Πρώτα χρόνια
Ο Νίκος Παλαιοκώστας γεννήθηκε το 1960 στο χωριό Μοσχόφυτο των Τρικάλων. Είναι ένα από τα πέντε παιδιά του Λεωνίδα και της Γεωργίας Παλαιοκώστα.
Το 1979 αποφασίζει να γίνει ναυτικός και μπαρκάρει στα καράβια. Πολύ γρήγορα, όμως, θα εγκαταλείψει τη θάλασσα και θα επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου θα αρχίσει να επιδίδεται σε μικροκλοπές και διαρρήξεις μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Βασίλη Παλαιοκώστα, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε ξεκινήσει νωρίτερα την εγκληματική σταδιοδρομία του.
Εγκληματική δράση
Το 1988 ο Νίκος Παλαιοκώστας βρίσκεται φυλακισμένος στις φυλακές των Τρικάλων αλλά με τη βοήθεια του αδερφού του Βασίλη, θα δραπετεύσει στις 18 Δεκεμβρίου αυτού του έτους.
Ωστόσο, στις 3 Φεβρουαρίου του 1990 ο Νίκος συλλαμβάνεται και πάλι για κλοπές ενώ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου συλλαμβάνεται και ο Βασίλης για κλοπή αυτοκινήτου ενώ πρoετοίμαζε σχέδιο για να βοηθήσει τον αδερφό του να δραπετεύσει και πάλι.
Η γνωριμία του Παλαιοκώστα με τον Κώστα Σαμαρά (γνωστό με τα παρατσούκλια Καλλιτέχνης ή Πεταλούδας) την δεκαετία του 1980 υπήρξε καθοριστικής σημασίας αφού οι τρεις τους ξεκίνησαν να διαπράττουν ληστείες τραπεζών σε διάφορες περιοχές σε όλη την Ελλάδα.
Η πιο γνωστή ληστεία από αυτές έγινε τον Ιούνιο του 1992, όπου λήστεψαν το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα Τρικάλων αρπάζοντας 125.000.000 δραχμές, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη σε λεία, ληστεία τράπεζας στην Ελλάδα.
Η αρπαγή του Χαΐτογλου
Μετά από ένα διάστημα ο Νίκος ήταν φυγάς στην Ευρώπη μαζί με τον αδερφό του παίρνουν το ρίσκο να απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου. Τον παρακολουθούν και μαθαίνουν την καθημερινή διαδρομή που ακολουθεί από το σπίτι του αφήνοντας πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο τους για να μεταβεί μετά στην δουλειά του.
Ήταν μέσα Δεκέμβρη, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας μπήκε στο στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη, να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο μεταμφιεσμένος, με ένα Μπράουνινγκ γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
Ο Νίκος το παίζει ο καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ και σταματάει, στη διασταύρωση για να ελέγξει την κίνηση αναγκάζοντας τον Χαΐτογλου να φρενάρει και να σταματήσει. Η πόρτα του συνοδηγού του Opel (σ.σ. το αυτοκίνητο του επιχειρηματία) σχεδόν ακουμπούσε τον Βασίλη Παλαιοκώστα όπως έγραψε χρόνια αργότερα στο βιβλίο του. «Την άνοιξα σαν να μην συμβαίνει κάτι. Κάθισα στην θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μην συμβαίνει κάτι! Όμως είχα ήδη το Μπράουνινγκ στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά.
– Κάνε ότι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επί τόπου.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στο λαιμό του.
– Μην τολμήσεις χλεχλέ! Θα σε σκίσω! Παραδόθηκε.
Οι δύο απαγωγείς βάζουν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του τζιπ, αφού πρώτα αρνούνται να πάρουν τα δύο εκατομμύρια δραχμές που κουβαλάει στον χαρτοφύλακά του, τα οποία τους προσφέρει. Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντα με την οικογένειά του θα γίνει λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, όταν ενημερώνει τον αδερφό του Κώστα ότι είναι όμηρος.
Του ζητάει να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την αστυνομία και όταν εκείνος το πράττει προσπαθεί αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέρφια. «Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας» ξεκινά να λέει αλλά δεν τελειώνει την φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστομώνει. «Εμείς φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας. Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φίλαθλους, έχει να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι».
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χαΐτογλου δεν αισθάνεται καλά και τα δύο αδέρφια σταματούν το αυτοκίνητο σε μια φυσική καβάντζα, του μιλούν και τον ηρεμούν, λέγοντας του: «Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου». Όταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο πάνω στο οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού.
Μετά από λίγα 24ωρα ξημερώνει μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέρφια πρόκειται να παραλάβουν τα τρία εκατομμύρια γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία. Ο Νίκος που χειρίζεται την επαφή με την οικογένεια μιλάει στο κινητό μακριά από τον αδερφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος στρεσάρεται. Μόλις κλείνει το τηλέφωνο ανακοινώνει ότι τελικά δέχθηκε τα λύτρα να είναι διακόσια εβδομήντα εκατομμύρια δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί.
Ο Βασίλης γίνεται έξαλλος γι’ αυτή την υποχώρηση και κυρίως επειδή ο αδερφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά ηρεμούν.
Ο Κώστας Χαϊτογλου έφτασε στη Λαμία γύρω στις εννιά η ώρα το βράδυ, ακολούθησε το δρόμο προς την Άμφισσα, πέρασε το πρώτο βενζινάδικο, έστριψε δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο όπως του είχαν πει οι απαγωγείς και μετά από πενήντα μέτρα έφτασε στο γεφυράκι που θα άφηνε τα λύτρα.
Μόλις έφυγε ο Νίκος και οι Βασίλης πήραν τα χρήματα και κατευθύνθηκαν με προεπιλεγμένο δρομολόγιο προς την Καρδίτσα.
«Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ήταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε δια ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: «Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μια ακόμη περιπέτεια».
Ο Βασίλης του απάντησε άμεσα: «Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο».
Μόνο μετά από 3 χρόνια ερευνών και καταδιώξεων, το 1999 κατάφεραν να έχουν κάποιο αποτέλεσμα καθώς μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στο 90ο χλμ. της εθνικής οδού Λαμίας – Λειβαδιάς, οι αρχές συνέλαβαν τον Βασίλη Παλαιοκώστα, ο οποίος και στην συνέχεια καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκιση για την απαγωγή Χαΐτογλου.
Ο Νίκος Παλαιοκώστας φέρεται σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές να είναι ο οργανωτής της πρώτης απόδρασης με ελικόπτερο από τις φυλακές Κορυδαλλού του αδερφού του Βασίλη Παλαιοκώστα και του Αλκέτ Ριζάι που έγιναν τον Ιούνιο του 2006.
Η απόδραση του αιώνα
Στις 4 Ιουνίου του 2006 ο Βασίλης Καρίκης, πρώην πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας πηγαίνει όπως κάθε μέρα στην δουλειά του αγνοώντας τα όσα θα συμβούν το απόγευμα εκείνης της μέρας. Η δουλειά του είναι να πραγματοποιεί πτήσεις μικρής διάρκειας για όσους θέλουν να θαυμάσουν την πρωτεύουσα και τα μνημεία της από ψηλά να βγάλουν τα απαραίτητα βίντεο και να επιστρέψουν.
Στις έξι το απόγευμα ένα ζευγάρι επιβιβάζεται στο Eurocopter με τα διακριτικά AS355N ο Καρίκης τους καλησπερίζει με το επαγγελματικό χαμόγελο που επιβάλλεται και μετά τις οδηγίες απογειώνεται. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι το πραγματικό όνομα του επιβάτη που μετά από δεκαπέντε λεπτά πτήσης αποκαλύπτεται με τον γνωστό του τρόπο. Βγάζει ένα πιστόλι που είχε κρύψει, το κολλάει στον λαιμό του έμπειρου πιλότου και λέει με την χαρακτηριστική του φωνή: «Είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας και πάω να σώσω τον αδερφό μου που μετράει 2.358 μέρες στην φυλακή».
Το ελικόπτερο αλλάζει πορεία και μετά από λίγα λεπτά βρίσκεται πάνω από το σωφρονιστικό ίδρυμα στον Κορυδαλλό, ενώ ο Καρίκης το κατεβάζει στον προαύλιο χώρο της Ε΄ Πτέρυγας. Ο έλικας του Eurocopter σηκώνει ένα τεράστιο σύννεφο καφέ σκόνης και οι φύλακες που στην αρχή νομίζουν ότι γίνεται αιφνιδιαστικός έλεγχος στέκονται προσοχή.
Μόνο όταν βλέπουν τον Βασίλη Παλαιοκώστα και τον Αλκέτ Ριζάι να τρέχουν προς το ελικόπτερο καταλαβαίνουν ότι γίνεται απόδραση αλλά οι φωνές τους δεν θα αλλάξουν την διαμορφωθείσα κατάσταση. Ο Νίκος Παλαιοκώστας περιμένει τον αδερφό του και τον Ριζάι με το πιστόλι στο χέρι και μέσα σε ένα σκηνικό που θυμίζει κινηματογραφική ταινία, το ελικόπτερο σηκώνεται και πετάει προς άγνωστη κατεύθυνση.
Μόλις είχε συντελεστεί η απόδραση του αιώνα.
Σύλληψη
Ο καταζητούμενος επί τουλάχιστον 16 ολόκληρα χρόνια, Νίκος Παλαιοκώστας τελικά θα συλληφθεί την Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου του 2006, έξω από το χωριό Λιβάδι στον Παρνασσό, πέφτοντας σε ένα μπλόκο που είχε στήσει η αστυνομία της Λιβαδειάς.
Ο Παλαιοκώστας προσπάθησε να αποφύγει το μπλόκο, αναπτύσοντας μεγάλη ταχύτητα με το αυτοκίνητο που οδηγούσε, αλλά εξετράπη της πορείας του και βγήκε εκτός δρόμου. Μέσα στο αυτοκίνητο εντοπίστηκε από τους αστυνομικούς ένα αυτόματο όπλο καθώς και σφαίρες.
Τα τελευταία χρόνια ο Παλαιοκώστας κρατούνταν στις φυλακές του Αγίου Στεφάνου της Πάτρας. Το 2018 και μετά από 13 αιτήσεις για παροχή ολιγοήμερης άδειας, η αίτηση του ενώ αρχικά έγινε δεκτή στην συνέχεια όμως απορρίφθηκε, με το αιτιολογικό να είναι πάντοτε το ίδιο: «Το αίτημά σας για χορήγηση αδείας απερρίφθη, διότι η ποινική σας κατάσταση και η σχέση σας με την ελληνική Δικαιοσύνη δεν παρέχουν τη βεβαιότητα ότι θα κάνετε ορθή χρήση αυτής».
Από τη στιγμή που αποφυλακίστηκε με όρους, για λόγους υγείας πριν από περίπου τέσσερα χρόνια εγκαταστάθηκε στο σπίτι του στα Τρίκαλα, ενώ υποβαλλόταν σε αιμοκάθαρση δύο φορές την εβδομάδα στην Μονάδα Τεχνητού Νεφρού.
Όμως η κατάσταση της υγείας του ήταν επιβαρυμένη και δεν άντεξε.