Σε άρθρο της η Γαλλίδα ευρωβουλευτής και συγγραφέας Sylvia Goulard (δημοσιεύτηκε στο φύλλο της 12ης Φεβρουαρίου 2012 της εφημερίδας σας) προσπαθεί ν’ απορρίψει την νομικά τεκμηριωμένη απαίτηση της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο με την επιχειρηματολογία, πως η αξίωση μας αυτή οδηγεί σε «ιστορικό», «λογικό» και «πολιτικό» αδιέξοδο. Για τη Γαλλίδα ευρωβουλευτή αποτελεί ιστορικό αδιέξοδο επειδή μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο «η λογική της συνεργασίας (σχέδιο Μάρσαλ, διακήρυξη Σούμαν) αντικατέστησε τη λογική της εκδίκησης και της ταπείνωσης του ‘παλιού εχθρού’ (δηλαδή της Γερμανίας)».
Στη περίπτωση, ωστόσο, του κατοχικού δανείου δεν πρόκειται για εκδίκηση ή ταπείνωση κάποιου «εχθρού», αλλά για μια νόμιμη και δίκαιη απαίτηση, που έχει η Ελλάδα απέναντι στην οφειλέτιδα Γερμανία, η οποία είχε υποχρεώσει την υπό την κατοχή της Ελλάδα να προχωρήσει σε αναγκαστικό δάνειο. Η χώρα μας άλλωστε, δεν υπόγραψε μέχρι σήμερα καμιά συνθήκη (όπως άλλες χώρες) με την οποία να απεκδύεται νομικά ή πολιτικά οποιασδήποτε διεκδίκησης των δικαιωμάτων της (ιδίως του δανείου, αλλά και των αποζημιώσεων). Συνεπώς οι απαιτήσεις της εξακολουθούν να υφίστανται. Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, πως η αξίωση της Ελλάδας απορρέει από ειδικές και συγκεκριμένες (lex specialis) νομικές διατάξεις συμβατικού δικαίου, που δεν θα μπορούσαν ν’ ακυρωθούν από κάποιο γενικό (lex generalis) πλαίσιο κρατικών συμφωνιών, το οποίο επιβλήθηκε με σκοπό την έρρυθμη και αρμονική λειτουργία του Δυτικού κόσμου.
Εύλογα εξάλλου θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς mutatis mutandis την αναλογικότητα του παραδείγματος των κατοχικών δανείων της Γερμανίας μ’ αυτά της σημερινής Ελλάδος, η οποία αντιμετωπίζει επιπλέον βαθύ ανθρωπιστικό πρόβλημα και κίνδυνο διάλυσης του κοινωνικού της ιστού κάτω από τα ανθρωποκτόνα μνημόνια.
Θα πρέπει να τονιστεί επιπλέον πως η χώρα μας προχώρησε στη σύναψη αυτών των δανείων και με την συνυπευθυνότητα των δανειστών της οι οποίοι άσκησαν καταχρηστικά τα δικαιώματά τους εκμεταλλευόμενοι τις ανάγκες της Ελλάδας. Σύμφωνα ωστόσο με βασικές διαχρονικές αρχές του Ρωμαϊκού Δικαίου, μια σύμβαση κρίνεται άκυρη αν έχει συναφθεί κατά κατάχρηση δικαιώματος ή όταν ένας συμβαλλόμενος (συνήθως ο ισχυρός) έχει εκμεταλλευθεί την ανάγκη (η περίπτωση της Ελλάδας), την κουφότητα και την απειρία του άλλου (στο ελληνικό δίκαιο οι αρχές αυτές βρίσκουν εφαρμογή στα άρθρα 281 και 179 του Αστικού μας Κώδικα).
Τέλος η κα Goulard προβαίνει στο «πολιτικό» επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί να ζητάει από τους δανειστές της αλλαγή της συμφωνίας επικαλούμενη τη νωπή εντολή των πρόσφατων εκλογών. Το επιχείρημα της νωπής εντολής είναι προφανώς αδύναμο. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή (γερμανική στην πραγματικότητα) επιχειρηματολογία δεν απαντά στο βασικό ερώτημα: κατά πόσο, δηλαδή, μια συμφωνία μεταξύ ευρωπαϊκών κρατών αποτελεί «ταμπού» ή «ιερό τοτέμ», έτσι ώστε να μην μπορεί ν’ αναθεωρηθεί, έστω και αν αυτή έχει επιφέρει αυταπόδεικτα ολέθρια οικονομικά αδιέξοδα και βαθειά ανθρωπιστική κρίση, γεγονός το οποίο ομολογείται σήμερα απ’ όλους τους παγκόσμιους θεσμούς, καθώς και απ’ όλους τους σοβαρούς οικονομικούς ειδήμονες.
Νομίζουμε, τελικά, πως οι υποκρισία ορισμένων ευρωπαϊκών θεσμών καθώς και πολλών ισχυρών κοινοτικών παραγόντων πρέπει να σταματήσει. Γιατί, καμία έωλη επιχειρηματολογία δεν μπορεί να σκιάσει το δίκαιο των λαών και την ανάγκη τους να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ