν πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής και έγινε συστηματική εργασία καταγραφής από τα σωστικά συνεργεία.
35 κιβώτια ετάφησαν στο σπήλαιο Εννεάκρουνου και 22 βρήκαν καταφύγιο στη φυλακή του Σωκράτη. Πολλά πήλινα μικροαντικείμενα, ειδώλια και αγγεία διαφόρων διαστάσεων εγκιβωτίστηκαν και καλύφθηκαν με άμμο 5-6 μέτρων και ετάφησαν στα υπόγεια της οδού Τοσίτσα.
Μπορεί οι προφυλάξεις για τους βομβαρδισμούς να λειτούργησαν αποτρεπτικά και για τη σύληση του μουσείου, ωστόσο ήταν μετά την Απελευθέρωση που κινδύνεψε σοβαρά. Καθώς στον Εμφύλιο είχε μετατραπεί σε αρχηγείο των ανταρτών, δέχτηκε «συμμαχικές» οβίδες από τις βρετανικές δυνάμεις που μαζί με τις στρατιωτικές δυνάμεις τής τότε κυβέρνησης είχαν πολυβολείο στον Λυκαβηττό.
Οβίδες και θραύσματά τους βρέθηκαν στις εσωτερικές αυλές του μουσείου, ίχνη τους στους τοίχους, ενώ μια οβίδα γκρέμισε και την οροφή του.
Οι περιπέτειες δεν τελείωσαν ούτε με την εσπευσμένη επαναλειτουργία του το 1947, καθώς στη συνέχεια προοριζόταν για… δικαστικό μέγαρο, κάτι που απεφεύχθη ύστερα από μεγάλο αγώνα.
Η αποκατάσταση των εκθεμάτων αρχίζει μεσούντος του Εμφυλίου το 1946: οι εργασίες ήταν πάλι πυρετώδεις για να ξεθαφτούν από τους λάκκους όπου ήταν φυλαγμένα, να απομακρυνθεί το χωμάτινο κέλυφός τους και να είναι έτοιμα να εκτεθούν. Τακτοποίηση που αποδείχτηκε εξίσου δύσκολη, αφού πολλές καρτέλες είχαν χάσει το μελάνι τους, τα χαλκά είχαν ενεργή οξείδωση, είχαν χαθεί αριθμοί και δεν ήταν εύκολη η ταυτοποίησή τους.
Η περιγραφή του Γ. Σεφέρη
Στο ημερολόγιό του, στις μέρες για το 1946, ο Γιώργος Σεφέρης περιγράφει την επίσκεψή του το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στις 4 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια των εργασιών.
Το πώς τα ξεθάβουν, άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά, το πώς «σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες το δάπεδο. Θα μπορούσε να είναι ένας όποιος τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης φαίνονται από τη μέση και πάνω γυμνά φυτεμένα στην τύχη. Το μπράτσο κάποιου υπερφυσικού θεού, μια γυμνή γυναίκα που μου γυρίζει την πλάτη ήταν καπελωμένη με ένα γκρίζο καλάθι εργάτη που άφηνε να φαίνονται μόνο τα γελαστά της καπούλια. Ηταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων. Μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά. Αλλού αγάλματα ξαπλωμένα, ανάγλυφα στημένα ανάποδα (…) ο μπρούτζινος Δίας ξαπλωμένος πάνω σε μια κασέλα σαν ένας κοινός κουρασμένος εργάτης…».
Η κ. Χιδίρογλου μας διαβάζει το σχετικό απόσπασμα, που ταυτόχρονα καταγράφει τη συγκίνηση των εργαζομένων που κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες για τη σωτηρία και αποκάλυψη των εύθραυστων αρχαιοτήτων, μπροστά στη φωτογραφία της απόκρυψης ενός τεράστιου αγγείου γεωμετρικής περιόδου με το τότε προσωπικό του μουσείου.
«Πολλοί εργαζόμενοι απουσιάζουν στις εργασίες αποκατάστασης, μάλλον δεν επέζησαν…», μας πληροφορεί συγκινημένη, μνημονεύοντας μερικά ονόματα εργατοτεχνιτών.
Ο κ. Πασχαλίδης τονίζει τη δυσκολία του εγχειρήματος, πως όλα γίνονταν με κρατημένη την ανάσα καθώς οποιοσδήποτε κραδασμός μπορεί να ανοίξει ρωγμή, να αποκολλήσει κάτι ή να δημιουργήσει «σωματικές βλάβες» στις αρχαιότητες – και αυτό ήταν το μέλημα των ανθρώπων στην απόκρυψη, γιατί ήξεραν ότι αν βιαστούν ή αν κάνουν λάθος, οι πράξεις τους θα είχαν συνέπειες πάνω στα ίδια τα εκθέματα που «σωματοποιούν τις βλάβες», είναι τόσο εύθραυστα και είναι πολύ εύκολο να ανοίξουν στις συγκολλήσεις. Και είναι άθλος ότι δεν έχουν διαπιστωθεί βλάβες από εκείνη την εποχή.
«Για αυτά πολεμήσαμε»
Η ηρωική προσπάθεια για την πλήρη προστασία όλων των αρχαιοτήτων αφορούσε όλα τα μουσεία της χώρας σε Δελφούς, Ολυμπία, Κρήτη, μας λέει η κ. Λαγογιάννη, αναφερόμενη στην άρνηση συνεργασίας τού τότε επικεφαλής του μουσείου στην Κρήτη, που βρισκόταν υπό την απειλή όπλου, «με το πιστόλι στον κρόταφο».
Και κάπως έτσι παρέμειναν αλώβητες οι αρχαιότητες, ο πλούτος και η κληρονομιά του λαού μας, που σε κάθε φάση της Ιστορίας έδινε αξία σε αυτήν: από τη φράση του οπλαρχηγού στον ξεσηκωμό του 1821 «για αυτά πολεμήσαμε», μέχρι τον πολιτικό που πίεζε να γίνει η επανέκθεση των αποκατεστημένων θησαυρών μετά την απελευθέρωση, γιατί «τα παιδιά μας μεγάλωσαν χωρίς μουσεία».
Αυτά τα αγάλματα, καθώς μάλιστα ήταν καμωμένα για μνημεία σε υπαίθριους χώρους, έχουν δει πολλά. Στους πολέμους και τους θρησκευτικούς διωγμούς οι άνθρωποι από την αρχαιότητα έκαναν το ίδιο: τα επέστρεφαν στη μήτρα, τα έκρυβαν στη γη, και ο αρχαιολόγος κάνει μνεία στην τρυφερότητα ακόμη και αυτής της πράξης, στον τρόπο θαψίματος, όταν απλά τα πλάγιαζαν και τα έβαζαν αντικριστά, «τα βάζανε αγκαλιά να κοιμούνται», για να τα φυλάξουν για τις επόμενες γενιές, χωρίς ποτέ να γνωρίζουν αν θα ζήσουν οι ίδιοι για να τα ξεθάψουν και να τα ξαναδούν.
Τι μένει από αυτή την εποποιία; Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι σήμερα υπάρχουν 11.000 εκθέματα και πάνω από 200.000 αντικείμενα βρίσκονται στις αποθήκες του.
Για την κ. Λαγογιάννη, το ότι «στις κρίσιμες στιγμές ο πολιτισμός, η κοινή μας κληρονομιά που όλους μάς ενώνει, μας δίνει κουράγιο και επιστρέφουμε σε αυτόν σε καιρούς κρίσης, γυρίζουμε στις ρίζες μας», λέει στην «Εφ.Συν.», τεκμηριώνοντας την άποψή της καθώς οι 300.000 επισκέπτες του 2013 πέντε χρόνια μετά είχαν σχεδόν διπλασιαστεί.
Για την κ. Χιδίρογλου το ότι πρόκειται για την εποποιία μιας συλλογικής δουλειάς και ευθύνης που έφερε εις πέρας με αυταπάρνηση σύσσωμο το προσωπικό του μουσείου, που αποδεκατίστηκε με τον λιμό και τις κακουχίες της Κατοχής, «είναι θέμα ανθρώπων, ομάδας και ομοψυχίας, με το «βάλε φωτιά» σίγουρα παίρνανε φωτιά και οι ίδιοι».
Για τον κ. Πασχαλίδη είναι βέβαιο ότι την κρίσιμη στιγμή υπάρχει η ετοιμότητα να επαναληφθεί το ίδιο αν χρειαστεί, ωστόσο «αυτή η ιστορία δεν συνέβη για να την αφηγούμαστε, αλλά για να προσέξουμε εκείνα που δεν πρέπει να επαναληφθούν».
Πηγή: Ιωάννα Σωτήρχου – efsyn.gr