"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

9.5 C
Trikala

Τίποτα

lafarm

Σχετικά άρθρα

Τα καλοκαίρια στο χωριό γεννούσαν πάντα το ίδιο ερώτημα: οι γονείς σου σε αφήνουν εκεί για καιρό για να σε χαρούν οι παππούδες σου και να ζήσεις για λίγο σε ένα όμορφο και φυσικό περιβάλλον ή για να σε ξεφορτωθούν για κανένα μήνα και να ηρεμήσουν; Αν και η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη, οι μέρες στο χωριό ήταν πάντα ενδιαφέρουσες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν όμως η ανία των μεσημεριών. Αυτή έσπαγε είτε από την τηλεόραση είτε από το παιχνίδι με φίλους και ξαδέρφια.
Η παρέα που θυμάμαι περισσότερο από το χωριό της μητέρας μου ήταν η Μαριάννα. Κόρη της κυρίας Χρύσας, συμμαθήτριας της μητέρας μου, που ζούσε στην Έδεσσα. Ο πατέρας της ήταν λογιστής, με μεγάλο πάθος για την χαρτοπαιξία, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετά οικονομικά και οικογενειακά προβλήματα, που μάταια προσπαθούσε η κυρία Χρύσα να παραμείνουν κρυφά από τη μικρή κοινωνία του χωριού. Το χαρακτηριστικό της Μαριάννας ήταν η εξυπνάδα της. Όχι μόνο γιατί ήταν μαθήτρια του 20 (ξερό…) αλλά για τη μοναδική ικανότητά της να καταλαβαίνει με τη μία τα πάντα. Μιλούσε λίγο, αλλά πάντα εύστοχα και με τρόπο σαφή.
Το καλοκαίρι πριν την τρίτη λυκείου βρεθήκαμε και οι δυο στο χωριό να διαβάζουμε για τις πανελλήνιες της επόμενης χρονιάς. Ήμασταν «δευτεροδεσμίτες» δηλαδή θα δίναμε για ιατρική. Ένα απόγευμα ήρθαν οι δικοί της επίσκεψη στο σπίτι να δουν τους γονείς μου. Γρήγορα η συζήτηση πήγε στις εξετάσεις των δύο βλασταριών. Ο πατέρας της Μαριάννας δήλωνε απόλυτα ότι αποφάσισε πως η κόρη του θα δώσει για τη στρατιωτική ιατρική, γεγονός με το οποίο η Μαριάννα διαφωνούσε πλήρως. Ο λόγος ήταν ο περιορισμός των εξόδων, με τη σκέψη όμως στη χαρτοπαιξία. Ακούγοντάς τον ήθελα να τον βρίσω, αλλά δεν το έκανα στο πλαίσιο των κοινωνικών συμβάσεων που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.
Τελικά η Μαριάννα πέρασε με τη δεύτερη στην ιατρική Θεσσαλονίκης. (Οι γυναίκες του σπιτιού ευτυχώς επιβλήθηκαν στον πατέρα). Στο τρίτο έτος βρέθηκα και εγώ στην ίδια σχολή μετά από μεταγραφή. Είχα να τη δω τρία χρόνια, από το καλοκαίρι πριν από τις πανελλήνιες. Έμαθα την κλινική της και πήγα να τη βρω. Βλέποντάς την από μακριά η αλλαγή της ήταν έκδηλη. Είχε βγάλει τα γυαλιά της, είχε χάσει κάποια κιλά και το ντύσιμό της ήταν αρκετά προσεγμένο. Ήταν μια πραγματικά όμορφη νεαρή κυρία. Τη φώναξα και κινήθηκα με χαρά να τη χαιρετίσω. Μόλις με είδε ξαφνιάστηκε, κοκάλωσε και με κοίταξε με ένα βλέμμα σαν να έλεγε «τι θες εσύ τώρα εδώ»; Έτεινε το χέρι της ψυχρά και αδιάφορα. Μου θύμισε την αντίδραση των σκυλιών όταν πλησιάζει κάποιο άλλο ξένο στο χώρο τους. Δε με ρώτησε τίποτα και απομακρύνθηκε. Δεν το κρύβω πως ένιωσα ένα συναίσθημα μικτής οργής και στενοχώριας. Μου ήρθε να τη βρίσω, αλλά δεν το έκανα στο πλαίσιο των κοινωνικών συμβάσεων που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.
Η Μαριάννα, από την πρώτη της μέρα στη σχολή γράφτηκε σε μια από τις φοιτητικές παρατάξεις, που όπως λέμε «λύνουν και δένουν». Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν οι αγαστές σχέσεις με τους καθηγητές της σχολής. Επειδή τα αρχικά των επιθέτων μας ήταν κοντινά («Ν» η Μαριάννα, «Ο» εγώ) εξεταστήκαμε μαζί σε αρκετά μαθήματα. Στην ακτινολογία, όπου οι εξετάσεις ήταν προφορικές, δεν άνοιξε το στόμα της, παίρνοντας ως βαθμό 8. Στην αναισθησιολογία βρεθήκαμε ακριβώς δίπλα, είδε τα θέματα, είπε «δεν ξέρω τίποτα», παρέδωσε την κόλλα λευκή, παίρνοντας ένα εφταράκι. Το καλύτερο το φύλαγε για τη δερματολογία. Κάθισε δίπλα μου και με ρώτησε αν ήξερα να απαντήσω στις ερωτήσεις της. Είδα ότι ήξερα τις 4 από τις 5 και της είπα να κάνει υπομονή να τελειώσω τις δικές μου και θα τη βοηθούσα. Αφού ολοκλήρωσα με το γραπτό μου άρχισα να της ψιθυρίζω τις απαντήσεις. Αφού έγραψε μία ερώτηση, είπε «βαρέθηκα» και παρέδωσε το γραπτό της. Μετά από μερικές μέρες τη βρήκα στο κυλικείο της σχολής και πήγαμε να δούμε τα αποτελέσματα από τα διάφορα μαθήματα που είχαμε δώσει. Κοιτώντας τον πίνακα της δερματολογίας, πριν το δικό μου εφτάρι, υπήρχε το ολοστρόγγυλο δεκαράκι της Μαριάννας. Μόλις το είδε φώναξε yes! σφίγγοντας τη γροθιά της και έφυγε. Μου ήρθε να τη βρίσω, αλλά δεν το έκανα στο πλαίσιο των κοινωνικών συμβάσεων που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.
Δεν ξαναείδα τη Μαριάννα από το 2000. Πέρυσι το καλοκαίρι πήγαμε ένα τετραήμερο με τη γυναίκα μου στη δυτική Πελοπόννησο. Περπατώντας στην παραλία μετά το απογευματινό μπάνιο πάτησα σε ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας, που ήταν καλά κρυμμένο στην άμμο. Χρειαζόταν λίγα ράμματα και έσπευσα στο κοντινό κέντρο υγείας. Μπαίνοντας μέσα διέκρινα μια παλιά γνώριμη φιγούρα με άσπρη ιατρική μπλούζα. Ήταν η Μαριάννα! Αυτή τη φορά με χαιρέτησε πραγματικά εγκάρδια. Ήταν γενική ιατρός, διορισμένη εδώ και μία πενταετία περίπου στο κέντρο υγείας. Αφού ο εφημερεύον ειδικευόμενος, με την επίβλεψη της Μαριάννας, περιποιήθηκε το τραύμα μου, αυτή μας κάλεσε την επόμενη στο σπίτι της να γνωρίσουμε την οικογένειά της. Είχε παντρευτεί τον Χρήστο, που ήταν φαρμακοποιός και είχε ένα από τα φαρμακεία της περιοχής. Παλιό φαρμακείο, που το άνοιξε πριν 40 χρόνια ο πατέρας του. Το σπίτι τους, ένα πανέμορφο πετρόχτιστο αρχοντικό, πολύ κοντά στη θάλασσα. Είχαν δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, που ήταν αξιαγάπητα, χαμογελαστά και ιδιαίτερα ήσυχα. Ο Χρήστος ήταν ιδιαίτερα ευγενικός και περιποιητικός. Μας μίλησε για τη δουλειά του που, παρόλες τις αλλαγές, πάει περίφημα και για τη μεγάλη του αγάπη, τα ταξίδια. Με τη Μαριάννα τα τελευταία 9 χρόνια που γνωρίζονται είχαν γυρίσει τη μισή υδρόγειο.
Πριν φύγουμε έμεινα για λίγο μόνος με τη Μαριάννα. Της είπα ότι τη βλέπω πάρα πολύ καλά και ότι η οικογένειά της είναι αξιαγάπητη. Τότε σαν να σκοτείνιασε και άρχισε να μου μιλάει για το διδακτορικό της που έκανε μετά το τέλος των σπουδών, τα χρόνια που ήταν επιστημονικός συνεργάτης σε μια πανεπιστημιακή κλινική και πήγαν χαμένα (ήλπιζε να γίνει λέκτορας, αλλά τη θέση την πήρε ο ανιψιός του καθηγητή) και την απόφασή της να δεχτεί το διορισμό της στο κέντρο υγείας, αφού ήδη είχε κάνει το πρώτο της παιδί. Με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «τίποτα δεν κάναμε, όλα χαμένα πήγαν. Τσάμπα τόσος κόπος τελικά». Μου ήρθε να τη βρίσω, αλλά δεν το έκανα στο πλαίσιο των κοινωνικών συμβάσεων που δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο.

Αχιλλέας Οικονόμου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης