Η πανδημία ως ανίερη ευκαιρία. Ενα ατέρμονο λόμπινγκ αναφορικά με την ψήφιση της κοινής πολιτικής για τη γεωργία (CAP) από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σκιαγραφείται στη μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών με τίτλο «Θα πληρώσουμε δισεκατομμύρια για να καταστρέψουμε ή να υποστηρίξουμε τη βιοποικιλότητα, το κλίμα και τους αγρότες;», που δημοσιεύει αποκλειστικά στην Ελλάδα το Documento. Ο προϋπολογισμός της CAP –θα έχει ισχύ έως το 2027– ανέρχεται σε 58,12 δισ. ευρώ και έχει υποτιθέμενο στόχο την υποστήριξη της Πράσινης Συμφωνίας της ΕΕ και τις σχετιζόμενες στρατηγικές για τη βιοποικιλότητα που φέρουν την ονομασία «Από τη φάρμα στο πιρούνι».
Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική: εξαιτίας εντονότατου λόμπινγκ από πανίσχυρες πολυεθνικές και συνδικάτα που –υποτίθεται ότι– υποστηρίζουν τους μικρούς αγρότες, δισεκατομμύρια ευρώ των Ευρωπαίων φορολογουμένων θα δοθούν μέσω της CAP κυρίως για την υποστήριξη των μεγάλων εταιρειών. Γεγονός που θα έχει αποτέλεσμα την περαιτέρω οικονομική κατάρρευση –ακόμη και εξαφάνιση– εκατομμυρίων μικρών αγροτών στην ΕΕ, αλλά και τη μη συμμόρφωση με τους φιλόδοξους, φιλικούς για το περιβάλλον στόχους που είχαν τεθεί στην Πράσινη Συμφωνία. Δεν είναι τυχαίο ότι η ψήφιση της CAP χαρακτηρίστηκε από την Greenpeace ως «θανατική ποινή για τους μικρούς αγρότες και τη φύση». Εν μέσω πανδημίας –αλλά και με το πρόσχημα αυτής– οι πολυεθνικές εξανάγκασαν την πολιτική εξουσία της ΕΕ να υποκύψει ξανά στις απαιτήσεις τους.
Μπλοκάρουν κάθε αλλαγή
Η κοινή πολιτική για τη γεωργία (CAP) είναι ένα από τα κύρια εργαλεία που σύμφωνα με το Παρατηρητήριο «εδώ και δεκαετίες υποστηρίζει ένα σύστημα γεωργίας που είναι κοινωνικά και περιβαλλοντικά σπασμένο. Ευνοεί τους αγρότες με τη μεγαλύτερη έκταση γης, τους μεγαλογαιοκτήμονες και τις εταιρείες. Στην ουσία η CAP έχει καταστεί μια έμμεση χρηματοδότηση που υποστηρίζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα εταιρειών τροφίμων που στεγάζονται στην ΕΕ». Παράλληλα, «πολλοί –αν όχι οι περισσότεροι– αγρότες στηρίζονται στην CAP ώστε να αποφύγουν τη χρεοκοπία, αφού σχεδόν όλες οι γεωργικές αγορές έχουν απελευθερωθεί, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια συσχετιζόμενη κατάρρευση των τιμών».
Οι ελπίδες των αγροτών όμως αποδείχτηκαν φρούδες, αφού τόσο οι παλαιότερες CAP όσο και αυτή που ψηφίστηκε προσφάτως «έχουν αποτύχει να υποστηρίξουν τους αγρότες να κάνουν τη μετάβαση προς τη βιώσιμη καλλιέργεια και την κυριαρχία των τροφίμων. Οι βιομηχανικές πρακτικές γεωργίας είναι ένας κύριος παράγοντας της πτώσης της βιοποικιλότητας που συνεισφέρουν τα μέγιστα στην περιβαλλοντική καταστροφή».
Η προάσπιση των συμφερόντων των πολυεθνικών αναφορικά με την CAP όμως είναι προδιαγραμμένη, αφού αυτή «υποστηρίζεται από ένα κλειστό δίκτυο συμφερόντων που μπλοκάρει κάθε αλλαγή. Αυτό το δίκτυο απαρτίζεται από μια διαφοροποιημένη ομάδα: υπουργεία Γεωργίας από ολόκληρη την ΕΕ, αξιωματούχοι γενικών διευθύνσεων γεωργίας και η πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής Γεωργίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν εδώ και καιρό συνεργαστεί με τη μεγάλη ομάδα λόμπι στη γεωργία Copa-Cogeca και μια μεγάλη σειρά ομάδων εταιρικού λόμπι τροφίμων και γεωργίας ώστε να διατηρήσουν το status quo σχεδόν ανέπαφο».
Πλήθος περιβαλλοντικών οργανώσεων ζητούσε πριν από την ψήφιση της CAP την εναρμόνισή της με τους στόχους του προγράμματος βιοποικιλότητας «Από τη φάρμα στο πιρούνι». Στόχοι που μεταξύ άλλων περιλάμβαναν τη μείωση της χρήσης ζιζανιοκτόνων. Εις μάτην όμως. Αλλωστε, σύμφωνα με τη μελέτη, «τα μεγάλα λόμπινγκ της γεωργίας και της βιομηχανίας πιέζουν μέσω του κειμένου της ΚΑΠ… ώστε να μην ευθυγραμμίζεται με την Πράσινη Συμφωνία, για να εκτροχιάσουν αυτές τις πράσινες στρατηγικές».
Απέναντι σε όλα αυτά, πολλοί αγρότες «αντιμετωπίζουν αβέβαιες καταστάσεις και είναι εγκλωβισμένοι σε σωματεία αγροτών που δεν υποστηρίζουν τη μετάβαση σε ένα σύστημα τροφής που οι τωρινές κρίσεις στο κλίμα, το οικοσύστημα και στη βιοποικιλότητα επειγόντως επιβάλλουν. Στις Βρυξέλλες η Copa-Cogeca, μια υβριδική ομάδα λόμπι, αποτελείται από συνδικάτα αγροτών και εταιρείες οι οποίες συχνά συνεργάζονται με τους γίγαντες των ζιζανιοκτόνων όπως η BASF, η Bayer-Monsanto και η Syngenta και με πολυεθνικές τροφίμων όπως η Mondelez, η Nestlé και η Unilever».
Και όμως, έπειτα από χρόνια κριτικής προς την CAP υποτίθεται ότι η προσφάτως ψηφισθείσα θα ήταν «περισσότερο πράσινη και δίκαιη». Οσα προτάθηκαν και εντέλει ψηφίστηκαν όμως «φέρνουν υπερβολικά μικρή ουσιαστική αλλαγή στο περιβάλλον και στην ανισότητα». Μάλιστα, σύμφωνα με ερευνητές των Πανεπιστημίων του Λουντ και της Ουτρέχτης, δισεκατομμύρια ευρώ επιδοτήσεων της ΕΕ στον τομέα της γεωργίας δαπανώνται άσκοπα, αφού η υποστήριξη δεν μετατοπίζεται προς τους αγρότες ώστε να εφαρμόσουν φιλικές προς το περιβάλλον και το κλίμα πρακτικές.
«Συνεργάτες στη χάραξη πολιτικής»
Αλλωστε, σύμφωνα με τη Σίλια Νίσενς, αξιωματούχο της γεωργικής πολιτικής του Ευρωπαϊκού Περιβαλλοντικού Γραφείου, «η έλλειψη προθυμίας των κρατών-μελών να αλλάξουν το status quo το πιο πιθανό είναι ότι σχετίζεται με πίεση που έρχεται από πανίσχυρα εθνικά γεωργικά λόμπι που δρουν χέρι χέρι με τα υπουργεία Γεωργίας».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της πίεσης που ασκήθηκε στην πολιτική εξουσία της ΕΕ σχετικά με την ψήφιση της CAP αποτελεί, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο, η CopaCogeca, μια από τις παλαιότερες ομάδες λόμπι. Στην ιστοσελίδα της ομάδας αναγράφεται ότι εκπροσωπεί 22 εκατομμύρια αγρότες και τις οικογένειές τους. Οποτε όμως κάποιος εθνικός αντιπρόσωπός της καταφτάνει στις Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλύπτει τα ταξιδιωτικά του κόστη.
«Θανατική ποινή για τους μικρούς αγρότες και τη φύση» χαρακτηρίστηκε η κοινή πολιτική για τη γεωργία που ψηφίστηκε, αφού στην ουσία έχει καταστεί έμμεση χρηματοδότηση που υποστηρίζει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα εταιρειών τροφίμων που στεγάζονται στην ΕΕ την Copa-Cogeca όχι ως απλό παραλήπτη των κυβερνητικών χρημάτων, αλλά ως συνεργάτη στη χάραξη πολιτικής». Και αυτό γιατί σύμφωνα με το δημοσίευμα στην ομάδα λόμπι έχουν χορηγηθεί «ιδιωτικές ακροάσεις με το προεδρείο του κοινοβουλίου όπως και σημαντικές συναντήσεις με ευρωπαϊκά υπουργεία Γεωργίας. Σε περιβαλλοντικές ομάδες δεν έχει δοθεί η ίδια δυνατότητα».
Σύμφωνα με τη Ζιλιέτ Λερού, σύμβουλο γεωργίας στην ομάδα των Πρασίνων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Copa-Cogeca δεν χρειάζεται καν να ασκήσει πολύ έντονο λόμπινγκ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αφού «έχουν πολύ έντονους υποστηρικτές στην επιτροπή γεωργίας». Παράλληλα, η Copa-Cogeca δεν μάχεται πραγματικά για τη δίκαιη κατανομή των επιδοτήσεων της CAP, αφού σύμφωνα με τη Ζιλιέτ Λερού «οι μεγάλοι παραγωγοί δημητριακών και οι μεγαλοκτηνοτρόφοι λαμβάνουν τα περισσότερα επειδή έχουν τις μεγαλύτερες επιφάνειες γης. Παρ’ όλα αυτά, οι γαλακτοπαραγωγοί συχνά χάνουν επίσης εξαιτίας της απελευθέρωσης του εμπορίου. Αποτελεί μυστήριο για μένα γιατί οι αγρότες εξακολουθούν να υποστηρίζουν αυτό το αποτυχημένο μοντέλο μέσω της ιδιότητας μέλους σε μεγάλα αγροτικά συνδικάτα». Η Copa-Cogeca μαζί με ομάδες βιομηχανικού λόμπι τάχθηκε από το φθινόπωρο του 2019 ενάντια στην ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και στη στρατηγική βιοποικιλότητας «Από τη φάρμα στο πιρούνι».
«Χρησιμοποίησαν την πανδημία»
Το σάρωμα της Ευρώπης από την πανδημία είχε αποτέλεσμα τη ματαίωση της παρουσίασης των στρατηγικών «Από τη φάρμα στο πιρούνι» για δύο μήνες. «Οι ομάδες λόμπι όμως χρησιμοποίησαν την κρίση της Covid-19 υποστηρίζοντας την περαιτέρω αναβολή». Σαν να μην έφτανε αυτό, στις 2 Απριλίου 2020 η Copa-Cogeca μέσω επιστολής της σε ανώτατους επιτρόπους ζητούσε, επικαλούμενη την πανδημία, «να φτάσουμε σε μια γρήγορη απόφαση στις εν εξελίξει νομοθετικές διαδικασίες της CAP».
Παράλληλα, o Ευρωπαϊκός Συνεταιρισμός για την Προστασία της Καλλιέργειας παρουσίασε σε ανώτατους αξιωματούχους στον τομέα της γεωργίας τη γραπτή του θέση σχετικά με τους στόχους μείωσης της χρήσης φυτοφαρμάκων. Αυτοί οι στόχοι σύμφωνα με τον συνεταιρισμό θα είχαν αποτέλεσμα να πλήττονται οι αγρότες λόγω έλλειψης εναλλακτικής και «η οργανική γεωργία να είναι λιγότερο παραγωγική και να παράγει περισσότερο αέριο του θερμοκηπίου εξαιτίας περισσότερων παρεμβάσεων στο πεδίο». Καμία από αυτές τις αιτιάσεις δεν έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά. Αλλωστε, οι εταιρείες φυτοφαρμάκων κρατούν μυστικά τα δεδομένα πωλήσεων, ακριβώς για να μη γίνονται έρευνες σχετικά με το εύρος της χρήσης των προϊόντων τους στις χώρες της ΕΕ.
Τελικά οι στόχοι για τη στρατηγική «Από τη φάρμα στο πιρούνι» δημοσιεύτηκαν αλλά αυτό δεν ανέκοψε την πίεση του λόμπι. Σε επιστολή της η Copa-Cogeca καταφέρθηκε εναντίον των φιλόδοξων στόχων που τέθηκαν στην επίμαχη στρατηγική. Η επίτροπος Υγείας της ΕΕ Στέλλα Κυριακίδη απάντησε ότι «η φιλοδοξία είναι απαραίτητη εξαιτίας της επιβεβλημένης ανάγκης να μειώσουμε τη μόλυνση στον αέρα, στο έδαφος και το νερό και στις εκπομπές αερίου του θερμοκηπίου από τη γεωργία, να αυξήσουμε την ευημερία των ζώων, να ανατρέψουμε την απώλεια της βιοποικιλότητας και να αντιμετωπίσουμε την αντίσταση στα αντιμικροβιακά». Ζητήματα που σύμφωνα με την κ. Κυριακίδη «σχετίζονται άμεσα με τις γεωργικές πρακτικές».
Ο «γνήσιος αγρότης»
Περισσότερες από μία στις τέσσερις φάρμες στην ΕΕ εξαφανίστηκαν από το 2003 έως το 2013, σύμφωνα με τη Eurostat. Αριθμός που συνολικά αντιπροσωπεύει τέσσερα εκατομμύρια ανθρώπους και εξηγεί πώς η CAP διαχρονικά ευνοεί τις μεγάλες φάρμες και εταιρείες. Και αυτό γιατί σύμφωνα με το Παρατηρητήριο «η CAP δεν σχεδιάστηκε για να διατηρήσει τον βιοπορισμό αυτών των αγροτών. Αντιθέτως μεγάλα τμήματα δημόσιου χρήματος τσεπώθηκαν από κάποιους από τους πιο πλούσιους γαιοκτήμονες παγκοσμίως, όπως η βασίλισσα της Αγγλίας και ο πρίγκιπας του Μονακό, αλλά και από εταιρικούς τομείς όπως οι παραγωγοί γλυκών, εταιρείες πολυτελούς τροφοδοσίας και ασφάλτου».
Ενδεικτική των σκοπών του λόμπι της Copa-Cogeca ήταν μια επιστολή που απέστειλε προς μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Νοέμβριο του 2019, στην οποία προωθούσε μια λίστα μεθόδων που θα χαρακτήριζαν κάποιον ως «γνήσιο αγρότη» προκειμένου να λάβει την υποστήριξη της ΕΕ. Σε αυτή την πρόταση «τα κράτη-μέλη θα αφήνονταν ελεύθερα να επιλέξουν προς χρήση “μια ή περισσότερες” από αυτές τις μεθόδους. Οι επιλογές συμπεριλάμβαναν “ένα συγκεκριμένο ποσοστό/επίπεδο εισοδήματος που πρέπει να προέρχεται από τη γεωργία”, “μια καθορισμένη έκταση επιλέξιμων εκταρίων και απευθείας οικονομική υποστήριξη” ή “ένα ελάχιστο επίπεδο γεωργικής δραστηριότητας, όπως η κατοχή μιας ελάχιστης πυκνότητας εκτροφής ή μιας ελάχιστης περιοχής ή γης για όργωμα».
Οι προτάσεις της ομάδας λόμπι που μπορεί να αφανίσουν σημαντικό μέρος των αγροτών υιοθετήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Oπως όμως επισήμανε η σύμβουλος γεωργίας του Πράσινου Κόμματος Ζιλιέτ Λερού, αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί με μικρές εκτάσεις γης για την καλλιέργεια λαχανικών ή για τη μικρή παραγωγή φρούτων ή αυτοί που δεν έχουν καθόλου γη, όπως οι μελισσοκόμοι, μπορεί να μη λάβουν επιδοτήσεις ακόμη και αν είναι οικονομικά πολύ δραστήριοι. Οι αγρότες και το περιβάλλον έγιναν και πάλι βορά στην κερδοσκοπία των πολυεθνικών.