Και κει που πάω βόλτα στα πέριξ σήμερα, πέφτω πάνω σ’αυτό. σχολείο σε νεόκτιστη -σχετικά- και πιθανόν και νεόπλουτη – κι αυτό σχετικά – όλα σχετικά είναι στη ζωή αυτή – και λέω τι ‘φθάσε’ ρε μάγκες. δεν είναι απ’το φθίνω. μάνα μου το στήθος μου πονεί.
Είναι απ’το φτάνω. φτάσε ρε φτάσε. ή μη φτάν’ς. ότ’ καταλαβαίν’ς φτιαν’ς κι επειδή καμιά φορά αρχίζουμε ν’αμφιβάλλουμε και γι’αυτό που ξέρουμε, έκατσα και τόψαξα μόλις γύρισα σπίτι. παραθέτω εκ του αυθεντικού ( την ιθπανία του μέθα)
«-Παπποῦ ἀγαπημένε, εἶπα, δῶσ’ μου μιὰν προσταγή. Χαμογέλασε, ἀπίθωσε τὸ χέρι ἀπάνω στὸ κεφάλι μου, δὲν ἦταν χέρι, ἦταν πολύχρωμη φωτιά. Ὣς τὶς ῥίζες τοῦ μυαλοῦ μου περιχύθηκε ἡ φλόγα. -Φτᾶσε ὅπου μπορεῖς, παιδί μου…
Ἡ φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σὰν νὰ ‘βγαινε ἀπὸ τὸ βαθὺ λαρύγγι τῆς γῆς.
Ἔφτασε ὣς τὶς ῥίζες τοῦ μυαλοῦ μου ἡ φωνή του, μὰ ἡ καρδιά μου δὲν τινάχτηκε.
-Παπποῦ, φώναξα τώρα πιὸ δυνατά, δῶσ’ μου μίαν πιὸ δύσκολη, πιὸ κρητικιὰ προσταγή.
Κι ὁλομεμιάς, ὣς νὰ τὰ πῶ, μιὰ φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τὸν ἀέρα, ἀφανίστηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου ὁ ἀδάμαστος πρόγονος μὲ τὶς περιπλεγμένες θυμαρόριζες στὰ μαλλιά του κι ἀπόμεινε στὴν κορφὴ τοῦ Σινᾶ μιὰ φωνὴ ὄρθια, γεμάτη προσταγή, κι ὁ ἀέρας ἔτρεμε:
-Φτᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!…» (Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορὰ στὸν Γκρέκο, σελίδα 23, ἐκδόσεις Ἑλ. Καζαντζάκη, Ἀθῆναι 1965)
I.V.