«Πατρίδα και κράτος είναι έννοιες σχεδόν συνώνυμες, αλλά όχι πάντα.
Μπορεί η πατρίδα μου να είναι αποικία, οπότε το κράτος δεν είναι δικό μου, είναι του αποίκου.
Όπως και να ναι, πάντως εντός της πατρίδας ζουν άνθρωποι που τους γνωρίζω και με γνωρίζουν. Και θα με προστατέψουν αν χρειαστεί.
Η πατρίδα είναι πάντα χρήσιμη. Και γίνεται ακόμη πιο χρήσιμη, όταν εκτός από την γη των προγόνων είναι και κράτος αυτεξούσιο.
Πάντως, αν είμαι τόσο πλούσιος όσο χρειάζεται για να μην έχω την ανάγκη από κανέναν, ίσως να μην έχω ανάγκη ούτε από την πατρίδα.
Η αγάπη για την πατρίδα είναι συναίσθημα που αφορά κυρίως τους φτωχούς. Ή αυτούς που όσα χρήματα κι αν έχουν, νιώθουν πάντα ανασφαλείς κι αβέβαιοι.
Η πατρίδα είναι για τους ταπεινούς και τους αδύνατους. Και οπωσδήποτε όχι για τους ιδιαίτερα ταλαντούχους, που θα τους δεχτούν παντού σα δικούς τους.
Αν, τώρα η πατρίδα εκτός από κράτος αυτόνομο είναι και έθνος, τόσο το καλύτερο για μένα τον φτωχό και απροστάτευτο.
Γιατί το έθνος που δεν πρέπει να συγχέεται με το κράτος, έχει μέσα του ανθρώπους που μιλούν τη γλώσσα που μιλώ, έχουν την ίδια με μένα θρησκεία, έχουν την ίδια προγονική ιστορία.
Γενικώς, τα κοινά ήθη και έθιμα ενός λαού βοηθούν πολύ τη συμβίωση σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων.
Σημειώστε πως οι λέξεις έθιμο και έθνος έχουν την ίδια ρίζα. Εύκολα συνάγεται απ’ τα παραπάνω πως, η πατρίδα είναι έννοια συναισθηματική, το κράτος έννοια νομική και το έθνος έννοια πολιτιστική.
Αν λοιπόν, είμαι κατοχυρωμένος και συναισθηματικά, και νομικά, και πολιτιστικά, τόσο το καλύτερο.»
* * *
«Οι Ίωνες ήταν λαός θαλασσινός, όπως και οι παλιοί ναυτικοί της Μεσογείου, οι Φοίνικες.
Κι όταν ταξιδεύεις, το μυαλό σου ξανοίγει, παύεις να λες μπούρδες για την καθαρότητα της φυλής σου και άλλα τέτοια εξίσου ηλίθια.
Λοιπόν ο Δίας να μας κάνει Έλληνες εμάς τους Νεοέλληνες, που συνηθίσαμε να παριστάνουμε τους Έλληνες για μόνο το λόγο πως μιλούμε ελληνικά, με τον βάρβαρο τρόπο που τα μιλούμε.
Μπουρ μπουρ! Στην οδός Ερμού (προσοχή η βαρβαρική αιτιατική παίρνει σίγμα στην κατάληξη) τα μαγαζιά πουλούν ενδομύχους φανέλες!
Οκέι, οκέι, μη θυμώνετε καρντάσια. Εγώ ξέρω πως τις φανελίτσες δεν τις φοράτε στα μύχια της ψυχής σας αλλά στο κορμί σας.»
* * *
«Οι ωραίοι λαοί είναι οι νόθοι λαοί. Όλοι οι μιγάδες άλλωστε είναι ωραίοι. Έχετε δει κουβανέζα ή βραζιλιάνα μουλάτα. Θα σας κοπούν τα πόδια, αν είστε μερακλήδες. (Η μουλάτα και το μουλάρι, που είναι λατινική λέξη, έχουν την ίδια ρίζα. Και οι δύο λέξεις σημαίνουν μιγάς, ανάμεικτος).
Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, εμείς εδώ γιατί θέλουμε τους εαυτούς μας «καθαρούς» Έλληνες; Μα, γιατί είμαστε… μουλάρια, είναι απλό.
Εμπόδισαν ρε μούλοι, τους Ιταλούς οι τρομερές και φοβερές επιμειξίες να είναι Ιταλοί, με πάρα πολύ δικά τους πολιτιστικά χαρακτηριστικά και με μια γοητεία που συναρπάζει;
Ο ιταλικός πολιτισμός αφομοίωσε τόσο καλά τους άλλους πολιτισμούς, που κανείς πια εκεί δεν ψάχνει για «καθαρούς» προγόνους.
Τόσο οι Βενετοί όσο και οι Λομβαρδοί, αν και λαοί με γερμανικές ρίζες, ποτέ δεν είπαν πως είναι Γερμανοί. Είναι τόσο Ιταλοί, όσο και οι «γνήσιοι» Ρωμαίοι, που το ξαναλέμε, ενώ ήταν Λατίνοι, δεν ήθελαν τους εαυτούς τους Λατίνους παρόλο που το Λάτιο είχε ήδη μια μεγάλη ιστορία πολύ πριν εμφανιστεί η Ρωμαική αυτοκρατορία.»
* * *
«Ξέρετε άλλη χώρα στον κόσμο που για να προσδιορίσει την πολιτιστική της ιδιαιτερότητα χρησιμοποιεί σαν δεύτερο συνθετικό τη λέξη χριστιανικός; Και η Ιταλία είναι χριστιανική και η Ρωσία είναι χριστιανική, όμως ακούσατε για ιταλοχριστιανικό η ρωσοχριστιανικό πολιτισμό;»
* * *
«Αλήθεια, αναρωτηθήκατε ποτέ αν θα υπήρχε σήμερα ελληνικός πολιτισμός χωρίς τον ιστορικό φορέα του, τον ρωμαικό, που τον φορτώθηκε στη ράχη και τον κουβάλησε παντού;
Πως διάολο θα ήμασταν εμείς σήμερα εθνικά υπερήφανοι, αν οι Ρωμαίοι δεν έκαμναν γνωστό στα πέρατα του κόσμου τον ελληνικό πολιτισμό, μεταμφιεσμένο σε ρωμαικό, ώστε δι αυτού να εκπολιτιστεί η Ευρώπη ολόκληρη;
Πως θα μάθαιναν οι γερμανοί ελληνιστές για την αρχαία Ελλάδα, ώστε να μας το μάθουν κι εμάς κι έτσι, εντελώς ξαφνικά, να γίνουμε εθνικά υπερήφανοι για τους αρχαίους μας προγόνους μόλις απ’τον 17ο αιώνα και μετά;
Και μέχρι τον 17ο αιώνα τι κάναμε; Κοιμόμασταν τον μακρίωνο πολιτιστικό ύπνο, ονειρεύομενοι την Αγιά Σοφιά.
Μέχρι που μας ξύπνησαν οι γερμανοί ελληνιστές και μας είπαν, ρε σεις θα καταλάβετε επιτέλους πως είστε Έλληνες;
Να μου τρυπήσεις τη μύτη αν το καταλάβαμε.»
* * *
«Σύμφωνοι, η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Πως να πεθάνει αφού τη σκοτώσατε προ πολλού ρε κερατάδες; Πεθαίνουν οι πεθαμένοι;»
Βασίλης Ραφαηλίδης, (Μυθ)ιστορία των Βάρβαρων Προγόνων των Σημερινών Ευρωπαίων
Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.