Βιωματικό: πάντα κορόιδευα τις γυναίκες που ανησυχούν μήπως παραστούν σε μια κοινωνική εκδήλωση φορώντας ίδιο φόρεμα με κάποια άλλη γυναίκα. Τις θεωρούσα ρηχές, θύματα της μόδας και της αγοράς.
Σήμερα, καθώς περπατούσα σε κεντρική, ονομαστή για τα στέκια της οδό στην πόλη, είδα να περνάει από δίπλα μου μια κυρία φορώντας πανομοιότυπη με τη δική μου μπλούζα. Για μια απειροελάχιστη στιγμή ένιωσα να με χτυπάει μια δυσάρεστη αίσθηση απροσδιόριστου χαρακτήρα, κάτι σαν αγχώδης αμηχανία. Βέβαια το επόμενο δευτερόλεπτο ήμουν οκ, αλλά το γεγονός παραμένει.
Σημειωτέον πως η μπλούζα μου δεν ήταν ακριβή ή ειδικά ραμμένη για μένα. Μια κοινότατη μπλουζίτσα ήτανε, από αυτές
-όπως και όλα μου τα ρούχα άλλωστε-που βρίσκεις παντού στιβαγμένες, αφού από την εφηβεία μου και μετά έπαψα να δίνω σημασία σε μάρκες.
Λοιπόν, τι στο διάολο συνέβη;
Χωρίς να το θέλω, έχω αφομοιώσει τις αξίες του πολιτισμικού μου περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να αισθάνομαι έστω και στιγμιαία ένα είδος ντροπής αντιλαμβανόμενη πως τα ρούχα μου δεν είναι ξεχωριστά και –βεβαίως- ακριβά;
Σχεδόν ασύνειδα, παίρνω το μήνυμα ότι υπολείπομαι κοινωνικά, αφού δεν μπορώ να διαθέσω αρκετά χρήματα, ώστε να ξοδέψω όσο χρειάζεται για την αγορά ενδυμάτων στα οποία ελάχιστοι έχουν πρόσβαση;
Ορθολογικά, χλευάζουμε αυτές τις μικροαστικές αντιλήψεις, αλλά διαισθητικά τις κουβαλάμε μέσα μας, έτοιμες να εκδηλωθούν. Evolution is a bitch. Χαμένο κάπου μέσα στο DNA μας, επιβιώνει το έμφυτο χαρακτηριστικό της επιθυμίας εξατομίκευσης.
Μέσω τόσο της φυσικής όσο και της φυλετικής επιλογής, ο εγκέφαλός μας έχει προγραμματιστεί ώστε να επιβεβαιώνει και να απολαμβάνει την αίσθηση της διακριτότητάς μας από τα άλλα άτομα του είδους μας.
Αφού οι άνθρωποι μοιάζουμε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι διαφέρουμε, το εν λόγω αίσθημα δυσαρέσκειας δεν προκύπτει από την επίγνωση –που πιστοποιείται καθημερινά- ότι, όπως όλοι, έτσι κι εγώ έχω δυο χέρια, δυο πόδια και μία μύτη.
Όμως, τα δευτερογενή, «πολιτισμικά» χαρακτηριστικά, όπως η ένδυση (το στόλισμα κατ’ουσίαν), έλαβαν μέσα στους αιώνες τον ρόλο της διαφοροποίησης, όχι μονάχα σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, αλλά πρωτίστως σε υπαρξιακό. Η αιτία της δυσαρέσκειάς μας, επομένως, είναι η ίδια που θα προκαλούσε τρομακτική αποστροφή στην ξαφνική θέα ενός σωσία μας.
Βέβαια, οι αριστεροί κοινωνιολόγοι θα διαφωνούσαν με αυτή τη θεώρηση, τονίζοντας ότι η εξύψωση και ιδιαιτεροποίηση του ατόμου είναι γέννημα του δυτικού κόσμου και της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ακούγεται πειστικό, αλλά η μελέτη των δεδομένων απορρίπτει αυτή την άποψη. Μπορεί κάποτε οι καλλιτέχνες να μην υπέγραφαν τα έργα τους, όμως στον κοινωνικό τους χώρο γίνονταν αντικείμενα θαυμασμού και έχαιραν αναγνώρισης για την ατομική τους καλλιτεχνική δύναμη και δεξιοτεχνία (γι’ αυτό άλλωστε καλούσαν αυτούς και όχι άλλους να χτίσουν ή να διακοσμήσουν έναν καθεδρικό ναό).
Σε «πρωτόγονες» φυλές της Νέας Γουινέας, η ιδιαίτερη επίδοση ορισμένων τραγουδιστών, χορευτών κ.ά τους καθιστά μονάδες αξιοσέβαστες από τις τοπικές κοινότητες. Ασφαλώς, κάθε κοινωνία μπορεί να καταπιέσει ή να ενθαρρύνει ένα ορμέμφυτο, αλλά βλέπουμε, πάντως, ότι σίγουρα υπόκειται της πολιτισμικής κατασκευής το εξής διαχρονικό και διαχωρικό χαρακτηριστικό του homo sapiens:
η επιθυμία να ξεχωρίζει!
Κάπως έτσι, λοιπόν, φτάνουμε και στην αμήχανη στιγμή όπου τόσο εγώ όσο και η γυναίκα σε ένα πάρτι, θα νιώσουμε λίγο παράξενα βλέποντας κάποιους άλλους να φοράνε τα ρούχα «μας».
Μαρία Αγναντή , φιλόλογος