Και απ’το πουθενά σηκώθηκε ένας αέρας δαιμονισμένος. οι τέντες τρελάθηκαν, βαρούσαν δυσοίωνα κάλαντα. Ο μήτσος ήρθε και χώθηκε κάτω απ’την καρέκλα, με κοιτούσε μ’ένα βλέμμα κάνε κάτι που μου το παίζεις και σπουδαία, ησύχασε του λέω οι άνεμοι είναι φίλοι μας. καθαρίζουν το μέσα και το έξω. μπας και πάρουν και τίποτα σκουπίδια να παν στο γεροδιάβολο να παν. απέναντι τα βουνά χιονισμένα παρακολουθούσαν ατάραχα. έχω κι αυτό το ματσούκι του πολιτιστικού μπροστά μου δεν μπορώ να τα τραβήξω φωτογραφία.
Πήρα κι εγώ απ’την άλλη μεριά.
Ρε λες νάναι έτσι το τέλος του κόσμου σκέφτηκα. να σηκωθεί ένας αέρας ξαφνικά να τα σαρώσει όλα και στο βάθος ο ουρανός να λάμψει καινούργια εποχή;
μπορεί. ποιός ξέρει..
τώρα τελείωσαν όλα. ηρεμία ξανά. ένα λεπτό ήταν. και μπροστά στην αιωνιότητα ένα τίποτα.
I.V.