«…Ομάδα αστυνομικών κλοτσάει και χτυπάει έναν νέο ακινητοποιημένο. Διαμαρτύρεσαι, φωνάζεις: γιατί τον χτυπάτε; Σε σπρώχνουν, σε διώχνουν, επιμένεις: Γιατί τον χτυπάτε; Σε ξανασπρώχνουν, δείχνεις την επαγγελματική σου ταυτότητα και δηλώνεις δημοσιογράφος. Ώστε μας απειλείς, σου λένε, σε αρπάζουν, σε σέρνουν να σε πάνε στο αστυνομικό τμήμα. Προσάγεσαι, σου λένε. Μαζεύεται κόσμος, διαμαρτύρεται. Αυτοί συνεχίζουν να με σέρνουν. Από τις στολές τους έχουν αφαιρέσει τα προσωπικά διακριτικά…»
Από κείμενο του δημοσιογράφου Νίκου Κιάου στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Η παραπάνω είδηση (λέτε, στο άκουσμά της, να έπεσαν και μερικοί ευαίσθητοι από τα σύννεφα;) δεν αναφέρεται σε σκηνή από το ένδοξο ιστορικό μας παρελθόν, ούτε από το μέλλον, κατά πως θα έλεγε ο (πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ.λπ.) κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος, ως γνωστόν, αρέσκεται να διανθίζει τον πομπώδη πολιτικό του λόγο και με γλαφυρά λεκτικά σχήματα. Είναι, δυστυχώς, πρόσφατο γεγονός, το οποίο, σημειωτέον, ο αυτοαποκαλούμενος σοβαρός (έντυπος και ηλεκτρονικός) τύπος –ουδεμία, φυσικά, έκπληξις!-, ιεραρχώντας τη σημασία και το (αναγνωστικό και ραδιοτηλεοπτικό) ενδιαφέρον του για το κοινό, το κατέταξε «στα ψιλά».
Μεμονωμένο –και- καταδικαστέο περιστατικό θα πουν, ως συνήθως, κάποιοι –όχι κατ’ ανάγκην από έλλειψη καλής πίστεως ή αδυναμία να αξιολογήσουν σωστά τα πράγματα- και από `κει και πέρα το ζήτημα (πρέπει να) θεωρείται λήξαν. Διότι, σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί τάχα να αμαυρώσει την εικόνα της αστυνομίας και, συνακόλουθα, ολόκληρης της χώρας, η οποία, πλησίστια, μεταβαίνει στη σφαίρα της κανονικότητας.
Πλην όμως η αμείλικτη καθημερινή πραγματικότητα άλλα κελεύει. Όσο λάθος είναι η ισοπεδωτική γενίκευση, άλλο τόσο λάθος είναι και η υποβάθμιση ενός γεγονότος, ενώ τείνει να επανεμφανίζεται όλο και πιο συχνά, αν και με άλλους πρωταγωνιστές, στην επικαιρότητα.
Οι εν λόγω αστυνομικοί, που εν μέση οδώ επιδαψίλευαν στον προφανώς ανυπεράσπιστο κοινό θνητό –και αλλοδαπό;- (φανταστείτε τι θα είχε συμβεί αν στη θέση του βρισκόταν κάποιος επώνυμος, τι ζωντανές συνδέσεις, τι σχολιασμοί και κακό) μερικά από τα αγαθά που παράγει η Ελλάδα του 2014, δεν γνώριζαν –ούτε όφειλαν άλλωστε- ποιος είναι ο Νίκος Κιάος που τόλμησε, ως δημοκρατικός πολίτης, να διαμαρτυρηθεί για το ανήκουστο και αποκρουστικό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια του. Ότι, εκτός από διακεκριμένος δημοσιογράφος, πρώην πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ κ.λπ., είναι, ας πούμε, ένας από αυτούς που, στη διάρκεια της δικτατορίας του 1967, είχε το θλιβερό προνόμιο να υποβληθεί σε κατάλληλο (ήτοι βασανιστήρια και άλλα τέτοια θαυμαστά που επιφύλασσαν οι ανθρωποφύλακες στα ανυπεράσπιστα θύματά τους) και συστηματικό σωφρονισμό στην προσπάθεια των τότε αρχών με σκοπό να γίνει καλός Έλληνας, για να χρησιμοποιήσουμε έναν βεβαρημένο με τόσο αρνητικό φορτίο όρο, τον οποίο, μόλις πριν από λίγες μέρες, επανέφερε ξαναζεσταμένο στην τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση ο –και με πλούσιο ακροδεξιό παρελθόν- υπουργός Υγείας κ. Μάκης Βορίδης. Όφειλαν, όμως, σε κάθε περίπτωση, να ενεργήσουν αυστηρά μέσα στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας, όπου άλλωστε ορκίσθηκαν, χωρίς εκπτώσεις και παρεκκλίσεις.
Εννοείται ότι κανείς δεν ανέθεσε στους συγκεκριμένους αστυνομικούς ή σ’ αυτούς που σκοπεύουν να τους μιμηθούν στο μέλλον τον ρόλο του σκληρού τιμωρού. Το δικαίωμα δηλαδή να «αποδίδουν» οι ίδιοι δικαιοσύνη και ευταξία, χρησιμοποιώντας γονατιές και γροθιές. Όποιος κι αν ήταν ο συλληφθείς, ό, τι κι αν είχε διαπράξει.
Επίσης όφειλαν αντί να εκλάβουν την παρατήρηση του διερχόμενου πολίτη, ως ενοχλητική παρέμβαση στο θεάρεστο έργο τους και να τον σέρνουν στο Αστυνομικό Τμήμα, αντίθετα ως ευκαιρία να συνειδητοποιήσουν ότι στην προκειμένη περίπτωση, με την απάνθρωπη και παράνομη συμπεριφορά τους, εκθέτουν και δυσφημούν την υπηρεσία τους και τη χώρα μας ευρύτερα. Και βέβαια ο ελληνικός λαός δεν τους μισθοδοτεί από το υστέρημά του για να του προσφέρουν τέτοιες «υπηρεσίες».
Πρέπει, πάντως, να πιστωθεί στα θετικά του υπουργού Δημοσίας Τάξεως (άντε Προστασίας του Πολίτη, αφού επιμένετε) κ. Βασίλη Κικίλια το γεγονός ότι επικοινώνησε με τον κ. Νίκο Κιάο και δεν έσπευσε να μιμηθεί τον προκάτοχό του, κ. Νίκο Δένδια, ο οποίος παρόμοιες καταγγελίες τις θεωρούσε περίπου εγκλήματα καθοσιώσεως καταγγέλλοντας αδιακρίτως τους καταγγέλλοντες. Μέχρι και τη βρετανική εφημερίδα Γκάρντιαν είχε απειλήσει με μήνυση για σχετικό δημοσίευμά της. Τελικά κέρδισε η σωφροσύνη και δεν το (δι)έπραξε.
Ωστόσο, η στάση του κ. υπουργού δεν αρκεί για να αποκαταστήσει τα πράγματα. Εκ του αποτελέσματος θα φανεί αν τέτοια απεχθή περιστατικά θα εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζονται από τους αρμοδίους καταφεύγοντας στην πεπατημένη: τυπικές διαδικασίες (κάποια ΕΔΕ της οποίας το πόρισμα είναι αμφίβολο αν θα μάθουμε ποτέ) που, εν πάση περιπτώσει, δεν αγγίζουν την ουσία του προβλήματος και κυρίως, ως μέσο, είναι εντελώς απρόσφορο να αποτρέψει την επανάληψή του στο μέλλον.
ΥΓ. Αλήθεια, η αφαίρεση των διακριτικών από τις στολές των -εκάστοτε, αυθαιρέτως και βιαίως-, δρώντων αστυνομικών περισώζει κάτι ή, για να δανειστούμε μία φράση από τη γλώσσα του Ποινικού Δικαίου, συνιστά επιβαρυντική περίπτωση;
ΝΙΚΟΣ ΕΠ. ΦΑΛΑΓΚΑΡΑΣ (nicfalag@yahoo.gr)
23/10/2014