Οι μαρτυρίες για μια σημαντική στιγμή της νεότερης Ιστορίας μας και των αγώνων που ανέπτυξαν οι συντοπίτες μας ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι μηδαμινές. Και πως άλλωστε όταν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων εκείνης της εποχής δεν βρίσκονται σήμερα στην ζωή. Ανύπαρκτες είναι οι μαρτυρίες και για την Μάχη της Πετρομάγουλας που διεξήχθη στις 14 Σεπτεμβρίου 1944, μεταξύ του Ζάρκου και της Πηνειάδας.
Μετά την έρευνα όμως που πραγματοποιήσαμε καταφέραμε να εντοπίσουμε μια μαρτυρία, ενός κατοίκου του Ζάρκου που σήμερα δεν βρίσκεται στη ζωή. Του αείμνηστου Σωκράτη Τσιοτινού, ο οποίος είδε και κατέγραψε καρέ – καρέ τη μάχη της Πετρομάγουλας, σκαρφαλωμένος σε ένα δέντρο λίγα μόλις μέτρα μακριά από το σημείο της επίθεσης.
Να γνωρίσουμε την τοπική ιστορία και τους νικηφόρους αγώνες των πατριωτών μας για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Αναλυτικά η μαρτυρία του Σωκράτη Τσιοτινού για τα γεγονότα εκείνης της εποχής έχει αναλυτικά ως εξής:
«Τη μάχη την περιγράφω, όπως την παρακολούθησα από πολύ κοντά, ανεβασμένος σ’ έναν πλάτανο, γύρω στα 1.000 μέτρα από τη μάχη και από το ρεζιλίκι που έπαθαν οι Γερμανοί. Δύο γυναίκες ακολουθούσαν τη φάλαγγα των Γερμανών. Οι γυναίκες ήταν από τα Τρίκαλα, (Τσαγκ…) και (Μακρ…) τα ονόματά τους.
Πρωί 9.30, όπως συνήθιζα να υπολογίζω την ώρα, γιατί τότε δεν είχαμε ωρολόγια. Δώδεκα μεγάλα αυτοκίνητα Μερσεντές με πολλούς στρατιώτες σταμάτησαν στο φυλάκιο του Προφήτη Ηλία στο Τσιότι (σημερινή ονομασία Φαρκαδόνα). Οι Γερμανοί ανεβοκατέβαιναν στο ύψος του φυλακίου. Η ζέστη εκείνη την ημέρα ήταν αφόρητη, γύρω στους τριάντα βαθμούς. Μετά από καμιά ώρα έφτασαν άλλα δεκαέξι αυτοκίνητα μεγάλα, δύο ανοιχτά μικρά με αξιωματικούς, δύο ή τρεις τρίκυκλες μοτοσυκλέτες και ένα μικρό ερπυστριοφόρο τανκ. Η ώρα πλησίαζε 11.00 π.μ. και οι Γερμανοί όλο και ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν.
Τελικά ξεκίνησαν με πολύ αργό περπάτημα, σε ρυθμό χελώνας. Οι προδότες, φαίνεται, τους είχαν ειδοποιήσει ότι οι αντάρτες τους περίμεναν στη θέση Πετρομαγούλα. Απέναντι, προς το Κεραμίδι, στ’ αναχώματα του Αργυρόπουλου ήτανε τριάντα εφεδροελασίτες που δεν πειράξανε καθόλου τους Γερμανούς, για να τους καταφέρουν να παγιδευτούν στον κλοιό της Πετρομαγούλας. Αυτοί οι εφεδροελασίτες κρατούσαν θέση, ώστε να μην κατέβουν οι Γερμανοί από το φυλάκιο του Προφήτη Ηλία και πάνε για ενίσχυση στη μάχη που θα γινότανε, στην Πετρομαγούλα. Προχωρώντας προς τη Λάρισα οι Γερμανοί, μετά από μιάμιση ώρα, φτάσανε στη στάση του Ζάρκου. Οι στρατιώτες κατέβηκαν από τ’ αυτοκίνητα και προχώρησαν μαζί με τ’ αυτοκίνητα πιο αργά και από χελώνα, μισοί από δεξιά και μισοί από αριστερά, στην άκρη του κρασπέδου.
Οι δύο λόχοι του 5ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, αραδιασμένοι, από τη θέση του βουνού Δρακόσπιτο (πίσω από τον Προφήτη Ηλία του Ζάρκου) ως το νεκροταφείο του Ζάρκο-Μαρί (σημερινή Πηνειάδα) περιμένανε τα σκυλιά (δηλαδή τους Γερμανούς), για να δοθεί το σύνθημα της μάχης. Ο δρόμος ναρκοθετημένος με νάρκες και βλήματα βαρέος πυροβολικού. Πέρα από τον Πηνειό, στη θέση Ντουμπρούσι, ήτανε ένα τάγμα του 1/38 Συντάγματος του ΕΛΑΣ με αρχηγό έναν αγρονόμο που υπηρετούσε στο Τσιότι (σήμερα Φαρκαδόνα) και λεγόταν Γκίκας. Δεν θυμάμαι περισσότερα στοιχεία για τον αρχηγό, ο οποίος ήταν σκοπευτής του αντιαρματικού πολυβόλου, το οποίο υπήρξε η καταστροφή των γερμανικών αυτοκινήτων.
Μόλις η φάλαγγα μπήκε στο χώρο του θανάτου, τα πρώτα δύο μικρά αυτοκίνητα, οι μοτοσυκλέτες και το μικρό άρμα μάχης φτάσανε στο νεκροταφείο Πηνειάδας. Τα υπόλοιπα ακολουθούσαν πίσω από αυτά σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων. Δίνεται τώρα το σύνθημα της μάχης με μια τουφεκιά του καπετάνιου του ΕΛΑΣ. Εκεί έγινε το «σώσε». Οι Γερμανοί μόλις φάγανε τα πρώτα πυρά από τους λόχους του 5ου συντάγματος (τα πυρά ξεκίνησαν από τη θέση «Κοκκιναδάκι») πιάνουν θέση από κάτω, από τη δεξιά πλευρά του δρόμου, νομίζοντας ότι δεν υπάρχει δύναμη του ΕΛΑΣ στις θέση Ντουμπρούσι και στα καλαμπόκια. Στη συνέχεια τους Γερμανούς τους πλακώνει το 1/38 από το Μύτικα της Μπάρας (στο βουνό Ντουμπρούσι). Στα καλαμπόκια που ήταν σπαρμένα στην κοίτη του Πηνειού ήταν κρυμμένοι αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ταυτόχρονα οι Ελασίτες άρχισαν να τραβούν τα καλώδια από τις παγιδευμένες νάρκες.
Οι Γερμανοί μέσα στην κόλαση του πυρός, αλαφιασμένοι και τρομοκρατημένοι έβγαζαν φωνές γεμάτες απελπισία, τα είχαν χάσει και δεν ξέρανε τι κάνανε. Το κατάστρωμα του δρόμου είχε γεμίσει νεκρούς Γερμανούς. Ένας Γερμανός αξιωματικός χώθηκε σ’ ένα σπίτι στην Πηνειάδα με γύρω στους δέκα στρατιώτες, οι οποίοι αυτοκτόνησαν μαζί με τον αξιωματικό.
Κατά τη διάρκεια της μάχης ο καπετάνιος του 5ου συντάγματος φώναξε να σταματήσει το αντιαρματικό να ρίχνει, λέγοντας: «Τι πολεμάμε; Τι θα τους πάρουμε; Να μην τα κάψουμε όλα». Βλέποντας τους Γερμανούς να ξεψυχούν, αμέσως μετά ξαναφώναξε: «Φέρτε φυσίγγια από το πολυβόλο χότσκις». Φαίνεται ότι τα φυσίγγια είχαν τελειώσει.
Η μάχη σχεδόν τελείωνε. Οι Ελασίτες επιτίθενται στο πεδίο της μάχης, κατεβαίνοντας προς τον κεντρικό δρόμο, όπου υπήρχαν τα μισοκαμένα Γερμανικά αυτοκίνητα. Οκτώ Γερμανοί και δύο φιλενάδες των Γερμανών από τα Τρίκαλα, ήταν κάτω από ένα γεφυράκι, ύψος ογδόντα πόντων και φάρδους ενός μέτρου. Είχαν τέτοια κάλυψη οι Γερμανοί εκεί, ώστε ήταν δύσκολο να τους χτυπήσουν από πάνω. Ακούγοντας τον καπετάνιο να φωνάζει για φυσίγγια οι δύο γυναίκες εμψυχώνανε τους Γερμανούς, λέγοντας τους ότι δήθεν τελειώσανε τα πυρομαχικά των Ελασιτών. Για ακόμη μιάμιση ώρα το γεφύρι αυτό κράτησε λόγω της θέσης και δεν έπεσε στα χέρια των Ελασιτών. Εν τω μεταξύ οι Ελασίτες σκεφτήκανε, ενώ τους φυλάγανε πάνω και κάτω με τα όπλα, να πάνε από το δρόμο και να τους ρίξουν χειροβομβίδες. Αυτό ανάγκασε τους Γερμανούς να βγούνε με τα χέρια ψηλά και να παραδοθούνε.
Για ό,τι επακολούθησε δεν μπορώ να ξέρω ακριβώς, γιατί δεν ήμουνα παντού αυτόπτης. Οι Ελασίτες πιάσανε ογδόντα αιχμαλώτους, δεκατρία αυτοκίνητα που τα πήγανε στην Καρδίτσα, η οποία είχε ήδη ελευθερωθεί, αλλά την καταστρέψανε εντελώς. Πολλά αυτοκίνητα μισοκατεστραμμένα τα παράτησαν στη μάχη. Πολλοί Γερμανοί φύγανε προς τ’ Αλίφακα Λάρισας, περνώντας το ποτάμι. Οι νεκροί, πάνω από ογδόντα, θάφτηκαν την άλλη μέρα, 15 Σεπτέμβρη 1944, με τη συμβολή και τη βοήθεια των χωρικών της περιοχής. Ο δρόμος πάνω και κάτω είχε γεμίσει νεκρούς Γερμανούς. Στο χωριό Ζάρκο φέρανε αιχμαλώτους τις γυναίκες (συνεργάτες των Γερμανών), ένα λοχαγό και ένα ταγματάρχη, καθώς και καμιά δεκαριά στρατιώτες.
Τους Γερμανούς αιχμαλώτους τους βάλανε να κοιμηθούν στο σπίτι του θείου μου. Ήμουνα κι εγώ στο σπίτι. Ο ταγματάρχης με ρώτησε στα ελληνικά: «Είσαι αετόπουλο;» Κι εγώ του απάντησα ότι είμαι. Στη συνέχεια μου ζήτησε να του πω ένα επαναστατικό ελληνικό τραγούδι. Κι εγώ του είπα το τραγούδι:
Η σκλαβιά πικρό φαρμάκι, μαύρη κι άραχνη ζωή.
Φασιστάδες μαύροι δράκοι, μας πατήσανε τη γη.
Σφάζουν, δέρνουν κι ατιμάζουν και ρημάζουν τα χωριά.
Και ό,τι βρουν όλα τ’ αρπάζουν μαθημένοι στην κλεψιά.
Τη στιγμή εκείνη ο Γερμανός ταγματάρχης άρχισε να κλαίει. Το βράδυ γύρω στις έξι με επτά τελειώσανε όλα. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ ερχόντουσαν τραγουδώντας:
Με θάρρος, με ορμή και με γερό κορμί
θα πολεμήσουμε και θα νικήσουμε.
Και τέλος φωνάζανε «Νικήσαμε!»
Ο κόσμος βγήκε και καλωσόρισε τους Ελασίτες και τις Επονίτισσες του Ζάρκου, που πήγανε και βοηθήσανε σχεδόν σ’ όλη αυτή την επιχείρηση. Οι οδηγοί των αυτοκινήτων έρχονταν με τα αυτοκίνητα γεμάτα λάφυρα.
Δυστυχώς όμως θρηνήσαμε και τρεις Ελασίτες. Ο ένας απ’ αυτούς λίγο πριν πεθάνει, πρόλαβε και φώναξε: «Ζήτω το ΕΛΑΣ», ενώ ένας άλλος αντάρτης φώναξε: « Ή θα πάρω άρβυλα, ή θα σκοτωθώ», εννοώντας τα άρβυλα του κατακτητή που θα πάρει ως λάφυρα, γιατί, λόγω φτώχειας, δικά του δεν είχε. Δυστυχώς, σκοτώθηκε πριν προλάβει να πάρει τ’ άρβυλα του κατακτητή. Έτσι τελείωσε η μάχη της Πετρομαγούλας, δοξάζοντας γι’ άλλη μια φορά τον τιμημένο ΕΛΑΣ.
Δίνω στη συνέχεια ορισμένα συνοπτικά στοιχεία για το Ζάρκο, απώλειες στην κατοχή και στον εμφύλιο και παρακαλώ να δημοσιευτούν ως έχουν:
Το 1941 με τη κατάρρευση του μετώπου άρχισε η δυστυχία του ελληνικού λαού. Κλείνει το δημοτικό σχολείο Ζάρκου. Βομβαρδίζεται η Λάρισα από ιταλικά αεροπλάνα. Τη Μεγάλη Παρασκευή βομβάρδισαν το χωριό μας κάτω στον κεντρικό.
9 Φλεβάρη 1942: Αφοπλισμός στο χωριό Ζάρκο από τους Ιταλούς. Μάζεψαν πολλά τουφέκια περισσότερα κυνηγετικά κι έριξαν πάρα πολύ ξύλο στους χωρικούς.
1943: Άρχισαν τα πρώτα τμήματα του ΕΛΑΣ να βγάζουνε λόγους στα χωριά και να καθοδηγούνε τον σκλάβο ελληνικό λαό. Σιγά- σιγά τα τμήματα γίνονταν λόχοι. Τα τρόφιμα τους ήταν από το υστέρημα του Ελληνικού λαού. Τα πρώτα τους όπλα ήταν γκράδες και μανινχέρια και ό,τι άλλο υπήρχε.
Το καλοκαίρι του 1943, άδειασε το χωριό, πήγαμε όλοι στον κάμπο, κρυφτήκαμε στην άκρη του ποταμού Πηνειού, στα καλαμπόκια και σ’ ένα δάσος πέρα από τον Πηνειό, στον Άγιο Ταξιάρχη. Οι Ιταλοί κάψανε σπίτια, άρπαξαν ρούχα, προίκες κοριτσιών. Ερχόμαστε το φθινόπωρο στα σπίτια μας και μετά από λίγες μέρες κάνουν οι Γερμανοί επιχειρήσεις στα βουνά και στις χαράδρες. Εξαθλιωμένοι από πείνα, ρουχισμό και όλα τα υπόλοιπα.
Ζημιές από τα στρατεύματα κατοχής: 6.000 στρέμματα σιτάρι, καμένα σαράντα σπίτια από τους Ιταλούς, πολλά ζώα, κυρίως βοοειδή. Επίσης κάηκε το Δημοτικό Σχολείο (6/τάξιο).
23 Φλεβάρη 1943. Ιδρύθηκε η ΕΠΟΝ. Την ημέρα εκείνη στήθηκε μεγάλος χορός στο σπίτι του Μαγγόλα, γύρω στους 120 νέους και νέες του Ζάρκου χορεύανε και τραγουδούσανε. Είχανε και ένα γραμμόφωνο. Από τότε η ΕΠΟΝ του Ζάρκου έγινε πολύ ισχυρή και πολλοί προσχώρησαν στον εφεδρικό ΕΛΑΣ.
Τον Φεβρουάριο του 1943 έγινε μια μικρή μάχη (σαμποτάζ) με τους Ιταλούς στη θέση Βρυκολάκια (ανάμεσα στο Ζάρκο και την Φαρκαδόνα). Με τον αφοπλισμό των Ιταλών έγινε δεύτερη μάχη μεγαλύτερη για καθυστέρηση των Γερμανών στην ίδια θέση, ώστε να μην περάσουν στα Τρίκαλα οι Γερμανοί.
Εμείς τα αετόπουλα ήμαστε καθοδηγημένα από τους Επονίτες Ρέτσικα Χριστόφορο και Καρλιάμπα Αθανάσιο, παλικάρια και οι δύο, οι οποίοι σκοτώθηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό. Το τραγούδι μας ήταν:
Δασκαλεμένα απ’ την ΕΠΟΝ, βοηθάνε τους αντάρτες να τσακιστεί ο φασισμός, κι οι ντόπιοι λαογδάρτες.
Νεκροί Αλβανικού Μετώπου: Τσιοτινός Σπύρος του ΔημητρίουΤσιοτινός Ιωάννης του ΔημητρίουΜουτογιώργος Κώστας Γεωργούλας Αθανάσιος Μπέης ΠάτροκλοςΒούλγαρης Αθανάσιος του Πέτρου Κωνσταντίνος Κουτσιανάς
Ανάπηροι Αλβανικού Μετώπου: Δόλγυρας Αλέξανδρος του Πασχάλη, Ρίμπας Νίκος, Γριζανίτης Δημήτριος, Πάτσιος Αντώνης, Χαλδούπης Ιωάννης, Κολοβός Δημήτριος.
Ελασίτες νεκροί στη μάχη της Πετρομαγούλας: Αγγελής Θωμάς, Αναστασίου Γεώργιος, Λάλας Ανδρέας
Θύματα Κατοχής: Μουράτης Κλέαρχος (από βομβαρδισμό), Δραγώγιας Κώστας (από τους Γερμανούς), Δρετάνης (από τους Ιταλούς).
Ελασίτες Ζάρκου: Γκράβας Γεώργιος, Μπασιάκος Βασίλειος, Μαμέκας Δημήτριος, Πάτσιος Ηλίας, Κωστίμπας Ιωάννης, Βανακάρας Αθανάσιος, Κατσαράκος Αναγ., Καματσέλος Αναγ., Γατσέλης Αρ., Κολοβός Σωτήρης, Σκύφτας Βασίλης, Δόλγυρας Θρ., Κολοβός Γεώργιος (λοχαγός), Μπέης Θωμάς, Κωστίμπας Κωνσταντίνος, Κολοβός Κωνσταντίνος, Πάτσιος Θωμάς, Μουράτης Άγγελος, Μαγγόλας Αναστάσιος (Ανθυπολοχαγός), Λόκας Βασίλειος, Οικονόμου Αθανάσιος, Καρλιάμπας (Σπανός), Μαμέκας Ηλίας.
Εμφύλιος: Στρατιώτες που έγιναν αντάρτες (έφυγαν από τον κυβερνητικό στρατό κι έγιναν αντάρτες στο Δημοκρατικό Στρατό): Στάμου Ιωάννης, Παπαναστασίου Ιωάννης, Καματσέλος Θεοχάρης ( και οι τρεις νεκροί).
1946 (Θύματα ομάδων ΜΑΥ): Μουράτης Αθανάσιος, Μπίλης Γεώργιος, Βανακάρας Ηλίας, Διαμαντάς Ηλίας.
Εκτελεσθέντες με αποφάσεις στρατοδικείων Λάρισας και Τρικάλων: Μαρουκάς Σωκράτης (Τρίκαλα), Ζουγκανάς Πάντος ( Μεζούρλο Λαρίσης).
Αντάρτες Δημοκρατικού Στρατού: Κολοβός Γεώργιος (λοχαγός), Λανάρας Βασίλειος, Γατσέλης Αριστείδης, Καρλιάμπας Αθανάσιος, Ρέτσικας Χριστόφορος.
Στρατολογημένοι στο Δημοκρατικό Στρατό (1948-1949, Θύματα): Μουράτης Κώστας του Παναγιώτη, Μουράτης Ηλίας του Παναγιώτη, Παπαναγιώτου Κωνσταντίνος του Ιωάννη, Κύρκου Τασούλα του Μιχαήλ, Δόλγυρα Ευδοκία του Κωνσταντίνου, Γιαλαμάς Χριστόφορος του Αθανάσιου, Κωστίμπας Κώστας του Γεωργίου, Κωστίμπας Νίκος του Μιχαήλ, Σβανάς Χρήστος του Γεωργίου (εθελοντής), Κεραμίδας Νίκος του Κωνσταντίνου (εθελοντής), Διβανές Ευάγγελος του Κωνσταντίνου, Διβανές Κωνσταντίνος του Μιχαήλ, Μουράτης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, Γεωργούλας Νίκος του Γεωργίου, Μπασιάκος Χρήστος του Ανδρέα, Γκράβας Χρήστος του Κωνσταντίνου, Σκύφτας Ιωάννης του Δημητρίου.
(Το 1948 τον Αύγουστο στρατολόγησε ο Δημοκρατικός Στρατός γύρω στα 180-190 άτομα από το Ζάρκο).
Οι παρακάτω σκοτώθηκαν στον Εμφύλιο πόλεμο: Ζώτος Δημήτριος του Νικόλαου, Βούλγαρης Αλκιβιάδης, Οικονόμου Μέλτης του Ελευθερίου, Γκράβας Ιωάννης του Στέργιου, Μαγγόλας Ιωάννης του Θεμιστοκλή, Καρλιάμπας Ανδρέας (θύμα από εγγλέζικο αεροπλάνο στην οπισθοχώρηση των Γερμανών).
Πηγή : «KriniLive»
Τι είναι αυτά που λες παιδί μου (Τρίκκηπρες);
Μα, αυτά τα λένε οι κομμουνισταί.
Από το έργο Μάθε παιδί μου γράμματα 1981.