Εκεί ψηλά, στις ανάσες των ελάτων και των νεφών, κρυμμένο σαν πολύτιμο φυλαχτό, ζει το χωριό Αγία Παρασκευή του Ασπροποτάμου.
Ένα χωριό που δεν φαίνεται εύκολα στον χάρτη, αλλά χαράζεται βαθειά στην καρδιά όποιου το πατήσει. Το λένε και αθέατο γιατί έτσι θέλησε η φύση να το προφυλάξει σαν παιδί αγαπημένο που δεν θέλεις να στο χαλάσει ο κόσμος.
Σε 950 μέτρα ύψος, με τα μάτια στραμμένα προς τον βορεινό ουρανό και την πλάτη στον νότο, το χωριό κοιτάζει την ψυχή της Πίνδου. Ανάμεσα στο Μέτσοβο και την Ελάτη, ούτε Ήπειρος ούτε Θεσσαλία, αλλά κάτι δικό του, άγριο και τρυφερό μαζί. Μια πνοή παράδοσης, πέτρας και κρύου νερού.
Οι χειμώνες εδώ δεν έρχονται. Μένουν. Το χιόνι ξεκινά από τον Νοέμβρη και φεύγει με το ζόρι τον Μάη. Ο αέρας υγρός, μυρωδάτος, κυλάει σαν ιστορία ανάμεσα σε ποτάμια και μονοπάτια, εκεί που κάποτε περνούσαν τα κοπάδια, οι μάστορες, οι βλαχόστρατες, οι όρκοι και τα τάματα. Κάθε πέτρα κι ένα πέρασμα, κάθε καλντερίμι κι ένας παππούς που θυμάται.
Στην πλατεία, κυρίαρχη και αρχοντική στέκει η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής από το 1896. Όμορφη σαν ζωγραφιά, με τα δύο της καμπαναριά, το μεγάλο χαγιάτι και το τέμπλο ξυλόγλυπτο σαν προσευχή. Λένε πως το καμπαναριό δεν ήθελε να στηθεί έπεφτε, πείσμωνε, αντιστεκόταν.
Ώσπου ο πρωτομάστορας πήρε το αποτύπωμα από την πατούσα ενός γερού Τζουρτζιώτη, το εβαλε στα θεμέλια, κι εκείνο σταθεροποιήθηκε. Μα ο νέος πέθανε ξαφνικά, και το πνεύμα του λένε πως τριγυρνά ακόμα τα βράδια στην πλατεία όχι σαν απειλή, αλλά σαν φύλακας του τόπου.
Η Αγία Παρασκευή δεν μιλά δυνατά. Ψιθυρίζει. Μιλά με τον ήχο των πηγών, το τριζόνι, το τράνταγμα του φούρνου, το βάρος του ξύλου που κουβαλούν ακόμα στους ώμους οι γέροντες. Είναι ένα χωριό που δεν άλλαξε για να γίνει τουριστικός προορισμός αλλά που έμεινε όπως ήταν, για να μη χαθεί από την ψυχή μας.
Εδώ δεν κυλάει απλώς ο χρόνος. Σμιλεύει. Οι βροχές πλάθουν τους βράχους, το κρύο δυναμώνει τη ρίζα, η μοναξιά διδάσκει ταπεινότητα. Κι ο άνθρωπος ο Βλάχος, ο τσοπάνης, ο παππούς, η γιαγιά κρατούν τον τόπο όπως κρατά κανείς εικόνισμα: με πίστη, με ιδρώτα, με λαχτάρα.
Σήμερα, όταν φτάνεις στην Αγία Παρασκευή, δεν χρειάζεται να δεις πολλά. Φτάνει να σταθείς. Να ακούσεις. Να μυρίσεις το ρετσίνι, να γευτείς το νερό από την πηγή, να κοιτάξεις γύρω σου και να πεις ναι, εδώ υπάρχει κάτι άγιο.— στην τοποθεσία Αγία Παρασκευή – Τζούρτζια.