Ήταν ο πρώτος σταρ του ποδοσφαίρου. Αυτός που κάθε γυναίκα ποθούσε και κάθε άντρας ήθελε να του μοιάσει. Ήταν αυτός που έδινε χρώμα όταν ακόμα το ποδόσφαιρο ήταν ασπρόμαυρη εικόνα. Ένας ευλογημένος αρτίστας αναγνωρισμένος από όλους, απρόβλεπτος και λάτρης της αναρχίας όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, ένας ποδοσφαιριστής που μπορούσε να κάνει μέσα στο γήπεδο αυτό που δεν περίμενε κανείς.
Και ήταν εκρηκτικός και ασυγκράτητος, επίσης. Σύμβολο μιας εποχής. Ένας αλήτης που αδιαφορούσε για τη συμβατική ζωή και ακολουθώντας την ψυχή του ζούσε τη ζωή στα άκρα: ακόμα και μέσα σε ποτάμια από αλκοόλ, σε αγκαλιές αμέτρητων γυναικών, σε εφήμερες συνήθειες. Δεν είχε απωθημένα, δεν μετάνιωσε, έζησε στα άκρα και του άρεσε.
Τα γαλάζια μάτια του άνοιξαν τον Μάιο του 1946… Το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά μιας οικογένειας που άνηκε στο εργατικό στρώμα του Κρέγκαφ, στο κέντρο του Μπέλφαστ. Δύσκολα παιδικά χρόνια. Από μικρός στην τοπική ομάδα και το 1961 σε ένα παιχνίδι της Κρέγκαφ με την Μπόιλαντ, ο Μπεστ θα σκοράρει δύο γκολ και θα εντυπωσιάσει τον σκάουτερ της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μπομπ Μπίσοπ, ο οποίος είναι παρών στο γήπεδο. «Νομίζω ότι βρήκα μια ιδιοφυία» ήταν οι πέντε λέξεις σε ένα τηλεγράφημα, που έπεισαν τον Ματ Μπάσμπι.
Ο νεαρός Τζορτζ μετακομίζει στο Μάντσεστερ. Το πρώτο βράδυ μαζεύει τα πράγματά του και φεύγει. Γυρίζει στο Μπέλφαστ. Κατσάδα από τον πατέρα του, ο οποίος επικοινωνεί με τον Μπάσμπι και του ξαναστέλνει πίσω τον γιο του.Προβεβλημένοι σύνδεσμοι
Τον Σεπτέμβριο του 1963, ο Μπεστ είναι 17 χρόνων και παίζει βασικός στο παιχνίδι της Γιουνάιτεντ με τη Γουέστ Μπρομ. Κάθε φορά που ακουμπούσε τη μπάλα, αποθεωνόταν. Επέστρεψε στους αναπληρωματικούς και εκεί έμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Έκλεισε τη σεζόν με 26 συμμετοχές και έξι γκολ.
Ο Ματ Μπάσμπι, που προσπαθούσε να φτιάξει ξανά την ομάδα μετά την τραγωδία του Μονάχου, έβλεπε τον αδύνατο μακρυμάλλη (ήταν μόλις 50 κιλά εκείνη την εποχή) και είχε πειστεί ότι ο μικρός ήταν ικανός να τα καταφέρει. Και φυσικά είχε και το ταλέντο, παρά το γεγονός ότι γινόταν… βορά των αντίπαλων αμυντικών λόγω της καχεκτικής παρουσίας του. Ο Μπάσμπι δεν ανησυχούσε… «Δεν υπάρχει καμία προπόνηση της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από την ημέρα που ο Μπεστ έγινε μέλος της ομάδας, που να μην αποχωρεί από το προπονητικό κέντρο γεμάτος μελανιές και γρατζουνιές. Θα μάθει να αντέχει στο σκληρό στιλ ποδοσφαίρου της Αγγλίας» ήταν η απάντησή του.
Έτσι κι έγινε… Ο Μπέστ αναδείχθηκε σε ηγέτη των «κόκκινων διαβόλων» χάρη στα δύο παιχνίδια κόντρα στη Μπενφίκα για τα προημτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ το 1966. Οι Άγγλοι είχαν νικήσει 3-2 στην έδρα τους και πήγαν στη Λισαβόνα με ελαφρύ προβάδισμα για την πρόκριση. Ο Μπεστ όχι μόνο πέτυχε δύο γκολ σε δώδεκα λεπτά στο 5-1 της ρεβάνς, αλλά έδειξε ότι διαθέτει νεύρο και τσαμπουκά και μπορεί να πάρει την ομάδα πάνω του.
Κόντρα στη Μπενφίκα, κόντρα στον μεγάλο Εουσέμπιο, δύο χρόνια μετά, έμελλε να γράψει ο Μπεστ την πρώτη μεγάλη χρυσή σελίδα της καριέρας του. Δέκα χρόνια μετά το Μόναχο, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στέφθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της πρωταθλήτρια Ευρώπης επικρατώντας με 4-1 στο «Γουέμπλεϊ», ο Μπεστ πέτυχε το δεύτερο γκολ της αναμέτρησης, πραγματοποιώντας ένα σόλο, περνώντας και τον τερματοφύλακα. Στο τέλος της σεζόν θα κατακτήσει τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή και θα βάλει το όνομά του δίπλα σε αυτά των Λόου και Τσάρλτον.
Το 1968 έφυγε με τον Μπεστ να κατακτά τη «Χρυσή Μπάλα», ο πρώτος Βορειοϊρλανδός που τιμήθηκε με το βραβείο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή στον κόσμο. Ήταν 22 χρόνων και είχε κατακτήσει πρωτάθλημα στην Αγγλία, Κύπελλο Πρωταθλητριών και ήταν ο καλύτερος παίκτης στον πλανήτη.
Είναι τα χρόνια που απογειώνονται οι Μπιτλς με αφετηρία το γειτονικό Λίβερπουλ. Ο Μπεστ απολαμβάνει δόξα ανάλογη με αυτή που ζουν ο Λένον, ο ΜακΚάρντνεϊ, ο Χάρισον και ο Ρίνγκο Σταρ. Τον αποκαλούν «πέμπτο σκαθάρι».
Και τότε άρχισε σταδιακά η κατάρρευση… Μπορεί να ήταν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, αλλά είχε αρχίσει να ζει μια άλλη ζωή… Κατάφερε να σηκώσει μια ομάδα, αλλά ο ίδιος κατέρρεε. Λεφτά, δόξα, γυναίκες, lifestyle, ποτό, αυτοκίνητα. Ο Μπεστ δεν ήταν απλά ένας ποδοσφαιριστής, ήταν ένας σταρ της εποχής. Ακόμα και ο ίδιος ο σύλλογος τον τιμωρούσε για τα νυχτοπερπατήματά του. Δεν τον ένοιαζε. Λάμβανε 10.000 γράμματα από θαυμαστές κάθε εβδομάδα. Ειδικό φορτηγάκι των Βρετανικών ταχυδρομείων μετέφερε τις επιστολές στο σπίτι του. Γυναίκες πήγαιναν στο γήπεδο μόνο για να τον δουν. Τα εισιτήρια στο «Ολντ Τράφορντ» γίνονταν ανάρπαστα χάρη σε αυτόν. Μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει. Ακόμα και να γεμίζει τα πρωτοσέλιδα των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων.
Ο Μπάσμπι τον καλούσε στο γραφείο του για να τον κατσαδιάσει και ο Μπεστ αντί να ακούει τις παρατηρήσεις, είχε αλλού το μυαλό του. Όταν κάποτε ρώτησαν τον Μπεστ τι θυμάται περισσότερο από εκείνες τις συναντήσεις με τον Μπάσμπι , εκείνος απάντησε: «Μια φορά η κατσάδα και το βρίσιμο ήταν τόσο μεγάλης διάρκειας, που πρόλαβα να μετρήσω όλα τα ζωάκια στην ταπετσαρία που είχε στο γραφείο του».
Μέσα στα γήπεδα άρχισε να φθίνει… Είχε τις μικρές αναλαμπές του, κυρίως μετά το 1970 και την επιστροφή του Μπάσμπι στον πάγκο της ομάδας. Το γκολ του κόντρα στη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ εκείνη τη σεζόν, ζαλίζοντας τέσσερις αμυντικούς πριν στείλει τη μπάλα στα δίχτυα ήταν η απόδειξη ότι το ταλέντο ήταν ακόμα εκεί. Απλά το χαράμισε. Στο παιχνίδι με την Τσέλσι αποβλήθηκε, ακολούθησαν απειλές για τη ζωή του και ο ίδιος προτίμησε να μην εμφανιστεί επί μια εβδομάδα στις προπονήσεις διασκεδάζοντας με την Μις Μεγάλη Βρετανία, Κάρολιν Μουρ. Στο τέλος της σεζόν ανακοίνωσε ότι σταματάει το ποδόσφαιρο, τελικά συμμετείχε στην προετοιμασία, μετά από μερικούς μήνες εξαφανίστηκε από την ομάδα και εμφανιζόταν μόνο σε κλαμπ του Λονδίνου. Η σεζόν κύλησε με ανακοινώσεις ότι εγκαταλείπει και με επιστροφές στις προπονήσεις…
«Σε ένα παιχνίδι απέναντι στην Ίπσουϊτς, είχα σκοράρει απευθείας με κόρνερ. Είχα κάνει πολλές προπονήσεις και έβαζα 9 στα 10. Την επόμενη μέρα διάβασα στις εφημερίδες ότι με χαρακτήριζαν απλά τυχερό. Έπειτα από δύο εβδομάδες παίξαμε ξανά στο Κύπελλο, κερδίσαμε ένα κόρνερ, προσπάθησα να κάνω το ίδιο και η μπάλα πήγε στην εξωτερική πλευρά του δοκαριού. Αν είχε πάει μέσα, θα ανέβαινα μέχρι και τις θέσεις των δημοσιογράφων, θα υποκλινόμουν και θα… αποχωρούσα». Έτσι σκεφτόταν. Αυτός ήταν ο Μπεστ.
Σε παιχνίδι της εθνικής της Βόρειας Ιρλανδίας απέναντι στην Ολλανδία, το 1976 και στο δρόμο προς το γήπεδο του Ρότερνταμ, δημοσιογράφος του Guardian καθόταν ακριβώς πίσω του και τον ρώτησε αν ο Γιόχαν Κρόιφ ήταν καλύτερος από εκείνον. Τι απάντησε;
«Μου κάνεις πλάκα έτσι; Θα σου πω τι θα κάνω… Θα κάνω “ποδιά” στον Κρόιφ με την πρώτη ευκαιρία». Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού με τους «οράνιε», βρήκε αυτή την ευκαιρία και μόλις έκανε το «τούνελ» στον Ολλανδό θρύλο, σήκωσε ψηλά τη γροθιά του συνεχίζοντας παράλληλα το παιχνίδι και την κίνησή του. Είχε στείλει το μήνυμά του… «Αυτό που είχε ήταν μοναδικό, δεν μπορούσες να το προπονήσεις» είχε πει για τον Μπεστ ο «ιπτάμενος Ολλανδός».
Εκτός από το ποτό, έχει αρχίσει να φλερτάρει και με τον τζόγο. Έπαιρνε πολύ καλά λεφτά από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά έχανε περισσότερα. Τα χρέη μαζεύονταν. Προσπαθούσε να βρει έσοδα από διαφημίσεις. Δεχόταν να διαφημίσει οτιδήποτε αρκεί να του απέφερε μερικά χρήματα.
Την 1η Ιανουαρίου του 1974, ο Μπεστ έπαιξε για τελευταία φορά με τη φανέλα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον αγώνα με την ΚΠΡ στο «Λόφτους Ρόουντ» με τους «κόκκινους διάβολους» να χάνουν 3-0. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθη με την κατηγορία της κλοπής του διαβατηρίου, της γούνας και του μπλοκ επιταγών της Αμερικανίδας ηθοποιού, Μάρτζορι Γουάλας. Αθώωθηκε και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν. Στο τέλος της σεζόν οι «κόκκινοι διάβολοι» υποβιβάστηκαν.
Ο Μπεστ εγκατέλειψε την Αγγλία και έκανε… τουρ σε Νότια Αφρική, Ιρλανδία, ΗΠΑ, Σκοτία και Αυστραλία. Έτσι, άδοξα τελείωσαν όλα. Και τότε άρχισε να πίνει… Όλο και πιο πολύ. Και δεν τον ένοιαζε. «Είχα ένα σπίτι στη θάλασσα, αλλά για να φτάσω εκεί έπρεπε να περάσω από ένα μπαρ. Δεν πήγα ποτέ στο σπίτι». Έκανε χιούμορ; Ή ήταν τόσο κυνικός; Τα λόγια του ήταν μόνο για το ποτό. «Κάθε φορά που πηγαίνω κάπου, υπάρχουν 70 άτομα που με καλούν για ποτό. Δεν μπορώ να τους αρνηθώ». Το διακωμωδούσε.
Δύο δεκαετίες μετά ήταν ακόμα βυθισμένος στο ποτό, το 2002 θα κάνει μεταμόσχευση. Νέο συκώτι. Θα γιορτάσει την επιτυχία της επέμβασης με ποτό. Αδιόρθωτος. Αμετανόητος. Έκανε πλάκα. «Να πάω στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Μόνο που είναι δύσκολο να μείνω Ανώνυμος». Και γελούσε… Και όταν κατάλαβε πως φτάνει στο τέλος, ένα μόνο είχε να πει σε αυτούς που τον θαύμασαν, τον ζήλεψαν, τον φθόνισαν. «Μην πεθάνετε όπως εγώ».
Ενάμιση μήνα έμεινε στο νοσοκομείο. Το δέρμα του ήταν κίτρινο και τα μάτια του περίεργα. Επί πολλές ημέρες συνδεδεμένος στο μηχάνημα αιμοκάθαρσης βλέποντας τηλεόραση. Μικροσκοπικός, μόνο δέρμα και κόκαλα. Τα κόκαλα από τα μάγουλά του είχαν πεταχτεί, το δέρμα του κίτρινο και έκανε γρήγορες κινήσεις με το κεφάλι του. Έδειχνε πανικόβλητος. Απ’ όλα τα πράγματα που θα μπορούσε να φανταζόταν, αυτός είχε παραισθήσεις ότι γινόταν πάρτι με γυναίκες και ποτά… Οι γιατροί καλούν τον γιο του. «Δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορούμε να κάνουμε, θα πρέπει να αποσυνδέσουμε το μηχάνημα». Ένα κρύο βράδυ, στις 25 Νοεμβρίου 2005.
Μια νοσοκομά πλησιάζει τον Κάλουμ Μπεστ. «Ξέρω πως είναι δύσκολη η στιγμή, αλλά πρέπει να αποφασίσετε αν θέλετε να δωρίσετε κάποια από τα όργανά του». Τα μάτια του…Αυτό ήταν που τον έκανε να ξεχωρίζει. Όλοι λάτρευαν τα μάτια του, ήταν το αγόρι του Μπέλφαστ με τα μπλε μάτια.
sdna.gr