“Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους” είχε γράψει κάποτε ο Μανόλης Αναγνωστάκης.
Όταν είχα δει τον κύριο Κώστα μες στη βάρκα του, να γυρίζει στο πλημμυρισμένο χωριό του, αυτός ο στίχος μου ήρθε στο μυαλό.
Ογδόντα χρονών άνθρωπος πήρε τη σκουριασμένη βάρκα του κι έψαχνε ανθρώπους. Τι κι αν τα παιδιά και τα εγγόνια του, τού φώναζαν να φύγει, εκείνος τους είπε: “Φύγετε εσείς, έχω τη βάρκα”. Έμεινε. Δεν τους άκουσε. Έμεινε. Δεν πρόλαβε να πάρει κάτι μαζί του. Μόνο τη βάρκα του. Το μόνο που ζητούσε όπου σταματούσε ήταν λίγο νεράκι να πιει για να συνεχίσει. Και το έκανε. Συνέχιζε. Κι έσωσε ανθρώπους. Πολλούς.
Και χρειάστηκε να σκάψει με τα χέρια του τέσσερις σειρές κεραμίδια. Είχε τότε πει: «Από αυτό το σπίτι έσωσα ένα ανδρόγυνο. Το νερό είχε φτάσει τα πέντε μέτρα.
Σταμάτησα στην κορυφή στα κεραμίδια – αναγκάστηκα να βγάλω τέσσερις σειρές ώστε να ανοίξω χώρο. Πρώτα έβγαλα τον σύζυγο και στη συνέχεια με τη βοήθειά του, απεγκλωβίσαμε τη γυναίκα του. Όλοι ήμασταν φοβισμένοι καθώς το νερό πλημμύριζε συνεχώς το χωριό.
Τελικά, κατάφερα και τους πήγα στο κοινοτικό γραφείο που είναι το πιο ψηλό οίκημα του χωριού».
Μαθαίνω, διαβάζω την είδηση πως ο βαρκάρης, ο Κώστας ο Τασιόπουλος πέθανε. Ο κυρ Κώστας που αναζητούσε συμπολίτες του στις σκεπές των σπιτιών με την παλιά σιδερένια βάρκα.
Ο κυρ Κώστας που άκουγε ανθρώπους να λένε “Πνιγόμαστε” και πήγαινε να τους βρει.
Ο κυρ Κώστας που ήταν οι στίχοι του Καζαντζάκη: “Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.”
Ο κυρ Κώστας, ο απλός άνθρωπος ο κυρ Κώστας.
Που μου έρχονται εκατό στίχοι που του ταιριάζουν. Ο κυρ Κώστας, της Μεταμόρφωσης ο βαρκάρης.
Γιάννα Κούκα