"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

16.6 C
Trikala

“Mακρυά από το αγριεμένο πλήθος” [1]

lafarm

Σχετικά άρθρα

varousi 2

Γράφει ο ο γιατρός και συγγραφέας Χρήστος Γκλιμτσας : Ούτε που ήξερε ο ένας την ύπαρξη του άλλου μέχρι εκείνη την στιγμή . Έτυχε να τους κεράσει καφέ ένας κοινός γνωστός στο καφενείο που σύχναζαν και έτσι γνωρίστηκαν. Ηπιαν ξανά μαζί καφέ μετά από μερικές ημέρες, έτσι από ευγένεια, είπαν μερικές κουβέντες πέρα από το «καλημέρα, και το τι καιρό θα κάνει σήμερα» και αυτό ήταν. Κόλλησαν. Ο καφές έγινε ουζάκι και το ουζάκι συνοικιακή ταβέρνα μία φορά την εβδομάδα. Σάββατο βράδυ, με τον λογαριασμό μισό , μισό. Τι να πεις, όσο και αν προσπαθούσαν να κρύψουν με αξιοπρέπεια την ανέχεια, τόσο αυτή ξεχείλιζε. Φαίνονταν με την πρώτη ματιά πως μετρούσαν τα κέρματα στην τσέπη.

tavernaki

Εκεί λοιπόν στο ταβερνάκι κάθε Σάββατο, μετά το δεύτερο και τρίτο ποτήρι κρασί ,άρχιζαν οι εκμυστηρεύσεις. Συνταξιούχοι και οι δύο. Οικοδόμος ο ένας. Τι οικοδόμος , άνθρωπος για όλες τις δουλειές δηλαδή. Από χτίσιμο και μπετά , μέχρι βάψιμο και σοβατίσματα. Ότι ήθελαν οι εργολάβοι. Σαράντα χρόνια δουλειά και τα δύο τελευταία, συνταξιούχος. Σταύρο τον λέγαν. Ο άλλος, ο Νικόλας, ναυτικός ήταν. Μηχανικός στα καράβια. Μία ζωή μέσα στα λάδια στα πιστόνια και στα κύματα. Και αν άργησε να πάρει την σύνταξη του ήταν που δεν είχε τι άλλο να κάνει στην ζωή του, εκτός από το να ταξιδεύει και να δουλεύει. Μήπως τον περίμενε και κανένας πίσω ;
Χήρος ο Σταύρος. Από χρόνια την είχε χάσει την γυναίκα του και του έλειπε πολύ. Καρκίνος στον μαστό με μεταστάσεις. Παιδιά δεν είχαν κάνει και έτσι έμεινε μαγκούφης.

 

Είχε ένα αδελφό αλλά ήταν χαμένος στα ξένα. Είχε φύγει από παιδί μετανάστης και από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση , που λένε. Ο άλλος , ο Νικόλας είχε παντρευτεί. Ξένη ήταν η γυναίκα του, σε λιμάνι την είχε γνωρίσει και την ερωτεύτηκε με την πρώτη. Τόσο βλάκας ήταν . Ξεμπάρκαρε, την παντρεύτηκε, έζησαν μαζί μερικούς μήνες και όταν ξαναμπάρκαρε αυτή ήταν έγκυος .Από τότε νόμιζε πως είχε και αυτός ένα λόγο να γυρίζει πίσω. Τον περίμενε η γυναίκα του και το παιδί του. Ως που σε ένα γυρισμό του την έπιασε με άλλον . Είπε να το καταπιεί και να την συγχωρέσει, «αλλά όταν ραγίζει το γυαλί ,πάει ραγίζει , έτσι δεν είναι ;»

syntaksioyxoi

Ξαναμπάρκαρε και όταν γύρισε εκείνη είχε φύγει μαζί με το παιδί για την πατρίδα της. Τους έψαξε ,αλλά τι τα θες , δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Κάπως έτσι χάθηκαν και σήμερα δεν ξέρει αν υπάρχουν καν. Και που ήλθε και άραξε σε τούτο το μέρος που κανένας δεν τον γνώριζε, ήταν που και αυτός ήθελε να χαθεί.
Αυτά λέγαν εκεί στο ταβερνάκι κάθε Σάββατο και με τον καιρό πολύ πόνεσαν ο ένας τον άλλον.
Όταν το είπε η τηλεόραση ,δεν το πίστεψαν . Το πίστεψαν όμως όταν πήγαν στην τράπεζα και βρήκαν πάλι την σύνταξη « κουρεμένη». Αυτή την φόρα την είχαν πληρώσει τα «επικουρικά».
« Που θα πάει αυτή η δουλειά ρα Σταύρο; Πως θα την βγάλουμε. Ούτε για πασατέμπο δεν θα φτάνει σε λίγο η σύνταξη έτσι όπως το πάνε αυτά τα καθίκια.»

Ο άλλος σήκωσε τους ώμους χωρίς να απαντήσει .Μόνο βρισιές κατέβαζε το μυαλό του και δεν ήθελε να τις ξεστομίσει. Ευτυχώς, ήταν τουλάχιστον γεροί και δεν είχαν μπλέξει ακόμα με γιατρούς και φαρμακεία για να έχουν να πληρώνουν και τέτοια κερατιάτικα.
Δεν είχε φύγει ακόμα ο χειμώνας αλλά έκανε μερικές ημέρες γεμάτες ήλιο.
«Αύριο θα σε πάω εκδρομή», είπε ο Νικόλας.
«Και που θα πάμε;»
«Μην ρωτάς. Έχω να σου πω και μερικές κουβέντες».

Είχε ο Νικόλας ένα παλιό σαραβαλάκι εικοσαετίας, τότε που τα αυτοκίνητα είχαν καρμπιρατέρ και που το έλεγε η ψυχούλα του ακόμα. Σ’ αυτό μπήκαν και ξεκίνησαν. Έκαναν πάνω από διακόσια χιλιόμετρα και σταμάτησαν τρείς φορές. Δύο για να κατουρήσουν και μία για να πιούν καφέ. Ούτε που την ήξερε την διαδρομή ο Σταύρος.

 

«Φτάσαμε» είπε κάποια στιγμή ο Νικόλας. Είχαν βρεθεί σε μία παραλία με κάμποσα σπίτια απλωμένα γύρω, γύρω. Ένας μικρός οικισμός ήταν , χαμένος από θεό και ανθρώπους.
Περπάτησαν λίγο και στάθηκαν μπροστά σε ένα σπίτι που φαινόταν εγκαταλειμμένο.
«Το βλέπεις; Της αδελφής της μάνας μου ήταν. Εδώ έζησε και εδώ πέθανε. Ανύπαντρη ήταν . Τώρα είναι δική μου κληρονομιά.»

Υπήρχε ένα μαγαζάκι για όλες τις δουλειές. Μπακάλικο, καφενείο, ταβέρνα, απ’ όλα. Εκεί άραξαν, εκεί τα συζήτησαν και εκεί τα αποφάσισαν.
Μέσα σε δύο μήνες το σπίτι έγινε αγνώριστο. Διόρθωσαν τα πεσμένα σοβατίσματα, πέρασαν καινούργια λαδομπογιά σε κουφώματα, πόρτες, παράθυρα, παντζούρια, διόρθωσαν τα υδραυλικά και τα ηλεκτρικά, έφτιαξαν καινούργια κουζίνα και μπάνιο , έστρωσαν πλακάκια και το έβαψαν κάτασπρο. Δύο μικρά δωμάτια είχε όλα και όλα, ένα για τον καθένα και ένα καθιστικό με το τζάκι για τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Στο τέλος έχτισαν καινούργιο φράχτη και ξεχέρσωσαν την αυλή. Μπροστά θα φύτευαν λουλούδια και στο πίσω μέρος μπαξέ με λαχανικά. Κάτι λίγες οικονομίες που είχε ο καθένας , τις ξόδεψαν όλες, αλλά χαλάλι , κούκλα το έκαναν. Οι άνθρωποι από τα γύρω σπίτια, καμιά δεκαριά οικογένειες όλες και όλες, στην αρχή απόρησαν και μετά χάρηκαν που θα είχαν καινούργιους γείτονες.

 

Εκεί τους βρήκε η καινούργια άνοιξη . Να κάθονται στην αυλή που είχε αρχίσει να λουλουδιάζει να πίνουν καφέ το πρωί , ούζο το μεσημέρι και να παρακολουθούν τ στο πίσω μέρος του σπιτιού τα ζαρζαβατικά που είχαν αρχίσει να πρασινίζουν. Μάλιστα ο Νικόλας είχε αρχίσει να επιδιορθώνει μια εγκαταλειμμένη βάρκα και μόλις άνοιγε ο καιρός θα την έριχναν στην θάλασσα.
«Θα χορτάσουμε ψάρι, θα δεις » , είπε στον Σταύρο γελώντας.

Έκαναν όρκο. Εκεί θα ζούσαν την υπόλοιπη ζωή τους. Μήπως είχαν και πουθενά αλλού να πάνε; Για συντάξεις δεν ξαναμίλησαν ,ας τις κούρευαν όσο ήθελαν. Εδώ όσα έπαιρναν τους έφταναν και περίσσευαν. Ούτε και για την προηγούμενη ζωή τους ξαναμίλησαν. Ήταν που εδώ είχαν αρχίσει μία καινούργια.

gkimtsas

Christos.gim@gmail.com
(1) Τίτλος παλιάς ταινίας με τον Άλαν Μπέιτς και την Βανέσα Ρεντγρέιβ, απολύτως επίκαιρη

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης