Πόσες φορές έχουμε ακούσει στο ελληνικό ποδόσφαιρο μεγαλεπήβολα πλάνα για επένδυση στο ταλέντο, για στήριξη στα παιδιά των ακαδημιών, για τον μονόδρομο της ανακάλυψης και αξιοποίησης των ποδοσφαιριστών που έχουν την προοπτική να γράψουν τη δική τους ιστορία σε έναν σύλλογο και να δημιουργήσουν ένα κορμό που θα στηρίξει την ομάδα για αρκετά χρόνια; Σχέδια που ξεκινούν με ελπίδα και τελειώνουν άδοξα, καθώς στην τελική ανάγνωση, όλοι κρίνονται από το εφήμερο αποτέλεσμα.
Η έλλειψη υπομονής και μακροχρόνιου πλάνου, είτε πρόκειται για έναν προπονητή με συγκεκριμένες μεθόδους είτε για τεχνικό διευθυντή είτε για τα ίδια τα ταλαντούχα παιδιά, είναι χαρακτηριστικό του ελληνικού ποδοσφαίρου, ανεξαρτήτως ομάδας και διοίκησης. Δύο-τρεις αγώνες που δεν πήγαν καλά μπορούν να γκρεμίσουν τα πάντα.
Τα περισσότερα ταλέντα που εντάσσονται στις πρώτες ομάδες, δοκιμάζονται σε υψηλό επίπεδο και αφήνουν υποσχέσεις, είτε «θάβονται» στην πρώτη στραβή είτε βολοδέρνουν εδώ κι εκεί με τη μορφή δανεισμών. Ελάχιστοι καταφέρνουν να στεριώσουν, όμως δεν είναι τυχαίο ότι στους περισσότερους συμβαίνει αφού αποφασίσουν να φύγουν στο εξωτερικό και να δουλέψουν εκεί, σε διαφορετικές συνθήκες και νοοτροπίες.
Όταν στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης υπήρξαν κάποιες ομάδες που βασίστηκαν στις υποδομές τους και έδειξαν σημαντικά δείγματα γραφής, αρκετοί ήταν εκείνοι που δεσμεύτηκαν να δώσουν μεγαλύτερη σημασία στο συγκεκριμένο μοντέλο. Κάπου στην πορεία, όμως, έχασαν τον δρόμο τους. Και η έρευνα από το “Football Observatory” επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.
Το Παρατηρητήριο δημιούργησε μια ξεχωριστή κατάταξη ομάδων, από 60 ποδοσφαιρικά πρωταθλήματα σε όλον τον κόσμο. Πρώτος στη σχετική λίστα δεν είναι αυτός που έχει καταγράψει τις περισσότερες νίκες ή έχει πετύχει τα περισσότερα γκολ, αλλά η λίγκα που βλέπει τις ομάδες της να δίνουν τον περισσότερο χρόνο συμμετοχής σε ποδοσφαιριστές κάτω των 21 ετών από το ξεκίνημα του 2021. Τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Βενεζουέλα και στη Δανία. Στην πρώτη, το 19.9% των ποδοσφαιριστών είναι κάτω των 21, ενώ στη δεύτερη το 16.5%. Πού βρίσκεται η Ελλάδα; Έβδομη από το τέλος, με ποσοστό συμμετοχής μόλις στο 3.2%!
Για την ακρίβεια, η χώρα μας ισοβαθμεί με τη Νότια Αφρική και από κάτω της βρίσκονται μόνο η Αίγυπτος, η Τουρκία, το Ιράν, η Ταϊλάνδη και η Σαουδική Αραβία. Ο μέσος όρος των ποδοσφαιριστών στη Super League Ελλάδας είναι τα 28.3 χρόνια, ενώ στην τελευταία θέση βρίσκονται οι Παραγουάη, Ταϊλάνδη και Βολιβία με 28.9.
Η απόσταση, δηλαδή, είναι πολύ μικρή, ενώ η χώρα μας καταγράφει τον υψηλότερο ηλικιακό μέσο όρο στην Ευρώπη, με δεύτερες τις Κύπρο και Τουρκία. Είναι κάτι που γίνεται αντιληπτό με μια ματιά στην πιο πρόσφατη αγωνιστική των πλέι οφ, όπου αναμετρώνται οι καλύτερες ομάδες της Super League. Σε τρία ματς, μόλις δύο παίκτες κάτω των 21 ξεκίνησαν βασικοί.
Ο Σωτήρης Αλεξανδρόπουλος του Παναθηναϊκού και ο Λούις Ποζνάσκι του ΠΑΣ Γιάννινα. Άλλωστε, ανάμεσα στις ομάδες με τους υψηλότερους μέσους όρους ηλικίας στις χώρες της UEFA φιγουράρουν και κάποιες ελληνικές: Ο Απόλλων Σμύρνης με 30.1, ο Άρης με 29.7 και η ΑΕΚ με 29.3.
Μήπως δεν υπάρχουν ταλέντα ικανά να πάρουν το βάπτισμα του πυρός; Όχι, δα. Τα μπλοκάκια των σκάουτ γεμίζουν στα πρωταθλήματα των «μικρών» ομάδων. Στους τελικούς που έγιναν πρόσφατα φάνηκαν αρκετά, ενώ προκάλεσαν το ενδιαφέρον και από το εξωτερικό.
Τα τελευταία χρόνια, άλλωστε, είναι αρκετά διαδεδομένη πρακτική τα παιδιά να βγαίνουν στο εξωτερικό από πολύ μικρή ηλικία. Όχι, δηλαδή, επειδή «έλαμψαν» με τις πρώτες ομάδες των συλλόγων στους οποίους ανήκουν, αλλά επειδή εκείνοι που αξιολόγησαν το ταλέντο τους έκριναν πως αξίζει να επενδύσουν σε αυτούς.
Η περίπτωση του Βαγγέλη Παυλίδη είναι χαρακτηριστική. Παίζοντας σε τοπική ακαδημία, έπεισε την Μπόχουμ να του δώσει την ευκαιρία κι από τότε δεν ξανακοίταξε πίσω, κάνοντας καριέρα στο εξωτερικό.
Προφανώς, η ποιότητα ενός πρωταθλήματος δεν κρίνεται αποκλειστικά από τα ταλέντα που παίζουν στις ομάδες του. Βλέπουμε, για παράδειγμα, την Ισπανία και την Ιταλία, δύο χώρες από την κορυφή της Ευρώπης, να βρίσκονται χαμηλά στη σχετική λίστα, με 4.2% και ποσοστό και 3.9% αντίστοιχα σε παίκτες Κ-21. Η εμπειρία και η παρουσία ποδοσφαιριστών που τη συνδυάζουν με την κλάση και τα συγκεκριμένα αγωνιστικά χαρακτηριστικά που χρειάζεται η κάθε ομάδα, είναι πολύ σημαντική.
Ωστόσο, τα μεγέθη είναι ανόμοια. Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία το ποδόσφαιρο ταλανίζεται από ενδημικά προβλήματα, από οικονομική αστάθεια, χαμηλές προσελεύσεις και μια αγωνιστική παρουσία στην Ευρώπη που όλο και δυσκολεύει, η επένδυση και η ανάδειξη του εγχώριου ταλέντου θα έπρεπε να είναι αυτονόητη.
Πόσo μάλλον από τη στιγμή που αρκετές μεταγραφές γίνονται απλά για να γίνουν, χωρίς να αποδίδουν στον αγωνιστικό χώρο αυτά για τα οποία αποκτήθηκαν. Για να συμβεί όμως αυτό, χρειάζεται ποδοσφαιρική λογική και προγραμματισμός, πλάνο, υπομονή, σωστή δουλειά σε όλους τους τομείς. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι στοιχεία που μας διακρίνουν. Μιλάμε, άλλωστε, για μια χώρα που συμβόλαια λύνονται επειδή ένας ποδοσφαιριστής αστόχησε σε πέναλτι ή παρακολούθησε διά ζώσης αγώνα στο γήπεδο της «μισητής» αντιπάλου…
Ομπντούλιο