Το τραγούδι περιγράφει μία πραγματική ιστορία. Πράγματι, ένα βράδυ του 1923 ο επικυρηγμένος ληστής Θωμάς Γκαντάρας, αφού φόρεσε τη φουστανέλα και τα ασημένια τσαπράζια του , πήγε κρυφά στο σπίτι του περίφημου τρικαλινού φωτογράφου Αθανάσιου Μάνθου. Μπήκε απ’τη στέγη και τον ξύπνησε προκειμένου να τον φωτογραφίσει με τη συμμορία του, πιθανώς επειδή πίστευαν ότι το τέλος πλησιάζει. Και πραγματικά, λίγο καιρό μετά την παρακάτω φωτογραφία, ο Γκαντάρας σκοτώθηκε...
Οι αφοί Παπαγεωργίου, ο Ελευθέριος Πλάτανος και ο Θωμάς Γκαντάρας
Ο Θωμάς Γκαντάρας, αποκαλούμενος και «Μαύρος Λήσταρχος», καταγόταν από την Άκρη Ελασσόνος (…»από την Άκρη Άγγελος, στα δόντια το μαχαίρι»…) . Είχε λιποτακτήσει απ’το στρατό και βγήκε στο βουνό το 1918 με σκοπό να σκοτώσει έναν τσιφλικά που είχε βιάσει τη γυναίκα του. Έδρασε κυρίως στην περιοχή των Χασίων (βουνά ΒΔ της Καλαμπάκας). Το κεφάλι του επικηρύχθηκε το 1922 με το ποσό των 40.000. Σκοτώθηκε στις 5 Αυγούστου 1923 στη θέση Οξιά της Δεσκάτης Γρεβενών, κοντά στο Μαυρέλι. Το κεφάλι του κόπηκε και εκτέθηκε σε κοινή θέα στην Καλαμπάκα για παραδειγματισμό.
Πολλές φορές στα live του, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ξεκινά το τραγούδι με την εξής απαγγελία:
Από τα υψίπεδα του Κιλκίς, κοντά στη λίμνη της Δοϊράνης, ο ακούραστος και ακαταμάχητος ανθυπαστυνόμος Ιωάννης Πετράκης, μετά από απηνή μεν, μάταια δε, καταδίωξη των ληστάρχων στις 7 Απριλίου του 1923 γύρισε στο Κιλκίς και έστειλε την εξής αναφορά: «Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης παρά την λίμνην της Δοϊράνης, εωράκαμεν τους ληστάς. Κράζων δε προς αυτούς ‘Σταθείτε, ρε πούστηδες γαμώ το σταυρό σας’ και αυτών απαντησάντων ‘Κλάστε μας τα αρχίδια’, ούτοι απέδρασαν.»
Α.ΜάνθοςΜουσική: Θανάσης ΠαπακωνσταντίνουΣτίχοι: Ποίημα του Χρήστου Μπράβου – Διασκευή Θ.ΠαπακωνσταντίνουΠρώτη εκτέλεση: Θανάσης ΠαπακωνσταντίνουΔισκογραφία: «Βραχνός Προφήτης» (2000), Θ.Παπακωνσταντίνου και οι Λαϊκεδέλικα: «Τα ζωντανά» (2004)«Όπου, στα 1923 ο επικυρηγμένος Θωμάς Γκαντάρας ο ληστής,αποφασίζει να φωτογραφηθεί…»Ο φωτογράφος των ΤρικάλωνΑ. Μάνθοςέπαιρνε νύχτα τα στενάγυρνώντας σπίτι τουΤους γάμους θα σκεφτότανεαλλά και τους θανάτουςπου εκράτησε παντοτινάστο ακριβό χαρτίΜα πιο πολύ θυμότανε τοβράδυ του Αυγούστουπου πόρτες έκλεισε βαριά,έλυσε τα σκυλιάΚλέφτης μην έρθει κι έπεσεγια του δικαίου τον ύπνοκλέφτης μην έρθει κι έπεσεόπως κάθε φοράΜήτε που άκουσε σκυλί,θυρόφυλλο να τρίζεικαι απ’ το φεγγίτη της σκεπήςτον είδε να γλιστράΑπό την Άκρη Άγγελος,στα δόντια το μαχαίριΆγγελος, Εξάγγελος,μας ήρθε από μακριά