ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΟΥΝ
21η Απριλίου 1967: όπως την έζησα.
Εκείνο το ξημέρωμα κάτι μου θύμιζε, κάπου το είχα ξαναδεί η ασυνήθιστη κίνηση μέσα στους δρόμους των Στρατιωτικών αυτοκινήτων, τα δημοτικά τραγούδια στο ραδιόφωνο,
Και κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος καθ άπασα την επικράτεια, κάτι ήθελαν να πουν τι όμως; Βασάνιζα την σκέψη μου βασάνιζα την σκέψη μου να θυμηθώ, αλλά μάταια.
Κάτι θολούρες, κάτι βροντές, κάτι σαν ράους, κάτι σκοτεινοί θάλαμοι, αλλά μακριά, αχνά
μπερδεμένα. Τότε σκέφτηκα να πάω στα γραφεία της ΕΔΑ, να ρωτήσω, Αυτοί με την μεγάλη τους πείρα, που είχαν, θα μου έλεγαν τι συμβαίνει. Περνώντας βιαστικά μπροστά από το Αστυνομικό τμήμα (Ασφαλείας Τρικάλων ) στην οδό Ασκληπιού είδα ένα μπουλούκι αστυνομικών να μουρμουρίζουν συνωμοτικά, όμως ακαταλαβίστικα.
Ούτε σκέψη να σταματήσεις να ρωτήσεις, όπως τους έβλεπα πρώτη φορά να φουσκώνει το μπουφάν τους, από το περίστροφο που είχαν στο πίσω μέρος του παντελονιού τους. Τρέχοντας ανέβηκα τις σκάλες να φτάσω τα γραφεία της ΕΔΑ που ήταν απέναντι από την κεντρική πλατεία (τότε Αμερικανών) τώρα πολυτεχνείου.
Δεξιά της πλατείας όπως έρχεσαι από την Κεντρική Γέφυρα του Ληθαίου, Άνοιξα την πόρτα μπροστά μου Ο Βαγγέλης Παπαναστάσης με το πλατύ του χαμόγελο Οι Γιώργος Βαρδούλης, Γιώργος Τέλιος, Γιώργος Ευαγγελάκος, Γιάννης Λέων, και ο Βουλευτής Τάκης Παπανικολάου Παραξενεύτηκαν που με είδαν πρωί, πρωί εκεί και με ρώτησαν
— Τι συμβαίνει;
— Κηρύχτηκα στρατιωτικός νόμος, λέει το ραδιόφωνο, τους είπα Και στρατιωτικά
αυτοκίνητα γυρίζουν στους δρόμους τι θα πει αυτό;
— Αλήθεια λες;
— Ανοίξτε το ραδιόφωνο το λέει συνέχεια,
Πράγματι άνοιξαν το ραδιόφωνο, έστησαν όλοι αυτί να ακούσουν και μόλις άκουσαν τον σπήκερ να λέει αυτά που πριν από λίγο τους είχα πει, μου είπαν
— Έγινε Δικτατορία γρήγορα να κάψεις ότι ονόματα. έχετε γραμμένα στην λέσχη. (Και εννοούσε την Λέσχη των Λαμπράκηδων) Σε λίγο θα έρθει η Αστυνομία
Οι μεγάλοι άρχισαν να καίνε στην σόμπα που είχαν κάτι χαρτιά. Εκεί άκουσα την λέξη δικτατορία για πρώτη φορά και γυρίζοντας να φύγω ξεκαθάρισαν στην σκέψη μου τι μου θύμιζαν όλα αυτά. Θυμήθηκα αυτά που μου έλεγαν για Πάγκαλο, για Μεταξά. Ακόμα μου θύμισε εκείνο το μουντό πρωινό, Την κατοχή, από τα φίλμ που βλέπαμε στον Κινηματογράφο, τους βομβαρδισμούς, το περίεργο βάδισμα των Γερμανών. Τότε
πέρασαν (από την σκέψη μου χίλιες διαφορετικές εικόνες) από τα γραφεία μέχρι να φτάσω στην Λέσχη που ήταν Ασκληπιού εκεί στο οίκημα του Ιάσονα Τσουμένη στα τρία Δένδρα. από την Αρχή στην γωνία δηλαδή ήταν ο Φούρνος του Κ. Τσιουμπέκου,
το Ζαχαροπλαστείο του Χρ. Κατσιάβα, το Εργαστήρι ραδιοφώνων Μίμη Οικονόμου
Η Λέσχη των Λαμπράκηδων και το Καθαριστήριο των Ανδρέα Κορδά & Θαν. Κάκκια.
Άνοιξα την πόρτα του μαγαζιού τους και φώναξα τον Ανδρέα, να κάνουμε πως δεν συμβαίνει τίποτα. Βάζοντας φωτιά σε ένα τετράδιο (που είχαμε γραμμένα ονόματα από παραγωγούς σταριού. της περιοχής μας να μαζέψουμε σιτάρι στο θερισμό και να το στείλουμε σαν Νεολαία στη Ινδία που τότε πεθαίνανε από λιμό) Αλλά ενώ καίγονταν το τετράδιο με τα ονόματα εμείς παίζαμε πινγκ-πονγκ. Αυτό δείχνει πως το μέγεθος της συμφοράς που ερχότανε ούτε καν το συνειδητοποιήσαμε, ούτε τι μας επιφύλασσε εκείνο το παιχνίδι. Εκείνη την στιγμή παρά τις συμβουλές των μεγάλων, κανένας ποτέ δεν μας είχε πόσο μεγάλο τέρας είναι μία δικτατορία. Δεν θα αργούσαμε να το δούμε. το καταλάβαμε το ίδιο βράδυ εκείνης της μέρας.
Κατά της 11 η ώρα είδαμε μεγάλη κίνηση στο Τμήμα Ασφαλείας Τρικάλων που ήταν και αυτό στην οδό Ασκληπιού, Κάποιους πολίτες ανάμεσα σε δεκάδες χωροφύλακες. Είχαν συλλάβει τους μεγάλους. Όταν πήγαν να τους πιάσουν μπήκαν στα γραφεία
ο Βασίλης Καπερώνης, ο Γιώργος Λυκουργιάς και κάποιοι άλλοι,
Τότε ο Γιώργος Βαρδούλης που ήταν ο γραμματέας είπε:
-Τι συμβαίνει Βασίλη;
– Άστα Γιώργο χεστέα υπόθεση, του απάντησε
– Για πρώτη φορά σε πιστεύω, θα μας βάλετε χειροπέδες;
– Όχι πάμε έτσι, τους κατέβασαν από τα γραφεία όλους τους βάλανε στο αμάξι της
Χωροφυλακής και τους κατέβασαν μπροστά στην Ασφάλεια. Φαντάροι οπλισμένοι, και
χωροφύλακες άφηναν να φουσκώνει επιδεκτικά το περίστροφο. Τίποτα δεν θύμιζε τον
χθεσινό χωροφύλακα, τώρα ήταν αγριεμένος (εξουσία βλέπεις) γιατί κάποιοι έδειχναν
την δύναμή τους φωνάζοντας ή σπρώχνοντας. Από μακριά παρακολουθούσαμε τα
συμβάντα Ανάμεσα στους άλλους ξεχώριζε η θωριά του Τάκη Παπανικολάου, ποιο
εκεί Ο Γιώργος Βαρδούλης, Ο Βαγγέλης Παπαναστάσης, Ο Γιώργος Ευαγγελάκος,
Ο Γιάννης Λέων, Ο Γιώργος Τέλιος και άλλοι. Γυρίσαμε πίσω μαζί με τον Ανδρέα, είπα
– Και τώρα τι γίνεται Ανδρέα;
– Θα δούμε Απάντησε ο Ανδρέας.
Η Ώρα περνούσε πέρασε από μεσημέρι, Ήταν Παρασκευή και δεν ξέραμε τι να κάναμε Ούτε σπασμωδικές κινήσεις έπρεπε να κάνουμε, να μην προκαλέσουμε τον πανικό στα άλλα παιδιά. μην δώσουμε δικαίωμα και για την σύλληψη μας πριν βραδιάσει. Το βράδυ υπολογίζαμε κάπου να κρυφτούμε. Απόγευμα πια, Έφυγε ο Ανδρέας από το μαγαζί του
Σε λίγο έφυγα κι εγώ, αλλά που να πάω; στο σπίτι θα ήταν το πρώτο μέρος που θα με
έψαχναν, Όπως πήγαινα στην Ασκληπιού, Απέναντι από την ΔΕΥΑΤ ήταν η Κλινική του Γιώργου Παπανικολάου αδερφού του Τάκη Παπανικολάου, χωρίς να το πολυσκεφτώ
μπήκα μέσα βρήκα την Ρίτσα Σκούρα, δούλευε εκεί σαν Νοσοκόμα, Η Ρίτσα με πήγε στο δωμάτιο που είχαν οι αδελφές Νοσοκόμες που έμειναν, αλλά και άλλαζαν, έμεινα μέχρι που άρχισε να βραδιάζει. Το ραδιόφωνο είχε πει πως επιτρέπετε η κυκλοφορία μέχρι 7μ.μ. Μετά της 7 θα πυροβολείτε χωρίς προειδοποίηση. Ήρθε η Ρίτσα τότε και μου είπε ότι κινδύνευαν όλοι αν με έπιαναν εκεί μέσα. Το μέρος δεν ήταν ασφαλές
Εκείνη την ώρα πέρναγε απ’ έξω βιαστικός ο Αποστόλης Μπαταγιάννης, όταν τον είδα άφησα την κρυψώνα μου και βγήκα να τον προλάβω. Ο Αποστόλης ήταν μεγαλύτερος ήξερε τα Τρίκαλα καλύτερα από μένα, Εγώ δεν είχα παραπάνω από ενάμιση χρόνο που είχα έρθει από την Αθήνα, και ίσως ήξερε καλύτερα τι να κάνουμε.
– Πάμε να φύγουμε από την Πόλη, μου είπε, Αμά περάσουμε μια δυο μέρες μετά δεν
κινδυνεύουμε Τώρα στην αναμπουμπούλα είναι ο κίνδυνος και προχωρούσαμε
Πήγαμε να φύγουμε από τις εξόδους της πόλης προς Πυργετό, Πύργο, Φλαμούλι, προς Αγία Μονή, Όλα ήταν πιασμένα από ΤΕΑ όλοι οι δρόμοι ήταν μπλοκαρισμένοι
Και οι δείκτες του Ρολογιού έδειχναν κοντά οκτώ. Κάπου πίσω από το τρένο χωρίσαμε
– Ας χωρίσουμε λέει ο Αποστόλης εγώ θα πάω σε κάτι αποθήκες βρες κι εσύ κάπου να μείνεις. Εκείνη την ώρα ένιωσα αδύναμος, μόνος, απροστάτευτος σ’ έναν ατέλειωτο άδενδρο κάμπο, Με έναν καυτό Ήλιο Και από πάνω αρπαχτικά έτοιμα να σου ξεσχίσουν τις σάρκες σου, ένα τέτοιο συναίσθημα με είχε κυριέψει. Παντού έβλεπα φαντάρους έτοιμους να με πυροβολήσουν. Μια ησυχία τρομακτική, ο παραμικρός θόρυβος, γίνονταν
βροντή, όλοι είχαν κλειστή στα σπίτια τους. κάποτε πήρα την απόφαση πίσω από κάτι
μάνδρες πηδώντας την μία μετά την άλλη έφτασα στα παλαιά εργατικά όπου ήταν ενός
γνωστού μου και φίλου και ας ήταν μεγαλύτερος ο Γιώργος Γελαδάρης με το μικρό του
Μαγαζάκι εκεί στα παλιά εργατικά, παλιός αγωνιστής, αυτός θα με συμβούλευε. Πίστευα
πως ήταν ο ποιο κατάλληλος. Με κράτησε αρκετή ώρα μου μίλησε με ηρέμισε και μου είπε να πάω στο σπίτι μου και αν έρθουν είναι καλύτερα μια και θα έκανα παρέα με τους παλαιούς που τους είχαν πιάσει. και δεν θα ήμουν μόνος.
Πηδώντας πάλι κάποιους τοίχους, Μπήκα στο σπίτι, δεν είχαν έρθει ακόμα. έβαλα τις πιτζάμες πήρα και ένα βιβλίο και υποτίθεται πως διάβαζα. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα
όταν ακούστηκαν μηχανές και αυτοκίνητα και σε λίγο ο Θωμάς Μακρής ο Ασφαλίτης που με είχε χρεωμένο, όπως λέγανε τότε, χτύπησε την Πόρτα,
– Ποιος είναι;
– Ο Θωμάς ο Μακρής είμαι
– Τι θέλεις Θωμά
– Να έρθεις να ανοίξεις την Λέσχη
– Να σου δώσω το κλειδί Θωμά είμαι με τις πιτζάμες.
Πράγματι ο Θωμάς δέχτηκε να πάρει το κλειδί, το έδωσα Μα δεν άργησε να γυρίσει πως
έπρεπε να πάω μαζί τους να είμαι παρόν,
– Έλα και σύ όπως είσαι να ανοίξεις Τι να κάνω έβαλα τις παντούφλες και βγήκα
Τι να δω! τα παραθυρόφυλλα των γύρω σπιτιών είχαν μια χαραμάδα να βλέπουν από μέσα με σβησμένο φως. τι συνέβαινε στη γειτονιά της. Δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωσα ότι είχα την συμπάθεια όλων, Και κάπως πήρα θάρρος ήξεραν τουλάχιστον που πήγα ποιοι με πήραν. Μηχανές της χωροφυλακής, Τζίπ, στρατιώτες, και προπαντός Ασφαλίτες. Δεν ήμουνα τίποτα το σημαντικό, ούτε κάποιο αναρχικό στοιχείο επικίνδυνο για να γίνει μια τέτοια επιχείρηση, Αυτό το ήξεραν, Τέτοιες στιγμές το μυαλό τρέχει, ανακατεύει εικόνες στιγμές θέλει να βάλει σε μια λογική τάξη όλα όσα συμβαίνουν, όλα αυτά τα υπερβολικά Μα όλο γυρνάει και .σταματά στο φόβο, στο άγνωστο στο τι θα συμβεί. Βλέπω στο Τζιπ πως ήταν όλοι η αφρόκρεμα της Ασφάλειας Τρικάλων. Καπερώνης, Μαυραντωνάκης, Μακρής, Λυκουριάς, Ο οδηγός, Πριν στριμωχτώ στο τζιπ τα παραθυρόφυλλα, της γειτονιάς, λες και επίτηδες έτρεξαν, μισάνοιξαν πολλά ζευγάρια μάτια παρακολουθούσαν τι γίνονταν, μα μου έδιναν κουράγιο. Με στρίμωξαν στο ίδιο Τζίπ.
Όταν φτάσαμε στη Λέσχη ο Διοικητής της Ασφάλειας Σπύρος Παναγιωτόπουλος έκανε νευρικές βόλτες, μια γρήγορη ματιά στην ταράτσα πολλοί στρατιώτες οπλισμένοι, Γύρω στις γωνίες του δρόμου άλλοι οπλισμένοι κι αυτοί Και έξω από την Λέσχη ασφαλίτες αρκετοί πάνω από τριάντα άτομα. που παίζουν, με τον φόβο μου, την αγωνία μου, και το χτυποκάρδι. Και πριν μπορέσω να καδράρω ότι βλέπω ακούω την οργισμένη φωνή του Διοικητή να λέει ανοιξε γρήγορα Βούλγαρε, όλο το απόγευμα σε ψάχνουμε. Εκείνη την ώρα φέρανε άλλοι ασφαλίτες και τον Θεόδωρο Κορδά, αδελφό του Ανδρέα, Τον είχαν πάρει από το σπίτι αντί για τον Αντρέα ( Και όπως έμαθα αργότερα τον Ανδρέα τον είχαν πιάσει ενωρίτερα του ζήτησαν να ανοίξει την Λέσχη. Ο Ανδρέας τους είπε πως το κλειδί το έχω εγώ, ελπίζοντας ότι θα έχω κρυφτεί, Τον έστειλαν να βρει εμένα ο Ανδρέας όμως κρύφτηκε εκείνο το βράδυ {να πούμε πως ο Ανδρέας είχε και οικογένεια τότε} και καλά έκανε) Βλέποντας να αργεί πήγαν πήραν τον αδερφό του που ήρθε εκείνη την ώρα και με κατσάδιασε κι όλας. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα και ανοίγοντας έπεσαν όλοι πάνω μου. Μπήκαν σαν σίφουνες μέσα και άρχισαν το πλιάτσικο και το σκίσιμο των
φωτογραφιών και το συνθημάτων στους τοίχους της Λέσχης. Όπως γύρναγαν μέσα στην
στην αίθουσα άλλος με έσπρωχνε επίτηδες άλλος γιατί τον εμπόδιζα, Ο Φόβος έγινε τρόμος. εκείνη την ώρα νιώθεις μέσα σε όλο εκείνο το μίσος απροστάτευτο σπουργίτι με δεκάδες γεράκια πάνω από το κεφάλι σου. Μέσα σε αυτό το τρόμο ακούω την φωνή το
Διοικητή Σπύρο Παναγιωτόπουλο και να με αρπάζει από πίσω, να με σπρώχνει να με
βρίζει με τις λέξεις Βούλγαρε, Κουμουνιστή, Σλαβομακεδόνα κατέβασε την πινακίδα ρε!
Με έσπρωξε στον τοίχο, και μου αστράφτει δυο χαστούκια, Ευτυχώς γιατί τα χαστούκια μου έδειωξαν το φόβο, την τρομάρα, και γιγάντωσα τόσο που δεν πίστευα ούτε εγώ τόση
δύναμη, τόση αυτοπεποίθηση, τόσο μπόι που το βρήκα αλήθεια; Τα 30 άτομα ήταν κάτι ασήμαντο τώρα, ψεύτικα, Ο Παναγιωτόπουλος με τράβαγε από την πιτζάμα μου έφυγαν οι παντούφλες, μα εγώ κοίταζα τους πλιατσικολόγους ειρωνικά,.
Το βλέμμα του Λυκουργιά διασταυρώθηκε με το δικό μου και κατάλαβε γιατί γέλαγα, έσχιζαν τα βιβλία που είχαμε και έβαζαν στις τσέπες τους κάτι δώρα που μας είχαν δώσει οι φυλακισμένοι αγωνιστές όπως ξύλινα ημερολόγια. ξύλινα σταχτοδοχεία και κάτι τέτοια.
Στον τοίχο ήταν η φωτογραφία του Γρηγόρη Λαμπράκη που δολοφονήθηκε στην
Θεσσαλονίκη που την ξέσχισαν σε μικρά, μικρά κομματάκια Υπήρχε η φωτογραφία τοίχο του Πατρίς Λουμούμπα, τον ηγέτη των Μαύρων που δολοφονήθηκε στην μακρινή πατρίδα του από άλλους δολοφόνους. Ακόμα διάφοραι συνθήματα όπως, μια Βόμβα Ναπάλμ χιλιάδες ηλεκτρικές κουζίνες. Αυτά είδε εκείνη την ώρα και ο Λυκουριάς τους βάζει τις φωνές και τις βρισιές και ότι θα βγάλει το πιστόλι και θα τους σκοτώσει.
Ο Παναγιωτόπουλος όλη αυτήν την ώρα με τράβαγε από την πιτζάμα και με βρίζει κατέβασε την πινακίδα Προδότη, Βούλγαρε, Σλαβομακεδόνα. μια απότομη κίνηση με τράβηξε απότομα και έσκισε την πιτζάμα μου. Του είπα θα έρθει η ώρα να μου την μπαλώσεις έγινε θηρίο και θα έτρωγα πολύ ξύλο αν δεν έμπαιναν στην μέση ο Βασίλης Καπερώνης και ο Γιώργος Λυκουργιάς
– Ντροπή κύριε Διοικητά τον πήραμε με τις πιτζάμες να του κάνουμε τον παλικαρά αφήστε την πινακίδα θα την κατεβάσουν τα παιδιά που την έχουν τόσο καιρό στο στομάχι. Με άφησε για λίγο όμως είχαμε έναν κουμπαρά στο γραφείο που ρίχναμε κανένα τάλιρο – δεκάρικο για να συμπληρώνουμε για το ενοίκιο, που ήταν 400 δραχμές το μήνα και βέβαια, που πάντα όμως, ήταν λειψό. Αλλά ο Ιάσονας Τσουμένης δεν μίλαγε. Υπήρχε και ένα συρτάρι που ο Ταμίας το είχε κλειδωμένο. Μου ζήτησαν να το ανοίξω όμως δεν είχα κλειδί. Δέχτηκα να το παραβιάσω αλλά έπρεπε να πάω δίπλα στο εργαστήρι μου να πάρω ένα κατσαβίδι.
– Προσέξτε τον φωνάζει ο Παναγιωτόπουλος, Τότε ένα θεριό χωροφύλακα ο Φάνης Ψαρρής προσπαθώντας όλη την ώρα να δημιουργήσει ψυχολογικό πρόβλημα με την θωριά του, έβαλε τα χέρια στην μέση του σηκώνοντας το σακάκι του για να φανεί το περίστροφο που είχε στο ζουνάρι του και κοιτάζοντάς με, είπε:
– Άστον κύριε διοικητά, θα το γεμίσω με μολύβια άμα φύγει
Αφού άνοιξα το συρτάρι έσπασαν και την πινακίδα σε πολλά κομμάτια μου είπαν φύγε Όμως θυμήθηκα τις συμβουλές που μου είπαν οι μεγαλύτεροι και τους είπα όπου πάτε θα έρθω μαζί σας εκτός αν με πάτε στο σπίτι. Καμία εμπιστοσύνη δεν είχα πια.
Έτσι με πήρε ο Καπερώνης και πηγαίνοντας για το σπίτι στο δρόμο σε μία πλευρά τοίχου έγραφε εκλογές και ο Βασίλης μου είπε
– Ωραία γράμματα κάνεις Εγώ του απάντησα
– Ξέρεις κανένα Λύκο να τρώει κοντά στην φωλιά του;
Όταν ξανάφερα τα γεγονότα εκείνης της ημέρας στο μυαλό μου κάπως μου φαίνονταν σαν όνειρο δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, δεν μπορεί να γίνεται τόσο εύκολα Δικτατορία
Πάνω απ όλα όμως με πλήγωσε και δεν μπορώ να το ξεχάσω το φέρσιμο το Διοικητή της Ασφάλειας τόσο μίσος που το βρήκε, να το βγάλει πάνω μου πρώτη μέρα. Η σκέψη μου πάει ή ήταν μυημένος στην Χούντα ή έχασε την ψυχραιμία του, Γιατί δεν ήξερε ούτε και του ίδιου τη το ξημέρωνε. Πάντως το φέρσιμό του δεν ήταν το πρέπον. Αργότερα όταν πέταγα την πιτζάμα γιατί μου πέρασε το μίσος, Δεν αξίζει είπα αυτά τα άτομα δεν έχουν τίποτα το μεγάλο μέσα τους. Για τους χωροφύλακες ούτε τους θυμάμαι ούτε κράτησα ποτέ κακία, διαταγές εκτελούσαν. Και αυτοί που με βοήθησαν εκείνο το βράδυ. Μην ακούγοντας τις διαταγές του Διοικητή τους φαίνεται ήταν άτομα που σκέφτονταν πιο ψύχραιμοι και πιο λογικά από τον Διοικητή τους. Αλλά τα Κόμματα γιατί ποτέ δεν μας είπαν τι είναι η δικτατορία να έχουμε μια ιδέα; Άφησαν πρώτα να γίνει η δικτατορία.
Η Απορία μου δεν έχει ακόμα απαντηθεί: Ο Αποστόλης λίγες μέρες αργότερα πιάστηκε
Οι υπόλοιποι νεολαίοι κουβαλήσαμε τα πράγματα των Γραφείων τις ΕΔΑ στην Ασφάλεια. τι έγιναν δεν Ξέρω. Για αρκετό καιρό ερχόταν στο εργαστήρι και όσους εύρισκαν τους καλούσαν πως του θέλει ο Διοικητής στην Ασφάλεια πήγαιναν τους κράταγαν μία δύο ώρες και τους έδιωχναν. Πολύ συμπολίτες μας υπέφεραν, είναι και αυτό μία εμπειρία, μια προίκα μπορείς να πεις, αυτά που σου γράφει η ζωή να ζήσεις: Το σκοτάδι κράτησε 7μιση χρόνια
Μίμης Οικονόμου:
Συγχαρητήρια στον κ. Μίμη Οικονόμου, που επιτέλους μιλάει με ονόματα ανθρώπων που ”έδρασαν” εκείνη την περίοδο. Θα εστιάσω όμως στα δύο περιβόητα αδέλφια της ασφάλειας, Βασίλη και Γιώργο. Όταν σε μπαγλάρωναν έπαιζαν το Αμερικάνικο σύστημα, ”κακός και καλός”. Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1975, έγινε μία πολιτική εκδήλωση στο σινεμά Έσπερος. Έσπευσα, αλλά από την φρασεολογία και τα συνθήματα, κατάλαβα ότι ήταν ”καπελωμένη” από το ΚΚΕ και έφυγα. Την άλλη ημέρα πρωί-πρωί, ήλθε ο κ. Γιώργος στη δουλειά μου και μου είπε αυτολεξεί: εκεί που δε είδα χθες βράδυ, να ξέρεις αυτοί δεν είναι καλοί άνθρωποι. Είπα να μπλέξω, στηριζόμενος στη Δημοκρατία, αλλά επιστράτευσα όλη την διπλωματία μου και απάντησα : Έχετε απόλυτο δίκιο κ. Γιώργο, αυτοί είναι …σεχταριστές και ρεβιζιονιστές!!! Έφυγε, ευτυχισμένος μάλλον.