"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

20.3 C
Trikala

Τα ήθη και έθιμα των Χριστουγέννων σε περιοχές της χώρας μας

lafarm

Σχετικά άρθρα

Τα γιορτινά τους φορούν όλες οι πόλεις της Ελλάδας και υποδέχονται τα Χριστούγεννα με έθιμα και παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους βαθιά πίσω στο χρόνο.

Χριστουγεννιάτικο στεφάνι

Στα χωριά συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες ολόκληρες πλεξούδες από σκόρδα που πάνω τους καρφώνουν μοσχοκάρφια, δηλαδή γαριφαλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους.

Διακοσμημένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια, το στεφάνι από έλατο στην εξώπορτα, εκτός από το καλωσόρισμα στους καλεσμένους φέρνει τύχη στο σπίτι. Βασική η ύπαρξη του σκόρδου στο δέσιμό του που προφυλάσσει από το κακό μάτι.

Το χριστόψωμο στην Κρήτη

Το ζύμωμα του χριστόψωμου στη Κρήτη είναι έργο θείο και έθιμο καθαρά χριστιανικό. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι το χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί αφού θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειας του.

Χρησιμοποιούν καλό αλεύρι και ακριβά υλικά, όπως ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Μαζεύονται οι γυναίκες του σπιτιού και μέχρι να γίνει το προζύμι, τραγουδούν, «ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Πλάθουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη και στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι που συμβολίζει τη γονιμότητα. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το πιρούνι για να βγάλουν το «κακό μάτι» και να «καρφώσουν» την κακογλωσσιά.

Ο νοικοκύρης του σπιτιού παίρνει το χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σε όλους όσους παρευρίσκονται στο τραπέζι, σαν συμβολισμό της Θείας Κοινωνίας, που ο Χριστός έδωσε τον Άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένεια του.

Η κουλούρα της Ζακύνθου

Οι νοικοκυρές ζυμώνουν με τον παραδοσιακό τρόπο την κουλούρα, μέσα σε ξύλινες σκάφες και με τη χρήση αλευριού πολύ καλής ποιότητας, ψιλοκοσκινισμένου, με πολλά αρωματικά βότανα και με αρκετή δόση από καρύδια, σταφίδα, κρασί και λάδι.

Αφού το στολίσουν με πολλά περίτεχνα σχέδια από το ίδιο ζυμάρι και αφού το εμπλουτίσουν με κάποιο χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, που το αποκαλούν «ηύρεμα», το ψήνουν σε φούρνο με ξύλα και το διατηρούν ζεστό μέχρι τη βραδινή οικογενειακή ιεροτελεστία.

Παραμονή Χριστουγέννων, το απόγευμα, η οικογένεια μαζεύεται στο εορταστικό τραπέζι το οποίο φιλοξενεί στο κέντρο του, τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί και τα πιάτα για το βραδινό έδεσμα. Το έδεσμα δεν είναι άλλο από μια μπροκολόσουπα που φτιάχνεται μέσα σε λίγα λεπτά από τις νοικοκυρές και σερβίρεται με λεμόνι, ντόπιες ελιές και κρεμμύδι.

Δίπλα από την αναμμένη εστία του σπιτιού βρίσκεται ένα ποτήρι που περιέχει λάδι με κρασί και ένα θυμιατό κάτω από την εικόνα της Παναγίας με το θείο βρέφος.

Ο μεγαλύτερος άνδρας της οικογένειας παίρνει τον δίσκο με την κουλούρα στα χέρια του. Πάνω στον δίσκο ακουμπάνε τα χέρια τους όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο δίσκος με την κουλούρα μεταφέρεται πάνω από τη φωτιά στο αναμμένο τζάκι. Εκεί ο αρχηγός της οικογένειας τη σταυρώνει τρεις φορές και χύνει πάνω της λαδόκρασο, ψάλλοντας το γνωστό απολυτίκιο «Η Γέννησις σου Χριστέ…».

Η νοικοκυρά θυμιατίζει όλο το σπίτι και ένας από τους νεότερους της οικογένειας παίρνει το τουφέκι του σπιτιού και πυροβολεί από το παράθυρο στον αέρα. Τα σμπάρα συμβολίζουν την χαρμόσυνη είδηση ότι στο σπίτι αυτό γεννήθηκε ήδη ο Χριστός. Η ιεροτελεστία κρατά λίγα μόλις λεπτά και μετά αρχίζουν οι ευχές. Η κουλούρα επιστρέφει στο τραπέζι κι εκεί ο αρχηγός τής οικογένειας αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο ανήκει στον Χριστό, το δεύτερο στον φτωχό, το τρίτο στο σπίτι και μετά στα μέλη της οικογένειας στα οποία διανέμεται κατά σειρά ηλικίας.

Το «τάισμα» της βρύσης στην Κεντρική Ελλάδα

Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το λεγόμενο «τάισμα της βρύσης», σε χωριά της Κεντρικής Ελλάδας. Οι κοπέλες τα χαράματα πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση για να κλέψουν το «άκραντο νερό», δηλαδή αμίλητο γιατί δεν βγάζουν λέξη σε όλη τη διαδρομή. Όταν πάρουν το νερό, αλείφουν τη βρύση με βούτυρο και μέλι με την ευχή, όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι, και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους.

Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φθάνουν εκεί, την ταΐζουν με διάφορα προϊόντα όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Έλεγαν μάλιστα ότι όποια κοπέλα πήγαινε πρώτη στη βρύση θα ήταν η πιο τυχερή όλο το χρόνο. Έπειτα έριχναν στη στάμνα που θα έφερναν το νερό, ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, κλέβουν το νερό από τη βρύση και γυρίζουν στο σπίτι τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το «άκραντο νερό». Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και σκορπίζουν και τα τρία χαλίκια στο σπίτι. Στη λαϊκή μας παράδοση ο βάτος φέρνει αισιοδοξία και καλά μαντάτα και διώχνει τα ξόρκια.

«Πάντρεμα της φωτιάς»

Στα χωριά της Έδεσσας την παραμονή των Χριστουγέννων «παντρεύουν τη φωτιά», δηλαδή παίρνουν ένα ξύλο με θηλυκό όνομα, δηλαδή κερασιάς και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, δηλ. από βάτο. Βάζουν τα ξύλα στο τζάκι να καούν και ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα τους μπορούν να προβλέψουν τα μελλούμενα είτε για τον καιρό είτε για τη σοδειά τους. Η λαϊκή μας παράδοση θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.

Στη Θεσσαλία, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν από την εκκλησία, ανήμερα Χριστούγεννα, βάζουν δίπλα στο τζάκι κλαδιά κέδρου που τα ξεδιαλέγουν να είναι λυγερά, ενώ τα αγόρια βάζουν από αγριοκερασιά. Τα λυγερά αυτά κλαδιά αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες τους για μια όμορφη ζωή. Όποιο κλωνάρι καεί πρώτο αυτό είναι καλό σημάδι γιατί αυτός ο νέος ή η νέα θα παντρευτεί πρώτα.

Τα Χριστόξυλα

Σε πολλά χωριά της Μακεδονίας από τις παραμονές των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και βρίσκει ένα μεγάλο χοντρό και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Η νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι αλλά με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμα και την καπνοδόχο, για να μην βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια όπως λένε στα χριστουγεννιάτικα παραμύθια και μαγαρίσουν το σπίτι. Βάζει λοιπόν το Χριστόξυλο στο τζάκι την παραμονή και το ανάβει αφήνοντας το να σιγοκαίει όλο το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Στη λαϊκή παράδοση πίστευαν ότι η στάχτη αυτή προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό και καθώς καίγεται, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη.

Στη Σκιάθο, οι πιο παλιοί λένε ότι από την 1η Δεκεμβρίου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να έρθουν στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα. Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του γιατί θα τον βουβάνουν. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν τρέχοντας μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει.

Οι Μωμόγεροι του νομού Δράμας

Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο, τότε που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική και οι σκανταλιές τους απερίγραπτες, αλλά και ο τρόμος τους άλλος τόσος για τη φωτιά. Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες.

Η ονομασία τους προέρχεται από το μίμος ή το μώμος και το γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων ή είναι ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και έχουν την μορφή γέρων. Οι Μωμόγεροι προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους.

Όταν οι παρέες συναντηθούν κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Το ίδιο έθιμο με παραλλαγές γίνεται στην Κοζάνη και τη Καστοριά με την ονομασία Ραγκουτσάρια.

Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. (Απόσπασμα – παραδοσιακά Χριστουγέννων της περιφέρειας Τρικάλων)
    Όλοι οι μήνες έχουν να παρουσιάσουν διάφορα αρεστά πράγματα και μη που εξελίσσονται κατά τη διάρκεια των ημερών τους. Στην Ελλάδα βέβαια τα αρεστά πράγματα αποτελούν παρελθόν, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Απ’ τη μια ο μήνας Δε-κέμβρης, για «κακή» του τύχη, του έλαχε να συσσωρεύει όλα που συνέβησαν τους προηγούμενους μήνες και οι άνθρωποι συνδέουν πάνω του τις ποικίλες εκτονώσεις τους που προήλθαν από την μη εκπλήρωση των οραμάτων τους. Και από την άλλη το γιορταστικό χριστουγεννιάτικο και πρωτοχρονιάτικο περιβάλλον απελευθερώνει το νου και τον μεταφέρει σε άλλες εποχές που κάπου μοιάζουν με όνειρο…
    Εκεί λοιπόν, στην παλιά εποχή, στα χωριά του Θεσσαλικού κάμπου, μας μετα-φέρει η μεσήλικας και απόμαχη μετανάστρια Νεοχωρίτισσα-Οιχαλία Τρικάλων κυρά-Μαριώ, η οποία συζητώντας με τον άνδρα της για το κλίμα των Χριστουγέννων, μέσα από νοσταλγικές παραστάσεις μας οδηγεί δεκαετίες πίσω…:
    «Μια φορά κι έναν καιρό…, άρχισε να λέει με απλανές βλέμμα στο σύζυγό της κάποια στιγμή που πίνανε καφέ οι δυο τους…, οι γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ακόμα και στα πέτρινα χρόνια τα δικά μου, εκεί που η βιτρίνα και η εμποροκρατία δεν είχανε ακόμα εμφανιστεί, αποτελούσαν την πιο λαμπρή γιορ-τή… Τότε που η αγωνία μας κορυφώνονταν όταν οι μέρες κόντευαν που θα ’φερναν τη στιγμή της παραμονής των Χριστουγέννων!
    >Τι χαρά! Τι ευχαρίστηση! Τι ευλογία του θεού η μέρα αυτή, ιδιαίτερα για μας που ήμασταν παιδιά! Όλες οι οικογένειες βολεύονταν χάρη στις άγιες μέρες και στο κουμάντο των γονιών. Άλλος θα βολεύονταν με καινούριες γαλότσες, άλλος με κάμπο-σες πήχες ύφασμα που η μάνα ή η κόρη της παντρειάς θα ύφαιναν στον αργαλειό. Κα-μιά ζακέτα, τίποτε φανέλες μάλλινες, πουλόβερ και τσιρέπια (κάλτσες), καμιά ποδιά για τη μάνα, κουκούλα για τον πατέρα-τσομπάνη να τον κρατάει ζεστό τον κούτικα που φυλούσε τα πρόβατα. Κάνα κεντητό σάλι για την κοπελιά, πράγματα ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε φαμελιάς έτσι που την παραμονή των Χριστουγέννων όλοι, στην κάθε οικογένεια, με πρώτα τα παιδιά να έχουν διπλή χαρά.
    >Η γρουνοχαρά κατά την παραμονή των Χριστουγέννων αλλά και την τρίτη η-μέρα, του Αγίου Στεφάνου, αποτελούσε ένα μικρό πανηγύρι για το κάθε νοικοκυριό. Οι τσιγαρίδες, τα λουκάνικα, ο πατσάς και άλλα αποτελούσαν μέρος του πανηγυριού της γρουνοχαράς. Και πού να δεις! Οι χαρές της μέρας δεν είχαν τελειωμό! Μεγάλη χαρά και λαχτάρα όταν θα ’φτανε η στιγμή, που θ’ άκουγαν το τρανταχτό και χαρμόσυνο χτύπημα της καμπάνας (μετά τα μεσάνυχτα ξημερώνοντας προς την 25η Δεκέμβρη). Με το διαπεραστικό της χτύπημα που απλώνονταν στη νύχτα καλούσε τους πιστούς στο μεσονύκτιο εκκλησιασμό για να υποδεχτούμε και να γιορτάσουμε τη γέννηση του θεανθρώπου που κράταγε ως τα χαράματα.
    >Γυρίζοντας, μας συνόδευαν οι χαρμόσυνοι ήχοι της καμπάνας, που απ’ το δυ-νατό χτύπημά της γκρέμιζε τα παγωμένα κρούσταλλα απ’ τις στέγες των σπιτιών. Με τις γυναίκες να χοχλάζουν τα παγωμένα χέρια τους˙ εκεί και η μάνα μου καρτέραγαν στα γύρω δρομάκια απ’ την εκκλησιά, να περάσουν οι πιστοί και να τους προσφέρουν διάφορα εδέσματα. Μέχρι και ολόφρεσκα κοψίδια, κοτόπουλα, τυριά που φέρνανε οι κυρές, Μέρσω, Κατερίνα και Κούλα και άλλα, όπως το τοπικό μας έθιμο πρόσταζε.
    >Γυρνώντας στο σπίτι στρώνονταν στο φαί, το οποίο είχαν ετοιμάσει από βρα-δύς, παραμονή Χριστουγέννων, και κάποιοι φτωχοί, που δεν είχαν εκτός από τα καλύ-βια τους τίποτα, απολάμβαναν την χριστουγεννιάτικη απλοχεριά των συγχωριανών. Ήταν τότε που το πλίθινο σπίτι του χωριάτη ήταν ανοιχτό και γιομάτο από αγάπη, λα-χτάρα και δέος για τις γιορτές και άφηνε να χυθεί σαν φως η φιλόξενη και αλληλέγγυα αρχοντιά του για τους συγχωριανούς, που δεν είχαν μήτε καλύβι.
    >Με όλα αυτά…, συνεχίζει η κυρά-Μαριώ και η φαντασία της που καλπάζει φέρνει εικόνες στα μάτια του άνδρα της που την παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή…, στα χωριά και στα κεφαλοχώρια, οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα εφαρμόζονταν με αυστηρότητα και θρησκευτική ευλάβεια. Η οικογένεια ήταν ιερός θεσμός και οι παρα-βιάσεις ήταν ελάχιστες. Οι κοπελιές ήταν το μοναδικό πρόβλημα στην οικογένεια, που μαζί με τα ήθη και τα έθιμα μας, στα χωριά μας επικρατούσε ο παμπάλαιος θεσμός της προίκας. Η νέα κοπέλα δεν είχε προσωπικότητα, τα κάλλη της δεν τα έβλεπε κανείς και αποχτούσε χαρακτήρα εμπορικού προϊόντος.
    >Πονοκέφαλος μεγάλος για το γονιό να μαζέψει προικιά και παράδες σε χρυσές λίρες για να δώσει στο γαμπρό. Στα ξένα χωράφια οι κοπέλες να μαζέψουν λιγοστές δραχμούλες απ’ τους τότε τσιφλικάδες εκμεταλλευτές για να παντρευτούν.
    >Ε Λουκά, τα ξέρεις αυτά, τα έχουμε πει και εσύ ήσουν τότε προικοθήρας, θυ-μάσαι; Βέβαια, οι χωριάτες για να κάνουν γαμπρό ένα παιδί της πόλης έδωναν καλή προίκα, που να ξέρεις, ίσως οι γονείς μας θέλανε να μας απαλλάξουν από τη δουλειά των χωραφιών για να ζήσουμε κάπως καλλίτερα. Κι εσύ βιαζόσουν να παντρευτείς και την προίκα μου την πήρες σε χιλιάδες…
    >Αμ τι, ξεχνιούνται αυτά…, έλεγε η κυρά-Μάρω και ο Λουκάς κουνήθηκε από τη θέση του. Αν ο γαμπρός διέθετε πολλά χωράφια, ανάλογη ήταν και η προίκα που θα ’παιρνε. Αν δεν είχε τίποτα, σαν αγόρι του άξιζε μια προίκα για να ξεκινήσει τη ζωή του.
    Εδώ ξαναστάθηκε η κυρά-Μάρω και κοιτώντας κατάματα του λέει:
    >Αμ κι εσύ, καημένε τι είχες; Ούτε βρακί, που λέμε. Τέλος πάντων, τέλος πάντων. Αν κάποια κοπέλα δεν είχε τίποτα να δώσει, έμεινε στο ράφι ανύπαντρη, η καημένη ή αραιά και πού ακούγαμε πως κάποια με λίγη τύχη την έπαιρνε ο γαμπρός από αγάπη, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ο πατέρας τον αποκλήρωνε επειδή πήρε γυναίκα ξεβράκωτη. Η κοπέλα δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί στην επιλογή του πατέρα όταν ε-κείνος έκρινε ότι το τάδε αγόρι μπορεί να το πλησιάσει. Αντίστοιχα και το αγόρι δεν είχε δικαίωμα επιλογής. Οικογένειες που είχαν αρσενικά, στο σύνολό τους, η προίκα τους ενδιέφερε.
    >Αγοραπωλησία με άλλα λόγια και όπως είχαν έτσι τα πράγματα, προς διευκό-λυνση υπήρχε και ο προξεντής που μεσολαβούσε στο παζάρεμα με ανταμοιβή να έχει πρώτη θέση στον αρραβώνα με καλό φαί και αλλού, εκεί κατά τα Τρίκαλα, τον κρεμά-γανε στο λαιμό ένα ζευγάρι παπούτσια για τον κόπο του.
    >Όσο για το νιόπαντρο πλέον ζευγάρι, η νύφη στο νέο της περιβάλλον δεν έβρι-σκε κάποια διαφορά απ’ το πατρικό της. Δουλειά στο καινούριο, δουλειά και στο παλιό. Στο παλιό να φτιάξει την προίκα της, στο νέο να την αυγατίσει. Και όσο από έρωτα, ανύπαρκτος. Πολλές φιλενάδες μου τον γνώρισαν πολύ αργά και κάποιες τον έχουν μόνο ακουστά. Ε, Λουκά μου, κι αυτά τα έχουμε πει.
    «Ε! Βέβαια! Ήταν μια άσχημη μελανιά στα ωραία της εποχής, Μαριώ μου. Ο άντρας δεσπότης και ο πατέρας πατριάρχης…, απάντησε ο Λουκάς όταν νόμισε πως η γυναίκα του τέλειωσε. Αλλά…, συνέχισε…, υπάρχει μια διαφορά. Ο έρωτας, όπως είπες, άγνωστος για πολλές γυναίκες. Για πολλούς και διάφορους λόγους δεν είχαν την πολυτέλεια να ερωτευτούν. Ωστόσο ο ερχομός του πρώτου τους παιδιού, έφερε σημάδια της αγάπης. Δεν ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον. Δεν πρόλαβαν, δεν μπόρεσαν, δεν δόθηκε η ευκαιρία, με άλλα λόγια τον στερήθηκαν. Όμως αγαπήθηκαν. Κι αυτή η αγάπη προικίστηκε με πίστη και αφοσίωση, πάνω σ’ αυτό που λέγεται οικογένεια. Ο ερχομός των παιδιών συμπλήρωσε κάθε κενό και ο άντρας, ιδιαίτερα, αφοσιώθηκε στη συζυγική και οικογενειακή αγάπη. Οι γάμοι στο σύνολό τους επέζησαν. Δεν διαλυθήκανε οικογένειες επειδή τους έλειψε ο έρωτας… Κι αυτό, αγαπητή μου γυναίκα, ισοδυναμεί με εξιλέωση για το κακό και άσχημο στίγμα της εποχής.
    >Σήμερα, παρόλο που δεν έχουμε προίκες, δεν έχουμε δεσποτάδες και πατριάρ-χες γονείς και άντρες, δεν έχουμε μήτε προξεντάδες, μήτε χωράφια για να πάνε οι κο-πέλες να δουλέψουν… έχουμε όμως κάτι πολύ πιο χειρότερα που παλιότερες εποχές δεν είχαν…
    >Ε! Τι λες Μαριώ; Δε τ’ αφήνουμε τώρα αυτά που αναγρώνουν την ψυχή, όπως λες και να πάμε έναν περίπατο στην πόλη; Είναι ωραία τώρα στις γιορτές. Άλλωστε η βιτρίνα και η εμποροκρατία, όπως λες, τέτοιες μέρες περιμένουν. Εμπόριο παλιά με τις προίκες και τις κοπελιές, εμπόριο και σήμερα με όλων τις ζωές.
    Χρόνια Πολλά κυρά-Μαριώ…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης