"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

18.2 C
Trikala

Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων στο ύψωμα της υπέρτατης θυσίας

lafarm

Σχετικά άρθρα

Σε μια ηρωική εποχή με πολλαπλά μηνύματα και για τη σημερινή μάς «ταξιδεύει», μέσω του Αθηναϊκού -Μακεδονικό Πρακτορείου Ειδήσεων, η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, φιλόλογος, υποδιευθύντρια 1ου ΓΕΛ Τρικάλων, ταμίας του Φιλολογικού Ιστορικού Λογοτεχνικού Συνδέσμου (Φ.Ι.ΛΟ.Σ) Τρικάλων και της Φιλολογικής Ιστορικής Αρχαιολογικής Λαογραφικής Εταιρείας Θεσσαλίας (Φ.Ι.Α.Λ.Ε.Θ). Πρόκειται για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο 1940-1941 και το Ύψωμα 731 το οποίο χαρακτηρίζει ως έσχατη θυσία… Το 1904 με Βασιλικό Διάταγμα, αναφέρει η ίδια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τα Τρίκαλα ορίστηκαν ως έδρα του 5ου Συντάγματος Πεζικού, που υπαγόταν στην Ι Μεραρχία Λαρίσης.

Σε μεγάλο ποσοστό στο 5ο Σύνταγμα στρατολογούνταν, σύμφωνα με το τότε σχέδιο επιστρατεύσεως, Τρικαλινοί και Καρδιτσιώτες, ενώ πολλοί Δυτικοθεσσαλοί υπηρέτησαν στο 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων και σε μονάδες ιππικού. Το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων έλαβε μέρος με αξιοσημείωτη δράση σε όλους τους μεγάλους πολέμους: Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία, Ελληνοϊταλικός Πόλεμος 1940-1941. Από το 5ο Σύνταγμα Πεζικού, συνεχίζει, οργανώθηκε και το 51 Σύνταγμα Πεζικού, που με αρχηγό τον Συνταγματάρχη Δαβάκη προωθήθηκε στα σύνορα και μετονομάστηκε «απόσπασμα Πίνδου». Στα τέλη Αυγούστου 1940 οργανώθηκε και το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων, από στρατεύσιμους κυρίως της ευρύτερης περιοχής Τρικάλων-Καρδίτσας, το οποίο κινήθηκε προς το Μέτσοβο με 900 άνδρες και 300 ζώα και εντολή να φράξει τις διαβάσεις Κατάρας – Μετσόβου για να μην μπορέσει ο εχθρικός στρατός να εισέλθει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία.

Στόχος των Ιταλών ήταν η Λάρισα, για να αποκόψουν τις συγκοινωνίες με την Ν. Ελλάδα. Η πρώτη επαφή με τον εχθρό έγινε στις 29 Οκτωβρίου, όταν δύο σμήνη αεροπλάνων βομβάρδισαν τις παρυφές του Μετσόβου, χωρίς ευτυχώς απώλειες. Το βάπτισμα του πυρός όμως έγινε στις 31 Οκτωβρίου, όταν έπεσαν οι πρώτες βολές των πυροβόλων, που ξάφνιασαν τους Ιταλούς και τους διασκόρπισαν έντρομους, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζαν πως έκαναν περίπατο.

«Τότε συνειδητοποίησαν καί οἱ δικοί μας», γράφει στο Ημερολόγιό του ο διοικητής λόχου του ΙΙ/5 τάγματος Δημ. Κασλάς, «ὅτι εἰσερχόμεθα εἰς ἕνα πόλεμον σκληρόν με μία Αὐτοκρατορία» (περ. Τρικαλινά, 21/2001). Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στον Αώο ποταμό · συγχρόνως προωθούνταν οι μονάδες της Ι Μεραρχίας, το 4ο Σύνταγμα Λαρίσης και το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Παράλληλα άλλα τμήματα πλευροκοπούσαν την Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών στην Πίνδο. Ζωτικής σημασίας η ανακατάληψη της Κόνιτσας, με την σύμπραξη των τριών Ταγμάτων του 5ου Συντάγματος υπό τον συνταγματάρχη Ν. Γεωργούλα. Παρά τον συνεχή βομβαρδισμό από τα ιταλικά αεροπλάνα, την ανυπαρξία ελληνικής αεροπορίας, τον καθημερινό ανεφοδιασμό των ιταλικών στρατευμάτων με ρίψεις εφοδίων από τα μεταγωγικά αεροπλάνα τους, οι Ιταλοί υποχωρούσαν αφήνοντας πίσω αιχμαλώτους και όλον τον οπλισμό με τα πυρομαχικά τους.

Μέχρι την 21η Νοεμβρίου, προσθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η φιλόλογος, η προέλαση των θεσσαλικών μονάδων συνεχιζόταν παρά την πείσμονα, για λόγους γοήτρου, αντίσταση των Ιταλών, μέχρι την ελληνοαλβανική μεθόριο. Με νεώτερη διαταγή πέρασαν τη μεθόριο και, άλλοτε με τη βοήθεια Ελλήνων κατοίκων των χωριών που συναντούσαν άλλοτε και χωρίς αυτή, εξουδετερώνοντας την αντίσταση των Ιταλών εισήλθαν στο Μοναστήρι και στο Δέλβινο, όπου έτυχαν ενθουσιώδους υποδοχής.

Η προέλαση συνεχίστηκε μέχρι την 24η Ιανουαρίου 1941, οπότε κατέλαβαν το ύψωμα 717, όπου και παρέμειναν μέχρι την αντικατάστασή τους, στις 17 Φεβρουαρίου 1941, ενώ στο 731 παρέμεινε το 51 Τάγμα της Ι Μεραρχίας μέχρι την παραμονή της Εαρινής επίθεσης, 8 Μαρτίου. Την νύχτα της 8ης προς 9ην Μαρτίου εκτελώντας διαταγή της Ι Μεραρχίας ο ταγματάρχης Δημ. Κασλάς μετακίνησε το ΙΙ Τάγμα του 5ου Συντάγματος Πεζικού Τρικάλων στο Ύψωμα 731, για να αντικαταστήσει το εκεί Ι/51 Τάγμα, με τη διαβεβαίωση ότι ολόκληρη η Ι Μεραρχία, εξαντλημένη μετά την 4μηνη συνεχή επαφή με τον εχθρό, θα αντικαθίστατο λίαν προσεχώς.

Το Ύψωμα 731 ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή στο στόχαστρο των Ιταλών καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας με αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό των στρατιωτών στα χαρακώματα και τις καθημερινές απώλειες. Το πρωί της 9η Μαρτίου ο Μουσολίνι εξαπέλυσε εναντίον των Ελλήνων την «επίθεσιν των ρόδων», έχοντας παρατάξει έναντι των λίγων και εξαντλημένων, από τον τετράμηνο αδιάκοπο πολεμικό αγώνα, Ελλήνων μαχητών τα εκλεκτότερα σώματα του Ιταλικού Στρατού: Μεραρχία Κάλιαρι, Μεραρχία Πούλιε με τους Μελανοχίτωνες, Μεραρχία Πινερόλο, και ως εφεδρείες τις Μεραρχίες Μπάρι, Σιένα και την Μεραρχία των Αλπινιστών Πουστερία.

Αντικειμενικός σκοπός η κατάληψη του Υψώματος 731, προγεφύρωμα του δρόμου για την Κλεισούρα. Στις 6.30 το πρωί άρχισε καταιγισμός πυρών από το πυροβολικό και τους όλμους των Ιταλών και από σμήνη αεροπλάνων τους. Οι φωτιές και οι καπνοί δυσχέραιναν την ορατότητα σε απόσταση ακόμη και 10 μέτρων. Μέσα σε δύο ώρες, τονίζει χαρακτηριστικά, η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, το δασωμένο με πανύψηλα δέντρα ύψωμα 731 απογυμνώθηκε.

Ο βαρύς οπλισμός καταστράφηκε και μια ώρα μετά την έναρξη της επίθεσης διακόπηκε και η τηλεγραφική επικοινωνία. Η τελευταία διαταγή πρόσταζε «ἄμυνα μέχρις ἐσχάτων». Σχεδόν για δύο ώρες σφυροκοπούσαν ακατάπαυστα οι Ιταλοί τα υψώματα Μπρέγκου Ράπιτ (717) και 731 και μετά πεπεισμένοι ότι δεν θα υπήρχε κανείς ζωντανός κινήθηκαν προς αυτά συναντώντας έκπληκτοι την πρώτη αντίσταση, την οποίαν όμως έκαμψαν και συνέχισαν προς το 731. Οι στρατιώτες του 5ου Συντάγματος άρχισαν να πυροβολούν μόλις οι Ιταλοί πλησίαζαν στα 200μέτρα, σύμφωνα με διαταγή του Κασλά, συνεπικουρούμενοι από τα 40 μόλις πυροβόλα που διέθεταν.

Οι Ιταλοί αιφνιδιασμένοι δεν υπάκουαν στην εντολή «αβάντι» των αξιωματικών τους. Η επικίνδυνη προσέγγισή τους όμως στα κατεστραμμένα συρματοπλέγματα ανάγκασαν τους Έλληνες να χρησιμοποιήσουν τις χειροβομβίδες, αλλά και αυτές εξαντλήθηκαν, ενώ οι Ιταλοί στην δεξιά πλευρά είχαν ήδη μπει στα χαρακώματα. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή ο Δημ. Κασλάς, ελλείψει επικοινωνίας με ανωτέρους του, διέταξε αντεπίθεση σε μια μάχη σώμα με σώμα και υπό το σάλπισμα «προχωρείτε» οι ιαχές «αέρα» των πολεμιστών του, που όρμησαν αποφασισμένοι στην έσχατη θυσία, τρομοκράτησαν τους Ιταλούς, οι οποίοι υποχώρησαν άτακτα εγκαταλείποντας στο πεδίο της μάχης τον οπλισμό τους, πτώματα και τραυματίες. Τίποτα δεν είχε τελειώσει όμως.

Η μεσημεριανή νέα επίθεση των Ιταλών απέτυχε και η απογευματινή επίθεσή τους, συνοδευόμενη από ισχυρό βομβαρδισμό από γης και αέρα αυτή τη φορά, συνάντησε τις ελληνικές ριπές, λόγχες και χειροβομβίδες και απέτυχε επίσης. Και μετά την βραδινή τέταρτη, αποτυχημένη επίσης, επίθεσή τους οι Ιταλοί την 1η μέρα μετρούσαν απώλειες ανερχόμενες στο 30%. Τα υψώματα 731 και 717 δεν έπεσαν, όπως η φιλόλογος εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, και όλη την νύχτα ανεφοδιάζονταν με χειροβομβίδες και πυρομαχικά. Την επόμενη μέρα η ιταλική αεροπορία ισοπέδωσε την κορυφή του 731 και το πυροβολικό τους στόχευε ακατάπαυστα το ύψωμα. Η νέα ιταλική επίθεση, που ακολούθησε, αποδεκατίστηκε από τα ελληνικά πολυβόλα και η γνωστή ιαχή «αέρα», οι λόγχες και οι χειροβομβίδες συνέτριψαν μία ακόμη φιλόδοξη ιταλική επίθεση.

Αρνητικό αποτέλεσμα για τους Ιταλούς είχαν και άλλες την ίδια μέρα επιθέσεις αλλά και οι χιλιάδες προκηρύξεις που έριξαν από τα αεροπλάνα τους σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πλήξουν το ηθικό των στρατιωτών. Η 11η Μαρτίου ήταν η ημέρα αποδεκατισμού και ενταφιασμού στην χαράδρα Πρόι-Μαθ την ισχυράς Μεραρχίας Πούλιε και των Μελανοχιτώνων της. Η ομίχλη της ημέρας, που θεώρησαν πλεονέκτημά τους, υπήρξε ο Δούρειος ίππος τους. Ιταλός αιχμάλωτος αξιωματικός ενώπιον του ταγματάρχη Κασλά επαίνεσε την «γενναιότητα καί ἀντοχή» των Ελλήνων στρατιωτών «ἔπειτα ἀπό τόσον σίδηρον πού ἐρρίφθη ἐπί τῶν ὑψωμάτων 731 και 717».

Ανεπιτυχείς υπήρξαν και οι επιθέσεις των επομένων ημερών μέχρι τις 25 Μαρτίου, ενώ το 5ο Σύνταγμα από την 14ην Μαρτίου, έχοντας αντικατασταθεί από το 19ο Σύνταγμα Σερρών, βρισκόταν σε εφεδρεία αλλά και ετοιμότητα αντεπίθεσης για την περίπτωση που οι Ιταλοί καταλάμβαναν το 731. Μέχρι την 12ην Απριλίου ολόκληρη η Ι Μεραρχία είχε αντικατασταθεί πλήρως και είχε επιστρέψει στην ελληνοαλβανική μεθόριο. Η 13η Απριλίου βρήκε το 5ο Σύνταγμα να αμύνεται στα νώτα του Βορείου Συγκροτήματος, που υποχωρούσε λόγω της εισβολής των Γερμανών στην Μακεδονία, και με την σύμπτυξη και του αλβανικού μετώπου από την 14ην Απριλίου «οἱ νικηφόροι ἀγῶνες ἐπί τετράμηνον ἀπέβησαν ἐπί ματαίῳ».

Το 5ο Σύνταγμα, παρά την απώλεια πολλών ανδρών, εκτελώντας διαταγή της Ι Μεραρχίας επέμενε σε άμυνα «μέχρις ἐσχάτων», έως την 16ην όποτε ήρθε η διαταγή της υποχώρησης. Το 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων κράτησε το ύψωμα 731 αποκρούοντας επάλληλες επιθέσεις των Ιταλών, παρουσία και του ίδιου του Μουσολίνι, κατά τη διάρκεια της μεγάλης εαρινής επίθεσής τους 9-25 Μαρτίου 1941. Λίγες μέρες αργότερα ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ελλάδα. Στο ύψωμα 731 γράφτηκαν οι νέες Θερμοπύλες· σήμα «ἐς ἀεί» η μνεία του στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου στην Αθήνα· ως «Γολγοθάς» έμεινε στην μνήμη των επιζησάντων, αφού το δενδροσκέπαστο ύψωμα αποψιλώθηκε και απογυμνώθηκε από τις ακατάπαυστες ριπές των Ιταλών, που μετέβαλαν παράλληλα και το ύψος του, μειώνοντας το κατά 5 μέτρα.

Τόσα πυρομαχικά που έριξαν οι Ιταλοί δεν έπεσαν πουθενά αλλού στον κόσμο κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο! Οι τότε ελληνικές διοικήσεις, όπως εξιστορεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ναυσικά Μουλά-Αγγελάκη, απεδείχθησαν ικανότερες από τις ιταλικές. Οι Έλληνες στρατιώτες χειρίστηκαν με επιδεξιότητα τις λόγχες τους σε έναν αγώνα σώμα με σώμα άγνωστο στους Ιταλούς στρατιώτες, που στηρίζονταν περισσότερο στον τελευταίας τεχνολογίας βαρύ οπλισμό τους, άχρηστο όμως στα δύσβατα βουνά της Αλβανίας. Η υπεροπλία των Ιταλών ηττήθηκε από το άτρωτο ηθικό των Ελλήνων. Το δίκαιο του Ελληνικού αγώνα κατέβαλε την αναίτια ιταλική εισβολή. Το τσουχτερό κρύο και ο βαρύς χειμώνας, η πείνα και οι στερήσεις δεν έκαμψαν το φρόνημα του Θεσσαλού αγωνιστή στο 731, του Έλληνα στρατιώτη στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940-1941.

Η Ι Μεραρχία και το 5ο Σύνταγμα Τρικάλων με τους Τρικαλινούς και Καρδιτσιώτες, κατά βάση, στρατιώτες του κουβαλούσαν ένα ηρωικό παρελθόν· στους Βαλκανικούς Πολέμους η Ι Μεραρχία μπήκε πρώτη στη Θεσσαλονίκη· στη Μικρασιατική Εκστρατεία πάτησε πρώτη στη Σμύρνη και έφυγε τελευταία· στο Ύψωμα 731 αποκρούοντας αλλεπάλληλες επιθέσεις επί 16 ημέρες συνεχών συγκρούσεων, δεν επέτρεψαν στον εχθρό να περάσει και ματαίωσαν το σχέδιο του περί αποκοπής της επικοινωνίας των ελληνικών στρατευμάτων με την Νότια Ελλάδα. Οι νεκροί και τραυματίες Θεσσαλοί του 5ου Συντάγματος υπέγραψαν με τη θυσία και τον αγώνα τους το διαχρονικό μήνυμα αντοχής και καρτερίας, υπομονής και θέλησης, όταν ο άνθρωπος υπερασπίζεται το δίκαιο έναντι της αδικίας, καταλήγει η ίδια.

mignatiou.com

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Ποιος ήταν ο ήρωας ταγματάρχης που οι εθνικόφρονες, έστειλαν εξορία;
    Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΣΛΑΣ

    Τις πρώτες δυόμισι ώρες της επίθεσης ρίχτηκαν 100.000 βόμβες στο μικρό ύψωμα.
    Κάθε δευτερόλεπτο, έπεφταν 11 βλήματα.
    Στο τέλος της επίθεσης το «Ύψωμα 731» είχε φαγωθεί κατά πέντε μέτρα. Είχε γίνει «Ύψωμα 726».

    Ο ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς, με περγαμηνές από τον μικρασιατικό πόλεμο, καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Κάτι δεν του άρεσε. Η ξαφνική σιγή των Ιταλών τον είχε βάλει σε σκέψεις. Χωρίς να φορέσει το πανωφόρι του, βγήκε έξω από το αμπρί του και άρχισε να επιθεωρεί τις θέσεις άμυνας στο ύψωμα.
    Το βουνό βρισκόταν 20 χιλιόμετρα βόρεια της Κλεισούρας και είχε καταληφθεί από τον Ελληνικό Στρατό τον χειμώνα του 1941. Το συγκεκριμένο ύψωμα ήταν ένα καρφί στο «μάτι» της ιταλικής πολεμικής μηχανής. Όσο παρέμενε σε ελληνικά χέρια κάθε προσπάθεια των Ιταλών ήταν καταδικασμένη. Εάν έπεφτε, τότε άνοιγε ο δρόμος για την υπόλοιπη Ελλάδα. Είχε υψόμετρο 731 μέτρα και όπως είθισται η γεωγραφική υπηρεσία το είχε ονομάσει «Ύψωμα 731».
    Ο ταγματάρχης φώναξε δυο λοχαγούς του και άρχισε να δείχνει με το δάχτυλό του διάφορα σημεία και να δίνει οδηγίες. Εκείνοι, που δεν είχαν καταλάβει για τι πράγμα μιλούσε, απλά σημείωναν και κουνούσαν καταφατικά το κεφάλι τους. «Θέλω να ενισχυθεί η άμυνα σε αυτό το αντέρεισμα. Σε αυτή τη ραχούλα να στηθεί ένα πολυβόλο που θα διασταυρώνει πυρά με εκείνο το πολυβόλο μας. Εδώ και εδώ να βάλλουν οι όλμοι μας. Και όλοι, μα όλοι να σκάψουν ορύγματα βάθους 80 εκατοστών και να μπουν μέσα για να είναι προφυλαγμένοι…».

    Ο ταγματάρχης Κασλάς και περίφημο σχέδιο άμυνας

    Ο ταγματάρχης Κασλάς είχε δημιουργήσει στο μυαλό του ένα περίφημο σχέδιο άμυνας και τώρα το έστηνε όχι επί χάρτου, αλλά στην πραγματικότητα. Γνώριζε ότι οι φαντάροι και οι αξιωματικοί του ήταν διαλυμένοι και καταβεβλημένοι, όπως και εκείνος, αλλά πολύ περισσότερο γνώριζε ότι το ύψωμα δεν έπρεπε να πέσει ακόμη και εάν όλοι οι υπερασπιστές του σκοτώνονταν.
    Ο ταγματάρχης Κασλάς εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Έφαγε μαζί με τους υπόλοιπους στρατιώτες σαν απλός φαντάρος και στη συνέχεια κλείστηκε στο αμπρί του και μελέτησε τους χάρτες. Σχεδίασε κάθε πιθανό σενάριο, καλό ή κακό, προκειμένου να μην πέσει το ύψωμα. Έφτιαξε στο μυαλό του κάθε εναλλακτική λύση για να αποτρέψει την ιταλική επίθεση.

    Πριν ακόμη χαράξει, βγήκε έξω σαν να ήθελε να αποτυπώσει στο μυαλό του όλη εκείνη την απίστευτη ομορφιά της πλάσης.
    Λίγα λεπτά αργότερα, ξεκινούσε η περίφημη ιταλική «Εαρινή Επίθεση» με τον ίδιο τον Μουσολίνι να επιβλέπει. Τα ιταλικά κανόνια άρχισαν να ξερνούν φωτιά. Οι ελληνικές θέσεις δέχονταν ένα πρωτόγνωρο σφυροκόπημα.

    Θύμιζε τα «μπαράζ» του πυροβολικού στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε ένα δευτερόλεπτο που περνούσε επάνω στο βουνό έσκαγαν 11 βλήματα. Καπνός, σκόνη, ουρλιαχτά, διαμελισμένα κορμιά, μυρωδιά από καμένη σάρκα, μπαρούτι, συνέθεταν ένα σκηνικό κολάσεως.

    Κασλάς: «Στείλε: Δεχόμαστε σφοδράν επίθεσιν. Αντέχουμε»

    Ο Κασλάς δίπλα στον ασυρματιστή του ούρλιαζε για να ακουστεί: «Στείλε: Δεχόμαστε σφοδράν επίθεσιν. Αντέχουμε». Ο ταγματάρχης ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τους Ιταλούς να πατήσουν στο «731». Κατάμαυρος από την κάπνα και τις λάσπες φώναξε τους αξιωματικούς του και στα γρήγορα, μέσα στο αμπρί του, έδωσε τη διαταγή του προς τους διοικητές των λόχων του 5ου τάγματος Πεζικού Τρικάλων: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθή προς τα οπίσω. Εμψυχώσατε άνδρας σας και τονώσατε το ηθικόν των. Προμηνύεται λυσσώδης επίθεσις του εχθρού, η οποία οπωσδήποτε θα αποκρουσθή και θα συντριβή. Τηρήσατέ με ενήμερον τακτικής καταστάσεως. Επαναλαμβάνω, τότε μόνον θα διέλθη ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνωμεν άπαντες επί των θέσεών μας».

    Οι στιγμές, τα λεπτά, οι ώρες του σφοδρού βομβαρδισμού περνούσαν βασανιστικά αργά. Μέσα στα ορύγματα οι φαντάροι σιωπηλοί, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν στις βόμβες που έσκαγαν δίπλα τους. Τα βλήματα σκορπούσαν τον θάνατο και τη θλίψη. Οι στρατιώτες έβλεπαν τους συναδέλφους και φίλους τους να κομματιάζονται, ένιωθαν το αίμα τους καυτό να τους πιτσιλάει. Και όσο συνέβαινε αυτό, τόσο η οργή τους ξεχείλιζε και έσφιγγαν περισσότερο το όπλο τους.
    Ο Ιταλός διοικητής Πυροβολικού, Καβαλέρο, από την Τρεμπεσίνα, όπου ήταν τα κανόνια, σίγουρος πλέον ότι δεν είχε μείνει άνθρωπος ζωντανός έπειτα από τέτοιο βομβαρδισμό, έγνεψε στον Ντούτσε, που παρακολουθούσε από κοντά, ότι πλέον το Πεζικό μπορεί να καταλάβει το ύψωμα. Οι Ιταλοί στρατιώτες καθώς πλησίαζαν αντίκρισαν ένα θέαμα που τους έκανε να μείνουν με το στόμα ανοιχτό. Το γεμάτο δέντρα βουνό είχε μείνει φαλακρό. Τα συρματοπλέγματα είχαν καταστραφεί, τα χαρακώματα δεν υπήρχαν. Ήταν πλέον και εκείνοι σίγουροι ότι θα καταλάμβαναν εύκολα το ύψωμα.
    Την ίδια στιγμή μέσα στο αμπρί του ταγματάρχη, ο ασυρματιστής, του έδωσε να διαβάσει το τηλεγράφημα από τον συνταγματάρχη Κετσέα: «Επί των θέσεών σας θ’ αμυνθήτε μέχρις εσχάτων. Η Πατρίς, η Ανωτάτη Διοίκησις απαιτεί να κρατήσητε ψηλά την τιμήν των όπλων».
    Ο Δημήτρης Κασλάς, που δεν σταμάτησε να δίνει διαταγές, έγνεψε στον ασυρματιστή του: «Στείλε: οτιδήποτε και αν συμβή δεν θα εγκαταλείψωμεν το 731 και έχω πεποίθησιν ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί».
    Η πεποίθησή του έγινε πραγματικότητα. Αν και είχαν καταστραφεί τα ελληνικά κανόνια επάνω στο ύψωμα, αν και είχαν καταστραφεί τα πυροβόλα, οι όλμοι και τα βαριά όπλα, ο Κασλάς έδωσε διαταγή προς τους φαντάρους να μην κουνηθούν από τις θέσεις τους και να μην πυροβολήσουν τους σχεδόν ακάλυπτους Ιταλούς μέχρι το σύνθημά του. Και όταν οι Ιταλοί έφτασαν κοντά, ο ταγματάρχης φώναξε «πυρ» και μια δεύτερη πύλη της κολάσεως άνοιξε, αυτή τη φορά για εκείνους.
    Με χειροβομβίδες, πολυβόλα, αυτόματα, οι Έλληνες φαντάροι θέριζαν τους Ιταλούς που ακάλυπτοι δεν είχαν πού να κρυφτούν. Ήταν μια πραγματική σφαγή για τους άνδρες του Μουσολίνι. Τα νεύρα είχαν τεντωθεί τόσο, που κάποιες ομάδες Ιταλών που σήκωναν τα χέρια για να παραδοθούν εκτελέστηκαν την ίδια στιγμή.

    Ο ταγματάρχης Κασλάς υπερασπίστηκε με τους στρατιώτες του το «Ύψωμα 731» με αυταπάρνηση. Η «Εαρινή Επίθεση» του Μουσολίνι έσπασε στους βράχους ενός βουνού που είχε ύψος 731 μέτρα. Τα βράδια ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν επάνω από το καραφλό βουνό και έριχναν προκηρύξεις. Ο Κασλάς έγραψε στο ημερολόγιό του: «Προς το εσπέρας νομίζουν ότι θα κλονίσουν το ηθικόν των στρατιωτών μας, ρίπτουν δι’ αεροπλάνων χιλιάδας προκηρύξεις, καλούν τους στρατιώτας μας να ρίψουν τα όπλα και να σπεύσουν να παραδοθούν. Αι προκηρύξεις αυταί μόνον γέλωτα προσέφερον εις τους ηρωικούς οπλίτας».
    Ο Μουσολίνι έφευγε ταπεινωμένος. Σε λίγες εβδομάδες θα χρειαζόταν ο σύμμαχός του, ο Χίτλερ, να επέμβει για να τον σώσει από την καταστροφή.
    Στον ταγματάρχη Κασλά, που κράτησε το «Ύψωμα 731» και απέκρουσε μέσα σε τρεις μέρες 18 μεγάλες επιθέσεις από Πυροβολικό, Αεροπορία, άρματα μάχης και επίλεκτες ιταλικές μονάδες πεζικού, απονεμήθηκαν τα εξής: Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας, Πολεμικός Σταυρός Γ’ Τάξεως, Αργυρούς Σταυρός του Β’ Τάγματος, Μετάλλειον στρατιωτικής αξίας Δ’ Τάξεως. Οι Ιταλοί άφησαν στους πρόποδες του υψώματος 12.000 νεκρούς.
    Καλοκαίρι 1943, Βόλος, χωριό Πουρί

    Ο ήρωας ταγματάρχης του «731» είχε επιστρέψει στην ησυχία τού χωριού του. Καθημερινά ασχολούνταν με τις αγροτικές δουλειές, αλλά κάτι μέσα του δεν τον άφηνε να κοιμηθεί και να ησυχάσει. «Πρέπει να βγω στο βουνό. Πρέπει να πολεμήσω τους κατακτητές», σκεφτόταν και μια μέρα παρουσιάστηκε στον ΕΛΑΣ. Εντάχθηκε στη XVI Μεραρχία. Οι οργανωτικές του ικανότητες, η οξύνοιά του, το θάρρος του και η τακτική του στις μάχες δεν άργησαν να τον φέρουν ως στρατιωτικό διοικητή του 52ου Συντάγματος.

    Οι μάχες που έδωσε φορώντας το… δίκοχο του ΕΛΑΣ ήταν πολλές. Έδρασε κυρίως στην περιοχή της κοιλάδας του Σπερχειού και σε κάθε σύγκρουση που είχε με τα γερμανικά στρατεύματα άφηνε πίσω του μόνο νεκρούς στρατιώτες που φορούσαν τις στολές με τη νεκροκεφαλή και τους δυο κεραυνούς στο πέτο.
    Μερικές από αυτές εναντίον του κατακτητή αλλά και των ντόπιων συνεργατών του: στο Βλάσδο (Μοσχάτο) Καρδίτσης στις 7 Μαρτίου 1944, στον Μεσενικόλα Καρδίτσης στις 18 Μαρτίου 1944, στο Παλιούρι Φθιώτιδος στις 12 Απριλίου 1944, στην περιοχή Μακρακώμης – Σπερχειάδος από τις 11-14 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου 1944. Απέκρουσε με πείσμα και έκανε να πληρώσουν ακριβά οι Γερμανοί τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους εναντίον των ανταρτών, στην κοιλάδα του Σπερχειού στις 7-20 Αυγούστου 1944. Έλαβε μέρος στη μάχη στο Λιανοκλάδι την 1η Σεπτεμβρίου 1944 και στις μάχες στην περιοχή Δομοκού στις 18-20 Οκτωβρίου 1944.
    Επίσης οργάνωσε διάφορα σαμποτάζ κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που συνέδεε την Αθήνα με τη Βόρεια Ελλάδα, σε συνεργασία με Άγγλους κομάντος υπό τον Άγγλο ταγματάρχη Τζον Μόλγκαν από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο του 1944.
    19 Δεκεμβρίου 1944, Πάρνηθα, Χασιά Αττικής

    Το κρύο περνούσε τα πανωφόρια και τα αμπέχονα, και έφτανε μέχρι το κόκαλο. Οι άνδρες του 52ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ βρίσκονταν κρυμμένοι με πλήρη εξάρτυση και πολεμοφόδια στο δάσος της Πάρνηθας. Ήταν όλοι τους μπαρουτοκαπνισμένοι και ετοιμοπόλεμοι. Περίμεναν απλά τη διαταγή από το αρχηγείο και θα κατέβαιναν από το Περιστέρι και τις άλλες δυτικές συνοικίες. Η κατάληψη της Αθήνας και η εξολόθρευση όλων των συνεργατών των Γερμανών που απολάμβαναν την κάλυψη της κυβέρνησης και κοιμόντουσαν σε ξενοδοχεία, δίχως να τους ενοχλεί κανείς, θα ήταν ζήτημα ωρών.

    Ο στρατιωτικός διοικητής του 52ου Δημήτρης Κασλάς κοίταζε από ψηλά τα φώτα της πόλης που άναβαν και τους καπνούς από τις διάφορες συνοικίες όπου μαίνονταν οι μάχες. «Μα είναι δυνατόν. Μας έχουν εδώ από τις 30 Νοεμβρίου και αντί να μας αμολήσουν, αφήνουν τον εφεδρικό ΕΛΑΣ και την ΕΠΟΝ της Αθήνας να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Μα τι κάνουν; Κοιμούνται τέλος πάντων; Δεν βλέπουν ότι μας πετσοκόβουν εκεί κάτω; Τι κάνουμε εδώ;». Ο λοχαγός του ΕΛΑΣ που κάπνιζε το τσιγάρο του δίπλα από τον Κασλά δεν περίμενε απάντηση. Την ήξερε. Έσβησε την καύτρα με το σαλιωμένο δάχτυλό του και γύρισε πίσω.

    Μια απλή διαταγή και η ροή της ιστορίας θα είχε αλλάξει. Μια διαταγή που δεν δόθηκε στην ώρα της. Όταν έφτασε στον Κασλά και σε άλλους μπαρουτοκαπνισμένους διοικητές του ΕΛΑΣ, οι Άγγλοι είχαν γίνει ήδη κύριοι των κομβικών σημείων της πόλης, αποβίβαζαν συνέχεια στρατό από τον Πειραιά και την Ελευσίνα, και η ρομαντική περιπέτεια του βασανισμένου λαού για δημοκρατία είχε λάβει τέλος. Εκείνος ο πόλεμος ήταν προδιαγεγραμμένο από την αρχή να χαθεί.

    Ο ήρωας ταγματάρχης του «731», ο άνθρωπος που απέκρουσε τα στρατεύματα της Ιταλίας στο ύψωμα που δεν έπρεπε να πέσει, δεν ήταν ήρωας. Η «εθνικόφρων κυβέρνηση» τον θεώρησε προδότη, Βούλγαρο, συμμορίτη, κατσαπλιά. Οι συνεργάτες των Γερμανών, αλλά και οι άκαπνοι στρατιωτικοί που περνούσαν τον χρόνο τους στα μπορντέλα και τα καφενεία της Μέσης Ανατολής, όταν ο Κασλάς πολεμούσε τους κατακτητές, επέστρεψαν με τη βοήθεια των συμμάχων στα πράγματα και τον έκριναν ως «ανεπαρκή». Το υπουργείο Στρατιωτικών ζήτησε από τον Κασλά να απολογηθεί και να αποκηρύξει τη δράση του στον ΕΛΑΣ. Δεν το έκανε. Δεν πρόδωσε τους νεκρούς στρατιώτες του. Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας ο ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς υπάχθηκε στον β’ πίνακα των αξιωματικών, χαρακτηρισμένος ως «επικίνδυνος με υποψία ότι θα στελέχωνε τον ΔΣΕ». Ο δρόμος που έπρεπε να πάρει ήταν ένας: Εξορία.
    Τον αποστράτευσαν «αυτεπαγγέλτως». Του ξήλωσαν τα γαλόνια. Ο Κασλάς ουδέποτε υπέγραψε δήλωση μετάνοιας. Έμεινε στην εξορία επί τρία χρόνια. Το 1948 αφέθηκε υπό περιοριστικούς όρους ελεύθερος.

    Τρίκαλα, 1950.

    Στην πλατεία Ρήγα Φεραίου της πόλης κυκλοφορούσε άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Δυο καλοντυμένοι θαμώνες του ιστορικού καφενείου «Πανελλήνιον», που απολάμβαναν τον καφέ τους, τον είδαν να περνά και δεν του έδωσαν σημασία. Μια παρέα νεαρών, όμως, σηκώθηκε από το τραπέζι της και λίγο έλειψε να πετάξει κάτω τους καφέδες και τα νερά. Έτρεξε προς τον άγνωστο άνδρα και του έκλεισε τον δρόμο.
    «Κύριε ταγματάρχα, εσείς;» του είπε ο ψηλότερος της παρέας. «Κύριε ταγματάρχα μας, κύριε Κασλά, πολεμήσαμε μαζί στο ‘‘731’’» του είπαν οι τρεις φίλοι με μια φωνή και στάθηκαν προσοχή μπροστά του. «Μας σώσατε τη ζωή. Σας ευγνωμονούμε για όσα κάνατε για εμάς. Πάντα θα σας ευγνωμονούμε. Και εμείς και τα παιδιά μας».

    Ένας αραμπάς πέρασε από δίπλα τους και έκαναν στην άκρη. Ο άγνωστος άνδρας, τους κοίταξε βαθιά και τους τρεις. Ήθελε να τους χαιρετίσει, να τους αγκαλιάσει. Δεν το έκανε. Σήκωσε τον γιακά από το παλτό του, και τους είπε ευγενικά: «Συγγνώμη, κύριοι, δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Μάλλον με μπερδεύετε με κάποιον άλλον. Κάνετε κάποιο λάθος. Καλή σας ημέρα» και απομακρύνθηκε.
    Ο άγνωστος με τον υψωμένο γιακά και το καπέλο, όταν έστριψε στην πρώτη γωνία που βρήκε μπροστά του, κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα. Έκλαψε βουβά, με αναφιλητά. Ύστερα σκούπισε τα δάκρυά του και συνέχισε τον δρόμο του. Ο άγνωστος άνδρας πέθανε το 1966.
    Τον πρόδωσε η καρδιά του στα 65 του χρόνια, όπως τον πρόδωσε η πατρίδα του…
    Το 1985 ο Δημήτριος Κασλάς, μετά θάνατον, προήχθη σε ταξίαρχο.

  2. O Κασλάς ήρθε τον Ιούνιο 1943 στο Περτούλι όπου το Στρατηγείο του ΕΛΑΣ και η σχολή Εφέδρων Αξιωματικών όπου υπηρετούσα. Μας τον συνέστησαν στη Σχολή ως ήρωα, όπως και ήταν, και μας αφηγήθηκε λίγα από τα κτορθώματά του τάγματός του. Ηταν λιγόλογος. Είχε κουφαθεί στο 731 από τις οβίδες που έσκαγαν γύρω του.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης