"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

22.8 C
Trikala

Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Ο Βίρβος πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα»

lafarm

Σχετικά άρθρα

Στις 29 Μαρτίου 1926 γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας ο σπουδαίος λαϊκός ποιητής και στιχουργός Κώστας Βίρβος. Έφυγε από τη ζωή στις 6 Αυγούστου 2015, σε ηλικία 89 ετών. 

Θανάσης Γιώγλου


Με αυτή την αφορμή θέλησα σήμερα να επαναφέρω ένα ξεχωριστό κείμενο ενός άλλου εξίσου σπουδαίου ομοτέχνου του, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που δημοσιεύθηκε στο ένθετο φυλλάδιο μιας κασετίνας με επτά δίσκους με τραγούδια του Κώστα Βίρβου, που κυκλοφόρησε από την Columbia στα τέλη του 1988. Ο τίτλος της συλλογής ήταν «Κώστας Βίρβος – 40 χρόνια λαϊκό τραγούδι».

virvos cover

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για τον Κώστα Βίρβο

Αισθάνομαι τιμή, αλλά και βαριά ευθύνη, γράφω αυτό το κείμενο για τον Κώστα Βίρβο. Γιατί ο Βίρβος, είναι οριακή περίπτωση στο λαϊκό τραγούδι του τόπου μας. Και ειλικρινά δεν ξέρω, πόσο σημαντικοί θα ήταν πολλοί λαϊκοί συνθέτες, χωρίς το στιβαρό στίχο του Βίρβου στα τραγούδια τους.

Ο Βίρβος είναι ο πιο ανήσυχος στιχουργός -λαϊκός ποιητής, αν θέλετε- της γενιάς του. Το έργο του δεν περιορίζεται στον έρωτα, στην μάνα, στην κοινωνική -χωρίς εξήγηση- αδικία, που συγκροτούν τη θεματολογία του λαϊκού τραγουδιού, κατά κανόνα, ίσαμε το τέλος της δεκαετίας του ’50. Προχωράει παραπέρα. Και είναι πιο βαθιά. Το τραγούδι του είναι πολιτικό.

Πραγματικά, αν εξετάσουμε με προσοχή τα τραγούδια των συνομηλίκων του και κυρίως της Παπαγιαννοπούλου, του Βασιλειάδη και του Κολοκοτρώνη, θα δούμε ότι το έργο του Βίρβου, διαφέρει πολύ και ουσιαστικά. Η Παπαγιαννοπούλου, γράφει εξαίρετα ερωτικά τραγούδια, αλλά μόνο ερωτικά τραγούδια. Τα «κοινωνικά» τραγούδια της, δεν έχουν σαφήνεια, δεν καταγγέλλουν, δεν κάνουν συγκεκριμένες και αναφορές, σε καταστάσεις και προβλήματα. Ο Κολοκοτρώνης, με σπουδαία τραγούδια, επίσης αρκείται, αόριστα, στην καταγγελία μιας κοινωνίας «κακούργας» ή «άπονης» ή «σκληρής» (οι χαρακτηρισμοί δεν είναι υποχρεωτικά δικοί του). Τέλος, ο Βασιλειάδης, με αξιοπρόσεκτα τραγούδια -πλήθος- είναι περισσότερο «ελαφρός», κανταδόρος, ονειροπόλος, απ’ οτιδήποτε άλλο.

Ο Βίρβος πιάνει τον ταύρο από τα κέρατα. Βλέπει τι γίνεται γύρω του κι αυτό καταγράφει, ερμηνεύοντάς το συγχρόνως. Δεν παρελθοντολογεί. Δεν ονειρεύεται περισσότερο από όσο πρέπει. Δεν είναι ήρεμος. Με το που μπαίνει στο τραγούδι, στην καρδιά του εμφυλίου (1948), το πρώτο θέμα που τον βασανίζει, είναι αυτός ο αδελφοκτόνος πόλεμος. Γι’ αυτό και το πρώτο τραγούδι του «Ο φαντάρος». Έτσι ανήσυχος, έτσι άγρυπνος, θα μείνει ο Βίρβος, σε όλη την πορεία του. Η αιμορραγία της μετανάστευσης, δεν θα περάσει δίπλα του, χωρίς να τον αγγίξει. Θα τον συγκλονίσει! Η κατοχή, η αντίσταση, δεν θα μείνουν έξω από τον κόσμο της έμπνευσής του. Κι όταν το επιτρέψουν οι πολιτικές συνθήκες θα εκδώσει την «Καταχνιά». Το δράμα των πολιτικών προσφύγων, δεν θα τον αφήσει ασυγκίνητο. Η γραφειοκρατία -βαθιά πληγή αυτής της χώρας- που την ζει έντονα σαν δημόσιος υπάλληλος, θα του βάλει φωτιά, για να γράψει και γι’ αυτή. Και στα χρόνια που θα κυριαρχήσει το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι, όπως το λένε, ο Βίρβος θα βρεθεί και πάλι στην πρώτη γραμμή, πλάι στους ποιητές της εποχής.

Αν επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε, γιατί και πως ο Βίρβος δεν στέκεται στο ανώδυνο ερωτικό τραγούδι, αλλά προσπαθεί, συνεχώς, να σπάει την κρούστα των πραγμάτων και να προχωρεί στο βάθος τους, δεν θα δυσκολευτούμε να βρούμε απαντήσεις: ο Βίρβος, είναι πολιτικοποιημένο άτομο. Και ξέρει γράμματα. Διαβάζει, σκέφτεται, αναλύει, συμπεραίνει.

Με τον ερχομό του στην Αθήνα, από τα Τρίκαλα (γεν.1926), το 1943, μπαίνει στην Πάντειο και την τελειώνει. Ταυτόχρονα, εντάσσεται στην ΕΠΟΝ και συλλαμβάνεται. Και φυλακίζεται. Και φεύγει, κατόπιν, στο βουνό για να επιστρέψει στην πρωτεύουσα μετά την απελευθέρωση. Παιδί μιας οικογένειας εύπορης, ο Βίρβος έχει τη δυνατότητα να διαβάζει βιβλία, να ακούει μουσική, να ταξιδεύει, τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του, που ζει στην Θεσσαλία. Όλο αυτό το υλικό, όλος αυτός ο κόσμος των εμπειριών και των βιωμάτων, αποθηκεύεται μέσα του. Κι όταν έρχεται η ώρα, τινάζεται σαν πίδακας από την ψυχή του («Θεσσαλικός κύκλος»), ενώ δίνει σε όλο το έργο του, μία ζωντάνια, μια παραστατικότητα, μία ένταση.

Ο Βίρβος, είναι μάστορας του στίχου. Πολλοί, βρίσκουν σε κάποιους στίχους του, μία αφέλεια και μια συνθηματολογία. Δεν θα συμφωνήσω μαζί τους. Όταν ο Βίρβος ριμάρει το «πανόραμα» με το «όραμα» γνωρίζει τον κίνδυνο που ενεδρεύει. Το ίδιο και όταν γράφει «προχωρείτε πάντα εμπρός» κλπ.

Αδιαφορεί, όμως γι’ αυτό τον κίνδυνο. Το ενδιαφέρον του, επικεντρώνεται στην αίσθηση, που θα δημιουργηθεί. Σαν αποτέλεσμα, που θα φέρει. Κι αυτό, είναι «χρυσός κανόνας» για το λαϊκό τραγούδι, που προορισμό του έχει να απομνημονευθεί και να τραγουδηθεί από τις μάζες. Αξιοσημείωτο, επίσης, στοιχείο, που για μένα πρέπει να υπογραμμισθεί ιδιαίτερα, είναι το χιούμορ, που αναβλύζει μέσα από πολλά τραγούδια του. Θυμίζω πρόχειρα, το «Θα κάνω ντου βρε πονηρή», το «Ψύλλοι στ’ αυτιά μου», το «Μάμμυ μπλου», το «Παζάρι», τον «Πανοραματζή» κ.λπ., που είναι πράγματι απολαυστικά.

Ο Βίρβος έχει ισχυρή προσωπικότητα. Δεν κολλάει δίπλα σε ένα συνθέτη, για να συμπορευθεί και να επιζήσει. Από την πρώτη στιγμή, που εμφανίζεται στο χώρο, διεκδικεί τα δικαιώματά του. Και πρωτίστως, το δικαίωμα να έχει τη δική του φωνή. Στην ετικέτα του μικρού δίσκου και στο εξώφυλλο του LP. Και δεν είναι καθόλου εύκολη αυτή η υπόθεση, στη δεκαετία του ’50 και πιο πριν. Κι απείρως πιο δύσκολο είναι κάτι άλλο, που επιτυγχάνει ο Βίρβος: να παίρνει παραπανίσια δικαιώματα από τις φωνογραφικές εταιρείες! Σε μία εποχή, ξαναλέω, που ο στιχουργός, όχι μόνο τα συμβατικά δικαιώματά του δεν έπαιρνε, αλλά και το όνομά του, πολύ συχνά, δεν έβλεπε στο έργο του!

Να προσθέσω, σ’ αυτό το σημείο και κάτι ακόμη: Ο Βίρβος είναι ο πρώτος που συνειδητοποιεί – μαζί με τον Κολοκοτρώνη και τον Δερβενιώτη – την ανάγκη του συνδικαλισμού στο τραγούδι.

Γι’ αυτό και είναι ιδρυτικό μέλος της πρώτης «Ένωσης» συνθετών και στιχουργών του λαϊκού τραγουδιού, όπως και της ΕΜΣΕ, αλλά και της ΕΔΕΤ, αργότερα.

Το Μάρτη του 1987, σε μία εκδήλωση προς τιμήν του Βίρβου στο θέατρο «Εντοπία», μου δόθηκε η ευκαιρία να πω και άλλα πράγματα, για τον δημιουργό και το έργο του.* Κρίνω σκόπιμο, να παραθέσω κάποιες περικοπές από αυτή την ομιλία, σε αυτό το κείμενο, σαν επίλογο:

virvos papadopoulos

«Αισθάνομαι συγκινημένος, που μιλάω σήμερα για τον Κώστα Βίρβο. Αισθάνομαι όμως, συγχρόνως και κάπως περίεργα. Γιατί αυτή την εκδήλωση, δεν την οργάνωσε κάποιος φορέας, που έχει σχέση με τον πολιτισμό. Την οργάνωσαν τρεις δισκογραφικές εταιρείες. Που δεν έχουν, βέβαια, σαν κύρια αποστολή τους, την υπόθεση της κουλτούρας.

Είναι η μοίρα του τραγουδιού στην Ελλάδα. Ενώ, εξέφραζε και εκφράζει, με αμεσότητα, ειλικρίνεια και ενάργεια τον ελληνικό λαό, ενώ συμπορεύεται με τον ελληνικό λαό και τον παρηγορεί και τον εμπνέει και τον κάνει να χαίρεται και τον λυτρώνει, θεωρείται, από αυτούς που αποτελούν την ηγέτιδα τάξη αυτής της χώρας, από τους ανθρώπους του πνεύματος, δηλαδή, σαν ένα ξέφτι, σαν ένα απολειφάδι της Τέχνης!

Προ ημερών, διάβαζα ένα σημείωμα, όλο χολή και χλεύη, σε καθημερινή εφημερίδα, για τα εγκαίνια της έκθεσης Τσιτσάνη από τον πρωθυπουργό. Ο συντάκτης του σημειώματος μιλούσε για κακομοιριά, για αθλιότητα, για μοιρολατρία, για ναρκωτικά και για περιθώριο. Και αράδιαζε το ‘να πίσω από το άλλο, τα ονόματα του Βαμβακάρη, του Μπαγιαντέρα, του Χατζηχρήστου, του Καλδάρα και του Τσιτσάνη! Στον τόπο αυτό, φίλες και φίλοι, αν γράψει κάποιος ένα βιβλίο με δέκα στίχους και τα τυπώσει με έξοδά του, για να τα διαβάζει ο ίδιος, είναι ποιητής. Το Υπουργείο Πολιτισμού, θα του αγοράσει αντίτυπα από το έργο του, για να τον ενισχύσει. Ο φιλολογικός σύλλογος τάδε, θα οργανώσει βραδιές, για να τον τιμήσει. Και κάποια ώρα, η πολιτεία θα του απονείμει και σύνταξη, για τις σημαντικές υπηρεσίες που πρόσφερε στην ελληνική λογοτεχνία.

Στον τόπο αυτό, ο οποιοσδήποτε πάρει στο χέρι του ένα πινέλο κι αρχίσει να ζωγραφίζει, είναι καλλιτέχνης, ζωγράφος, προσωπικότητα! Όποιος γράψει ένα μονόπρακτο κι αρχίσει να χτυπάει πόρτες, για να το ανεβάσει σε κάποια ερασιτεχνική σκηνή, είναι θεατρικός συγγραφέας, είναι κάποιος! Όποιος φτιάξει μία τρίλεπτη ταινία, για να την πάει στην Θεσσαλονίκη, είναι σκηνοθέτης, έχει όραμα, έχει στόχους, έχει κινηματογραφική γλώσσα, έχει προβληματιστεί!

Ο Κώστας Βίρβος, όμως, που με το τραγούδι του μεγάλωσε τέσσερις γενεές Ελλήνων, δεν είναι τίποτα! Είναι ένας λαϊκός στιχουργός, Δεν θα δει ποτέ, όπως ο Μπράσενς στην Γαλλία, τα κείμενά του, σε μία έκδοση για την λογοτεχνία. Δεν θα περάσουν τα τραγούδια του, όπως στις ανατολικές χώρες, στα αναγνωστικά του σχολείου. Δεν θα γραφτεί ποτέ, από ένα πρόσωπο κύρους, μία κριτική για το έργο του και για όσα έκανε εις την τέχνην.

Θα πρέπει να περάσει απαραίτητα και μόνο, μέσα από το κανάλι της δισκογραφικής εταιρείας. Που ενώ είναι μία επιχείρηση, εν τούτοις, λειτουργεί σε αυτή την περίπτωση, σαν το μοναδικό εργαστήρι της τέχνης του τραγουδιού.

Ξεμάκρυνα, όμως, με αυτό τον πρόλογο, που υπογραμμίζει τα παράλογα που συμβαίνουν σ’ αυτή τη χώρα. Καιρός να σταθώ στον Κώστα Βίρβο, που κατά τη γνώμη μου είναι, ο σημαντικότερος λαϊκός στιχουργός, όλων των εποχών. Ο Βίρβος, συμπατριώτης του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, μπήκε από νωρίς στο στίβο. Και δεν μπήκε για να κερδίσει χρήματα ή να αποκτήσει δόξα. Ανάγκη χρημάτων, δεν είχε ιδιαίτερη. Και η δόξα, ήταν άγνωστη για τους στιχουργούς της εποχής, τα ονόματα των οποίων ούτε και γράφονται στις ετικέτες των δίσκων. Ο Βίρβος, μπήκε στο τραγούδι, από περίσσευμα καρδιάς. Από μεράκι. Και διέπρεψε. Δημοκράτης, αγωνιστής, με μία γλωσσική αρματωσιά, με άγρυπνο βλέμμα για τα συμβαίνοντα, ευαίσθητος τόσο, ώστε να συλλαμβάνει τους υπόγειους κραδασμούς που θα άνοιγαν το ρήγμα του μέλλοντος, έγραψε τραγούδια, που ήταν το καθημερινό ψωμί του λαού. Τραγούδια τρυφερά για τον έρωτα, τραγούδια πικρά, για την μετανάστευση, τραγούδια ελπίδας, για τους ξεριζωμένους, τραγούδια ερημιάς, για τον μοναχικό άνθρωπο του καιρού μας, τραγούδια πάλης, για τον αδικημένο, τραγούδια που μύριζαν ανθρώπινο χνώτο. Ο λαός δεν ξεγελιέται. Ξέρει να κρίνει. Ξέρει να διαλέγει. Ξέρει να αγαπά. Και τον Βίρβο τον ξεχώρισε. Τον αγάπησε. Και του έδωσε το κουράγιο, να γράφει και να δίνει, επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, αμάραντα, μέσα στο χρόνο, τραγούδια.

Θεωρώ ότι το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, ανάμεσα στους δέκα, δεκαπέντε, πρωτομάστορές του, ίσο προς ίσους, έχει και τον Βίρβο. Γιατί ο Βίρβος, με τον αδρό και απέριττο στίχο του, στήριξε εκατοντάδες τραγουδιών, που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο χώρο. Και δημιούργησαν παράδοση. Είπα στην αρχή, ότι είμαι συγκινημένος. Θέλω να προσθέσω, ότι είμαι και περήφανος. Γιατί αυτή η εκδήλωση, για να τιμηθεί ένας μεγάλος δημιουργός, ξεκίνησε από πρωτοβουλία μου.

Πρωτοβουλία, που ελπίζω, δεν θα μείνει έτσι. Θα ‘χει και συνέχεια. Για να τιμηθούν, έστω από μας και μόνο από μας, όλοι εκείνοι που, όπως ο Βίρβος, έχουν ανεκτίμητη προσφορά στο τραγούδι του ελληνικού λαού. Κι είναι αρκετοί. Και μέσα σ’ αυτή την αίθουσα.

Θέλω να ευχαριστήσω τελειώνοντας, τις εταιρείες Κολούμπια, Λύρα και Μίνως, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Γιώργο Νταλάρα και τον Χρήστο Νικολόπουλο, που με χαρά θέλησαν να οργανώσουν από κοινού και να μετάσχουν σ ’αυτή την εκδήλωση. Και είναι πολύ σωστό, αυτό το «από κοινού».

Γιατί ο Βίρβος, το έργο του Βίρβου, δεν ανήκει σε εταιρείες και σήματα. Ανήκει στον ελληνικό λαό. Που αυτός τον γέννησε. Και θα το γεννάει, συνεχώς. Γιατί, ο Κώστας Βίρβος δεν τελείωσε. Υπάρχει. Και δημιουργεί. Με την ορμή ενός έφηβου και την σοφία ενός ανθρώπου, που πολλά είδε, πολλά γνώρισε, πολύ αγάπησε και πολλά πλάγχθη, όπως λέει και ο Όμηρος.

Αθήνα, Νοέμβρης 1988
Λευτέρης Παπαδόπουλος

* Στο video μπορείτε να παρακολουθήσετε κάποια αποσπάσματα από τη συγκεκριμένη εκδήλωση, όπως μεταδόθηκαν στην εκπομπή της Δήμητρας Γκουντούνα «Κυριακάτικα» στην ΕΡΤ.

ogdoo.gr

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης