Ήταν ξημερώματα 31ης Μαΐου του 1941, όταν δυο νεαροί, ο Μανώλης Γλέζος κι ο Λάκης Σάντας, σκαρφάλωσαν στην Ακρόπολη και, μες στη σιγαλιά της νύχτας, κατέβασαν τη σβάστικα που ντροπιάζε τη μνήμη και το φως του Παρθενώνα. Ήταν μια πράξη ανδρείας, όχι μόνο εναντίον των κατακτητών, αλλά υπέρ ενός πανανθρώπινου συμβολισμού: της ελευθερίας, της αντίστασης, της αξιοπρέπειας.
Λίγες δεκαετίες μετά, στον ίδιο τόπο, ένας δημοσιογράφος αποφάσισε να κατηφορίσει ηχηρά προς τον πάτο της ιστορικής αμνησίας και της ηθικής εκκένωσης. Ο Άρης Πορτοσάλτε, με περισσή ελαφρότητα —ή μήπως μεθοδική πρόθεση— χαρακτήρισε “πατσαβούρα” τη σημαία της Παλαιστίνης. Όχι σε κάποια ιδιωτική συνομιλία, όχι σε μια απρόσεκτη στιγμή, αλλά σε δημόσιο μικρόφωνο, λίγες ώρες πριν την επέτειο μιας από τις πιο εμβληματικές πράξεις αντίστασης του 20ού αιώνα. Λίγες ώρες πριν η Ελλάδα τιμήσει τους ανθρώπους που ρίσκαραν τη ζωή τους για να κατεβάσουν μια σημαία μίσους και να σηκώσουν τον φάρο της ελευθερίας.
Η λέξη “πατσαβούρα” δεν είναι απλώς ένα προσβλητικό επίθετο. Είναι μια λέξη που ξεγυμνώνει τη σκέψη εκείνου που την εκφέρει. Ακυρώνει την ιστορία, την ταυτότητα, τη θυσία ενός λαού. Μετατρέπει τον αγώνα για επιβίωση σε “οπτική ενόχληση”. Όταν ξεστομίζεται από έναν δημοσιογράφο, εκφέροντας την καταδίκη ενός καταπιεσμένου λαού την ίδια στιγμή που η μνήμη των δικών μας αγώνων ξυπνά, τότε κάτι βαθύτερο και πολύ πιο ανησυχητικό αποκαλύπτεται.
Μια κοινωνία που δεν υπερασπίζεται πια το δίκιο του καταπιεσμένου, που κοιτά τον ισχυρό και λέει «εκεί είναι η τάξη», είναι μια κοινωνία που προδίδει τον ίδιο της τον πυρήνα. Τι θα έλεγε άραγε ο νεαρός Γλέζος, βλέποντας τον λόγο ενός συμπατριώτη του να λερώνει το σύμβολο ενός λαού που αυτή τη στιγμή βιώνει μια από τις πιο βάναυσες μορφές εθνοκάθαρσης του 21ου αιώνα; Τι θα ένιωθε εκείνος ο έφηβος που ρίσκαρε τα πάντα για να κατεβάσει ένα σύμβολο μίσους από τον ιερό βράχο; Η σημαία της Παλαιστίνης δεν είναι απλώς ένα πανί με χρώματα. Είναι το αποτύπωμα της αντοχής, της απελπισίας, της περηφάνειας ενός λαού που αρνείται να εξαφανιστεί. Μπορεί να μην τη σηκώνει το επίσημο πρωτόκολλο των διεθνών «συμμαχιών», αλλά τη σηκώνει η καρδιά κάθε ανθρώπου που έχει νιώσει τι σημαίνει να σου παίρνουν τη γη, τα παιδιά, τα όνειρα, και να σε αποκαλούν «πατσαβούρα».
Το πραγματικό ερώτημα όμως δεν είναι πια τι είπε ο Πορτοσάλτε. Το πρόβλημα δεν είναι ο ίδιος. Το πρόβλημα είναι πως αυτή η δήλωση δεν προκάλεσε σοκ, αλλά απλώς μερικά μουρμουρητά. Όταν η κοινωνία συνηθίζει την περιφρόνηση του ανθρώπινου πόνου, όταν δεν φρίττει μπροστά στην απανθρωπιά, τότε το τέρας έχει ήδη περάσει το κατώφλι. Είναι ιστορική ειρωνεία, σχεδόν βλάσφημη, να αποκαλείς «πατσαβούρα» τη σημαία ενός υπό κατοχή λαού, λίγες ώρες πριν τιμήσεις εκείνους που ύψωσαν το ανάστημα στη ναζιστική σημαία. Αλλά η ιστορία έχει τρόπους να επιστρέφει, να θυμίζει, να δικάζει. Κι εκεί που ο δημόσιος λόγος σιωπά ή ξεπέφτει, απομένει το χρέος της μνήμης: να φωτίζει το σκοτάδι, να αντιστέκεται στο κενό, να στέκεται πλάι στους κατατρεγμένους.
Ο κ. (;) Πορτοσάλτε, έχει καταφέρει ότι και ο άμεσος προϊστάμενος του, κ. Μητσοτάκης. ΠΟΤΕ δε βρέθηκαν σε ένα τραπέζι, με αντιπαράθεση απόψεων των παρευρισκόμενων. Θυμάστε εσείς καμία, από τότε που έσκασαν κεφαλάκι στο προσκήνιο αμφότεροι; Βολεύονται πίσω από ένα φιλικό περιβάλλον, το οποίο πάντα τους χρωστάει. Ειδάλλως, θα βλέπαμε όλοι τη γύμνια του (κάθε) Βασιλιά.