«Είναι μία δέσμευση την οποία είχαμε αναλάβει και για όλους τους νοσηλευτές οι οποίοι προσελήφθησαν κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης. Επεκτείνεται και σε όλους τους γιατρούς οι οποίοι εργάζονται σήμερα στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Είναι μία πράξη αναγνώρισης από την πολιτεία του σπουδαίου έργου που επιτέλεσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά είναι και μία αδήριτη ανάγκη για τη στελέχωση των νέων Μονάδων Εντατικής Θεραπείας που έχουν ανοίξει τους τελευταίους μήνες», ανέφερε κατά την εισαγωγική τοποθέτησή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τόνισε ότι «βρισκόμαστε στις πιο κρίσιμες ώρες του αγώνα με την πανδημία και θέλω και σήμερα να ακουστεί αυτό το μήνυμα παντού, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα», επισήμανε ωστόσο ότι το ΕΣΥ και το προσωπικό του θα συνεχίσουν να αντέχουν μολονότι λειτουργούν επί εβδομάδες «στο κόκκινο».
Ο Πρωθυπουργός ευχαρίστησε όλους τους εργαζόμενους στο Εθνικό Σύστημα Υγείας για το έργο τους, προσθέτοντας ότι μετά το ξέσπασμα της πανδημίας η κυβέρνηση έχει θέσει ως προτεραιότητα την αύξηση του προσωπικού και την ενίσχυση των υλικοτεχνικών υποδομών που διαθέτουν τα νοσοκομεία.
«Οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας πριν την πανδημία ήταν 557, σήμερα έχουμε αναπτυγμένες ΜΕΘ 1.242. Το προσωπικό του Εθνικού Συστήματος Υγείας πριν την πανδημία ήταν 88.690 εργαζόμενοι, σήμερα έχουν ξεπεράσει τους 100.000. Και βέβαια πριν την πανδημία -για την ακρίβεια το 2018- δαπανήσαμε για την Υγεία 3,8 δισεκατομμύρια περίπου, και το 2020 έχουμε δαπανήσει 4,8 δισεκατομμύρια», δήλωσε. «Αυτά για να αποκαταστήσουμε την τάξη και την αλήθεια», συμπλήρωσε.
Αναφερόμενος στα μέτρα που έχουν ληφθεί κατά της πανδημίας, ο Πρωθυπουργός σημείωσε ότι η κυβέρνηση θα προβεί σε ανακοινώσεις την επόμενη εβδομάδα, έχοντας στη διάθεσή της μεγαλύτερο όγκο επιδημιολογικών δεδομένων. «Οι σχεδιασμοί μας από εδώ και στο εξής δεν θα αναφέρονται τόσο σε ημερομηνίες όσο σε συγκεκριμένα δεδομένα, τα οποία θα κρίνουν τα επόμενα βήματά μας», επισήμανε, προσθέτοντας ότι υπάρχουν πλέον οι «πρώτες ενδείξεις για μία μείωση του αριθμού των κρουσμάτων».
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε τη σημασία της συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση της μεγάλης υγειονομικής κρίσης, κατέστησε όμως σαφές ότι απόλυτη προτεραιότητα είναι η προστασία της δημόσιας υγείας. «Προφανώς προτιμούμε πάντα τη συνεννόηση με τον ιδιωτικό τομέα. Όπου όμως αυτή δεν είναι εφικτή η πολιτεία έχει αποδείξει ότι έχει κι άλλα εργαλεία στη διάθεσή της», είπε.
Μετά την ενημέρωση από τους Διοικητές των επτά ΥΠΕ, ο Πρωθυπουργός σημείωσε ότι η έμφαση στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού δεν σημαίνει πως οποιοσδήποτε άλλος ασθενής υποβιβάζεται σε φροντίδα δεύτερης κατηγορίας. Επισήμανε ότι όσο μειώνεται η πίεση που προκαλεί η πανδημία τα νοσοκομεία θα πρέπει να αρχίσουν να επανέρχονται στην κανονική παροχή των υπηρεσιών τους.
Αναφερόμενος, τέλος, στην στρατηγική εμβολιασμού σε 1.018 κέντρα ανά την χώρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε ότι στόχος είναι από τον Ιανουάριο να τεθεί σε εφαρμογή ένα «πολύ καλά οργανωμένο κι επιθετικό σχέδιο εμβολιασμού, της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού» που θα έχει ορίζονται έξι μηνών. Διευκρίνισε όμως ότι αυτό δεν επιτρέπει εφησυχασμό.
Στην τηλεδιάσκεψη συμμετείχαν επίσης ο Υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας, ο Υφυπουργός Βασίλης Κοντοζαμάνης, ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ αρμόδιος για τον συντονισμό του Κυβερνητικού έργου, Άκης Σκέρτσος, ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας Γιάννης Κωτσιόπουλος, ο Γενικός Γραμματέας της Βουλής Γιώργος Μυλωνάκης και ο Διευθυντής του Γραφείου του Πρωθυπουργού στη Βουλή, Μιχάλης Μπεκίρης.