Στο τελείωμα του Θεσσαλικού κάμπου και στην αρχή του Κόζιακα, του βουνού με τα μεγάλα και πάντα ανοιχτά φτερά, αναπολώ, στοχάζομαι, μετρώ και ξαναμετρώ το χρόνο αντίστροφα. Τι έγινε; Πού είναι τα εξήντα μου χρόνια; Τα χαράμισα; Τα σπατάλησα; Μπορεί να έκανα λάθη;
Πού είναι τα όνειρά μου; Οι στόχοι μου πέτυχαν; Τι έγινε τότε, στη μαύρη εποχή του Εμφυλίου και τι έγινε μετά; Πού είναι τα καλά φεγγάρια στη ζωή μου; Πάντα μου βγαίνει μια κατάρα που δεν την παίρνω πίσω. Γιατί; Πώς; Ποιοι ξένοι και ντόπιοι «αφεντάδες», μετά το γερμανό κατακτητή, ρήμαξαν ό,τι απέμεινε στον τόπο μας;
Ο Γερμανός ήταν εχθρός, όχι προδότης. Οι Έλληνες πότε ήταν προδότες, πότε πατριώτες; Γι’ αυτούς τους «αφεντάδες» ο αποτροπιασμός κι η αγανάκτησή μου που δεν έχει τέλος. Δε θ’ αναφερθώ λεπτομερώς πώς έγινε ο Εμφύλιος σπαραγμός. Δεν είμαι ιστορικός˙ με το χέρι στην καρδιά υποκλίνομαι στην ιστορία. Αλλά τι απέγινε μετά;
Μετρηθήκανε ποτέ οι χήρες και τα ορφανά; Άραγε υπήρξαν «νικητές» και «ηττημένοι»; Και του τακτικού πολέμου πονά η ορφάνια. Το πένθος συνεχές, αβάσταχτο. Ανακηρύχτηκαν ήρωες οι γονείς. Τολμώ όμως να κάνω μια αναφορά στο ορφανό του Εμφυλίου και προπαντός απ’ την μεριά των «ηττημένων».
Είπαν πολλοί πως ο Εμφύλιος, όπου χτυπά, κρατά ίσως κι εκατό χρόνια. Κι άλλοι λένε πως συντηρεί το μίσος και τη διχόνοια. «Μολύνει» το σπέρμα των επόμενων δύο και τριών γενεών. Χρόνια τώρα γυρίζω στα βάθη του χρόνου, προσπαθώντας να θυμηθώ, να τραγουδήσω˙ να καταγράψω τον πόνο.
Τι απέγιναν λοιπόν αυτά τα παιδιά στα μαντρωμένα, τότε «βασιλικά», ορφανοτροφεία; Τι άφησε μέσα τους στη μετέπειτα ζωή τους αυτή η οδυνηρή εμπειρία, όταν άκουγαν στ’ αυτιά τους, «να το παιδί του προδότη πατέρα»; Το έγκλημα διαρκές. Αυτή η γενιά σημαδεύτηκε, τραυματίστηκε βάρβαρα. Ζει όμως ακόμα και στις παρέες μας όλο και κάποιος υπάρχει.
Εσένα, αναγνώστη, που ήρθες στη ζωή την επόμενη ή τη μεθεπόμενη γενιά, ευχαριστώ για το χρόνο που κλέβω απ’ τη ζωή σου. Λυπάμαι αν δακρύσουν τα μάτια σου και πονέσει η ψυχή σου. Δεν είναι αυτός ο στόχος μου. Όποιος της γενιάς μου βρεθεί στη συντροφιά σου, θα’ χει πολλά να πει. Συγχώρησε τα πολλά «γιατί» και τα «εγώ» μου˙ είναι απ’ τα χιλιάδες «γιατί» και «εγώ» της μετεμφυλιακής Ελλάδας.
Δεν ήξερα ότι ο μύθος είναι στην ίδια παράμετρο με την ιστορία και συχνά «παντρεύονται», συνδυάζονται από ανάγκη επιβίωσης και σημασίας στη Λογοτεχνία. Σ’ αυτό το αντάμωμα με τα εξήντα περασμένα χρόνια θα μπορούσε ο μύθος να προπορεύεται, όμως συμβιβάστηκε ν’ ακολουθήσει κι ελάχιστα χρειάστηκε να βοηθήσει, καθώς εκτυλίσσονταν τα συμβάντα.
Ήταν εφικτό οι ήρωες, που αναφέρονται, να είναι μη υπαρκτά άτομα. Ήταν δυνατό να χρησιμοποιήσω άλλο αφηγηματικό πρόσωπο, να μην αναφερθώ στην οικογένειά μου, να μεταφέρω την υπόθεση σε άλλον τόπο. Δεν ήθελα όμως ν’ αλλοιωθεί η πραγματικότητα. Ωστόσο τόλμησα, γιατί πιστεύω πως κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους και η ιστορία να είναι ένα βήμα μπροστά από το μύθο.
Με αλήθεια, χωρίς καμιά υπερβολή, προκατάληψη και πάθος, ψάχνω να βρω απαντήσεις στα αμέτρητα ερωτήματα, γράφω και μιλώ γι’ αυτά τα χρόνια, την αξία της μάνας, των παππούδων, των γιαγιάδων.
Αφού λοιπόν βραδιάσει, πότε με χιόνι, πότε με βροχή και άλλοτε με την κουφόβραση του κάμπου, διαβαίνοντας, κάπου θα σταματήσω: στο Γοργογύρι και μπρος μου ο πέτρινος, μισοπεθαμένος τοίχος που κάποτε ήταν σπίτι μου. Πότε στα Τρίκαλα, στην πλαγιά του λόφου, κάτω απ’ το φρούριο ή στο ποτάμι που κόβει στα δυο την πόλη.
Κι άλλοτε σ’ ένα απόμερο ταβερνάκι, πίνοντας λίγο καλό κρασί. Και μετά, τα μεσάνυχτα, στο σπίτι να καταγράφω τα εξήντα χρόνια με όση αυθεντικότητα μπορώ και χωρίς υπερβολή. Κι αφού αφουγκραστώ τις δυο ανάσες: της κόρης, που της σημάδεψε άπονα η μοίρα τη ζωή˙ και της αγαπημένης μου Ελευθερίας, που όλο κονταίνει η πνοή της, εκεί ήσυχα δίπλα της θα γείρω και θα κρατώ το χέρι της μέχρι να ξημερώσει.
Άλλοτε πάλι, τις λίγες ώρες που απομένουν μέχρι να κοιμηθώ, στον καναπέ με τη μοναξιά κολλημένη πάνω μου. Συμβιβάστηκα μαζί της, αγαπήθηκα απ’ αυτή που θα’ ναι το γρήγορο αύριο για μένα. Ξανά στις πέντε το ξημέρωμα, έξω, με το βλέμμα στραμμένο στον ουρανό, να αφαιρώ τις πυγολαμπίδες, που σβήνουν μία- μία, σαν τις λέξεις που περιγράφουν τα γεγονότα.
Συχνά τις αλλάζω θέσεις, πότε τις βάζω στη μέση, πότε στην αρχή, πότε στο τέλος, προσπαθώντας να μικρύνω το απέραντο κενό που σκιάζει την ψυχή μου.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
(ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «ΠΕΤΡΩΝΟΥΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΜΑΣ;» του Ηλία Στεργιόπουλου από τις εκδόσεις ΖΗΤΗ)