Χτες ο Γκουαρδιόλα έκλεισε τα 47 του χρόνια και πιθανοτατα ούτε ο ίδιος δε φανταζόταν την εξέλιξη που θα είχε, όταν ηταν ένα παιδί για τις μπάλες (ball-boy) στο Καμπ Νου, που έβλεπε από κοντά τα ινδάλματά του.

Μουνιόθ Γκουαρδιόλα

Ως ball boy στο Καμπ Νου με το Μουνιόθ, που πέρασε και από τα μέρη μας

Ο Γκουαρδιόλα βγήκε ως παίκτης από τα σπλάχνα της Μπαρτσελόνα και την περίφημη ακαδημία της Masia. Είχε την τύχη να είναι μέλος της μεγάλης ομάδας του -προπονητή- Κρόιφ, που τα πήρε όλα μες σε μια τετραετία, από το 90′ ως το 94′, και κέρδισε τον τίτλο της dream-team (από την παρουσία της μπασκετικής “ομάδας-όνειρο” των ΗΠΑ στη Βαρκελώνη, στους Ολυμπιακούς του 92′). Αυτή η φουρνιά πήρε τέσσερα σερί πρωταθλήματα ενώ έσπασε την κατάρα του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, του τελευταίου μεγάλου τροπαίου που έλειπε από τη συλλογή του συλλόγου.

Ο Κρόιφ άφησε ανεξίτηλο το προπονητικό στίγμα του στην ομάδα, επηρεάζοντας τον τρόπο σκέψης και παιχνιδιού της πολλά χρόνια, αφότου έφυγε από τον πάγκο της, κι επί της ουσίας συνεχίζει να τον επηρεάζει ακόμα και σήμερα, μετά θάνατον! Ο Γκουαρδιόλα πήρε πολλά στοιχεία από το μέντορά του ως ποδοσφαιριστής και ακόμα περισσότερα ως προπονητής, στη συνέχεια. Έγινε μάλιστα ο μαθητής που ξεπέρασε το δάσκαλο, φτιάχνοντας τη δική του Pep-Team, που βάδισε στα χνάρια της Ντριμ-Τιμ του Κρόιφ κι έγινε ίσως η κορυφαία ομάδα που έχουμε δει στα γήπεδα.

Με τη φανέλα του Ιωβηλαίου της Μπάρτσα, το 1999-00

Αυτά όμως αργούσαν πολύ ακόμα. Ως παίκτης ο Γκουαρδιόλα ήταν ένα σύγχρονο αμυντικό χαφ, ολοκληρωμένο, που ξεχώριζε με την ποιότητα και το έξυπνο παιχνίδι του. Μετά από δέκα χρόνια στην ομάδα αναζήτησε νέους σταθμούς και προκλήσεις στην καριέρα του κι έφυγε για την Ιταλία, αλλά είχε μάλλον αποτυχημένες επιλογές. Κατέληξε στην ασημη Μπρέσια (!), προτού μεταπηδήσει στη Ρόμα, ενώ ενδιάμεσα έμπλεξε με μια υπόθεση ντοπαρίσματος, που τον πήγε ακόμα πιο πίσω. Έκλεισε τελικά μάλλον αθόρυβα κι άδοξα την καριέρα του, με κάποιες ‘αρπαχτές στα Αραβικά Εμιράτα και το Μεξικό.

Αλλά τα καλύτερα έρχονταν. Τις πιο χρυσές στιγμές του δεν τις είχε ζήσει ακόμα. Το κεφάλαιο του προπονητή που θα άνοιγε -και γράφεται ακόμα στις μέρες μας- έμελλε να του χαρίσει την κορυφή και παγκόσμια αναγνώριση.

Το ταπεινό του ξεκίνημα ήταν στη δεύτερη ομάδα της Μπαρτσελόνα. Το 08’ έπεσε κατευθείαν στα βαθιά και διαδέχτηκε το Ράικαρντ, στην τεχνική ηγεσία της πρώτης ομάδας, καθώς προτιμήθηκε από την εναλλακτική του Ζοσέ Μουρίνιο -που έμελλε να τον συναντά συχνά μπροστά του έκτοτε. Κάθε αρχή και δύσκολη, λένε, και για τον Γκουαρδιόλα ήταν σχεδόν καταστροφική. Ο Πεπ απαίτησε την απομάκρυνση παικτών-τοτέμ, όπως ο Ροναλντίνιο κι ο Ντέκο (κι ένα χρόνο αργότερα ο Ετό) για να απελευθερωθεί ως ηγέτης ο Μέσι. Έβαζε βασικούς άγνωστα φυντάνια από τη δεύτερη ομάδα, όπως ο Πέδρο και ο Μπουσκέτς -που έμοιαζαν με ακατανόητες εμμονές, μαζί με την επιμονή του στο rotation. Κι ισοφάρισε το χειρότερο ξεκίνημα της 35ετίας για τους μπλαουγκράνα.

Μικρή λεπτομέρεια. Το προηγούμενο χειρότερο ξεκίνημα ήταν το 1974, που σημαδεύτηκε από την άφιξη του Κρόιφ και μια θριαμβευτική πεντάρα επί της Ρεάλ στη Μαδρίτη. Η πρώτη χρονιά του (προπονητή) Γκουαρδιόλα θα εξελισσόταν ακόμα πιο θριαμβευτικά και θα σφραγιζόταν με ένα εμφατικό 2-6 μες στο Μπερναμπέου (την ίδια ώρα που οι περισσότεροι τηλεθεατές στην Ελλάδα προτιμούσαν τον τελικό του ελληνικού κυπέλλου, ΑΕΚ-Ολυμπιακός, με την τρομερή εξέλιξη του σκορ). Η Μπάρτσα θα σήκωνε και τα έξι τρόπαια που διεκδίκησε εκείνη τη σεζόν, σε ένα επίτευγμα που παραμένει μοναδικό ως τις μέρες μας.

Κατακτητής της κορυφής

Την επόμενη τριετία η Μπαρτσελόνα του Πεπ ήταν ακαταμάχητη (im-pep-sionante, ήταν ένα συνηθισμένο ισπανικό λογοπαίγνιο) γράφοντας χρυσές σελίδες στην ιστορία της. Αλλά το πιο σπουδαίο ήταν το διαστημικό της παιχνίδι, το περίφημο τίκι-τάκα που κοίμιζε τον αντίπαλο (και σχεδόν ποτέ τους θεατές) κι είναι ίσως ό,τι πιο θεαματικό έχουμε δει στο σύγχρονο ποδόσφαιρο -αν και εδώ τα φίλαθλα γούστα ποικίλλουν.

Όταν έφυγε από τη Βαρκελώνη ο Γκουαρδιόλα, το καλοκαίρι του 12′, κανείς δεν ήξερε αν αυτό είχε να κάνει με τη φθορά και τις απαιτήσεις της θέσης (κάτι που φαινόταν και στην ταχύτατη εξαφάνιση των μαλλιών του), με την κούραση από τη ψυχοφθόρα σύγκρουση με τη Ρεάλ του Μουρίνιο -που φαινόταν να τρέφεται από αυτήν την κόντρα και τον αθέμιτο ανταγωνισμό- ή απλά με την αλλαγή στα διοικητικά της ομάδας.

Αυτή τη φορά η αποχώρησή του ήταν πολύ πιο πετυχημένη από την αντίστοιχη φυγή του ως παίκτης. Μετά από ένα χρόνο αγρανάπαυσης, ανέλαβε την Μπάγερν Μονάχου, με την οποία κατέκτησε τρεις σερί χρονιές το πρωτάθλημα, αλλά απέτυχε ισάριθμες φορές απέναντι σε τρεις διαφορετικές ισπανικές ομάδες, να προκριθεί στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, κι έφυγε αφήνοντας πίσω του ανάμεικτες εντυπώσεις.

Μετακόμισε στο Μάνστεστερ, όπου (ξαναβρήκε απέναντι, αντίπαλό του, το Μουρίνιο και) έκανε επανεκκίνηση με τη Σίτι, και μετά από έναν πρώτο αναγνωριστικό χρόνο προσαρμογής, η δουλειά του αρχίζει να αποδίδει καρπούς και η ομάδα μοιάζει να πετάει, πετυχαίνοντας το καλύτερο ξεκίνημα στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ (κι ας έχασε το αήττητο από τη Λίβερπουλ), σκορπίζοντας τον τρόμο στους ανταγωνιστές της στην Ευρώπη.

Πολλοί θεωρούν σήμερα το Γκουαρδιόλα έναν ποδοσφαιρικό φιλόσοφο, κάτι παραπάνω από έναν απλό προπονητή, που φαντάζει ως απόγονος του Κρόιφ και συνεχίζει να εξελίσσει τη διδασκαλία του στις σύγχρονες συνθήκες. Είναι προφανής εδώ ο συνειρμός και μεγάλος ο πειρασμός του παραλληλισμού με τους κλασικούς του μαρξισμού, αλλά ας μην τον μπλέξουμε εδώ.

Η πολύπλευρη και καλλιεργημένη προσωπικότητα του Γκουαρδιόλα συμπληρώνεται εκτός γηπέδων, πχ με τις πρόσφατες δηλώσεις του για την Καταλονία και την ανεξαρτησία της. Ασφαλώς δεν είπε τίποτα επαναστατικό, αλλά οι θέσεις του ήταν σαφείς και καθαρές κι είχε τουλάχιστον το θάρρος της γνώμης του, σε αντίθεση με πολλούς Καταλανούς πολιτικούς ηγέτες, αλλά και τη διοίκηση της αγαπημένης του Μπάρτσα.

Το ερώτημα που μπαίνει στον επίλογο είναι αν οι καλύτερες προπονητικές στιγμές του Πεπ ανήκουν στο παρελθόν ή μπορεί να μας εκπλήξει ξανά. Το σίγουρο είναι πως δεν πρόκειται ποτέ να μας πλήξει με τον τρόπο παιχνιδιού των ομάδων του. Και μόνο για αυτό, το σύγχρονο ποδόσφαιρο του οφείλει πολλά κι οι φίλαθλοι ένα μεγάλο κομμάτι του ευ ζην τους.