"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

19.7 C
Trikala

Γουρνοχαρά στη Σωτήρα!

lafarm

Σχετικά άρθρα

Μια κλασική θεσσαλική γιορτή, μια τυπική διαδικασία ένταξης της ζωής στον κύκλο του χρόνου, παρουσιάζεται στους τρικαλινούς μία ημέρα μετά τα Χριστούγεννα. Πρόκειται για τη γουρνοχαρά, το παμπάλαιο αυτό έθιμο – ανάκη που επί αιώνες συνδέεται με τα Χριστούγεννα. Η γιορτή διοργανώνεται την Παρασκευή 26/12/2014 σας  στην πλατεία Ειρήνης στη Σωτήρα από τις 10 το πρωί έως αργά το βράδυ για γλέντι. Η όλη αυτή γιορτή διοργανώνεται από τους κατοίκους του οικισμού των Τρικάλων που πλαισιώνουν τον Μορφωτικό και Εκπολιτιστικό Σύλλογο. Και θα μπορούσε, φυσικά, να ενταχθεί στις εκδηλώσεις του Μύλου των Ξωτικών

Τι είναι
Ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στο χρόνο τότε που οι άνθρωποι του χωριού παρήγαγαν σχεδόν τα πάντα για να μπορέσουν να επιβιώσουν στο δύσκολο περιβάλλον του χωριού. Έτσι όλες οι οικογένειες έκαναν τα πάντα για να έχουν τον μεγαλύτερο χοίρο, δίνοντάς του να φάει αλεσμένο καλαμπόκι, πίτουρα, ζεστό νερό και αλάτι. Ήταν η εποχή που οι οικογένειες εξέτρεφαν τα χοιρινά για το κρέας και το λίπος τους. Όταν μάλιστα η οικογένεια είχε πολλά μέλη, το γουρούνι έπρεπε να παχύνει πολύ ώστε το κρέας και το λίπος του να είναι αρκετό.Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ακολουθούσε γλέντι μέχρι τα ξημερώματα. Άλλωστε το κρέας του γουρουνιού ήταν το μόνο κρέας που θα έτρωγαν για όλο το χρόνο (εκτός και αν ψοφούσε κάποιο πρόβατο, γίδα ή κότα). Για κάθε σφαγή μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 5-6 άνδρες, εκτός των παιδιών, που έφταναν πολλές φορές τα 20-25, τα οποία περίμεναν να πάρουν τη «φούσκα» του γουρουνιού, να τη φουσκώσουν και να παίξουν μ’ αυτή ποδόσφαιρο και άλλα παιχνίδια. Επειδή όμως η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως “γουρουνοχαρά ή γουρνοχαρά”. Όταν μάλιστα προσκαλούσαν κάποιον την ημέρα αυτή, δεν έλεγαν “έλα να σφάξουμε το γουρούνι”, αλλά “έλα, έχουμε γουρουνοχαρά”.

Η εργασία ήταν σκληρή και ο σφαγέας έπρεπε να είναι έμπειρος. Στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιούσε το τσεκούρι για να ρίξει αναίσθητο το γουρούνι και μετά να κόψει την καρωτίδα. Επίσης, το γδάρσιμο απαιτούσε χέρι δυνατό και τεχνικό για να μην κάνει τρύπες, δεδομένου ότι το δέρμα αυτό το χρησιμοποιούσαν και έκαναν τα λεγόμενα «γουρνοτσάρουχα», που τα φορούσαν για όλο το χρόνο και προπαντός στα χωράφια.

Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε μικρά κομμάτια. Το αλάτιζαν και το έβαζαν σε ξύλινο κάδο για να το έχουν σαν ένα από τα κύρια φαγητά τους τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα.

Το κρέας το έπαιρναν κυρίως από τα πλευρά και το φιλέτο. Αυτό το κομμένο κρέας το έβραζαν μαζί με κομμένα πράσα και διάφορα μπαχαρικά, τα οποία έκαναν τα λουκάνικα να ευωδιάζουν. Να σημειώσουμε ότι λουκάνικα έφτιαχναν με τον ίδιο περίπου τρόπο και με το συκώτι του γουρουνιού (σκωτένια ή σκωτίσια).

Το λίπος, το λεγόμενο «παστό», το έκοβαν μικρά κομματάκια και έλιωναν μέσα σε καζάνι που έβραζε κάτω από μεγάλη φωτιά. Για να λιώσει το παστό η νοικοκυρά πάσχιζε πραγματικά επί 2-3 ημέρες ανάλογα με την ποσότητά του. Αφού άδειαζε το ρευστό λίπος στο δοχείο, έμεναν τα υπολείμματα, μικρά τεμάχια που όχι μόνο δεν τα πετούσαν, αλλά αποτελούσαν τους καλύτερους μεζέδες για όλους. Αυτά τα ροδοκοκκινισμένα κομματάκια, ιδιαίτερα γευστικά για πολλούς, ήταν οι «τσιγαρίδες». Το γουρουνίσιο κρέας γινόταν μαγειρευτό αλλά ο καλύτερος μεζές του ήταν η τηγανιά, μικρά κομμάτια χοιρινού στο τηγάνι με ρίγανη.

Το λιωμένο λίπος (=λίγδα) το έβαζαν σε δοχεία λαδιού ή πετρελαίου και αφού πάγωνε διατηρούνταν σχεδόν όλο το χρόνο. Οι κάτοικοι το χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ακόμα τοποθετούσαν μέσα στη λίγδα κομμάτια βρασμένου κρέατος που το έλεγαν «καβουρμά» ο οποίος κρατούσε χωρίς να χαλάσει μέχρι το καλοκαίρι.

Ακόμα και το καλοκαίρι στα φαγητά τους χρησιμοποιούσαν λίπος, γιατί ήταν δική τους παραγωγή και επομένως φθηνό, σε αντίθεση με το λάδι που το αγόραζαν μισή ή μια οκά για να περάσουν ένα και δυο μήνες. Επίσης, πολλές φτωχές οικογένειες δεν αγόραζαν καθόλου λάδι και δεν ήξεραν ούτε ποιο είναι το χρώμα του.

Από το γουρούνι τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τίποτα δεν πετούσαν, με το κεφάλι, τα αυτιά και τα πόδια, έφτιαχναν πατσά. Τον πατσά τον έβαζαν σε πιάτα, τον άφηναν να παγώσει και έτρωγαν σχεδόν όλο το χειμώνα. Από το λίπος επίσης οι νοικοκυρές έφτιαχναν σαπούνι.

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης