Σε άρθρο του που δημοσιεύεται στο ΒΗΜΑ της Κυριακής ο Σωτήρης Χατζηγάκης αναλύει το τι έφταιξε και η Ν.Δ. οδηγήθηκε στην ήττα στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, χάνοντας παράλληλα τον ιδεολογικό της προσανατολισμό. Αναλυτικά:
«Δεν είναι η κακή επικοινωνιακή πολιτική (επένδυση στο φόβο) η μοναδική αιτία της πρωτοφανούς για την παράταξή μας ήττα. Οι αιτίες είναι βαθύτερες και ανατρέχουν σ’ ολόκληρη την περίοδο των τελευταίων πέντε χρόνων. Συγκεκριμένα:
Πρώτο: Η αποχωρούσα κυβέρνηση «φρόντισε» ν’ αποδομήσει με κάθε τρόπο την προηγούμενη κοινωνική πολιτική της ΝΔ και «γύρισε την πλάτη» στις ήπιες ιδεολογικές της θέσεις, που είχαν ως βάση το «μεσαίο χώρο». Με τη στροφή αυτή σε καθαρά νεοφιλελεύθερες επιλογές μεταλλάχτηκαν οι πάγιες ιδεολογικές της αρχές και εγκαινιάστηκε μια τακτική συνεχών επιθέσεων κατά της ακίνδυνης σήμερα αριστεράς. Έτσι η ΝΔ μεταμορφώθηκε σ’ ένα ακραίο δεξιό κόμμα που αποφάσισε να αυτοπεριοριστεί και να αντιπροσωπεύει πλέον ένα μικρό φανατικό ακροατήριο αντί του μεγάλου καραμανλικού «μεσαίου χώρου». Συγχρόνως, επανέφερε στο πολιτικό της λεξιλόγιο την ψυχροπολεμική φρασεολογία και τη θεωρία των δύο άκρων που κυριαρχούσε στη δεκαετία του ’50 και αποτύπωνε τον διχαστικό διπολικό πνεύμα της εποχής εκείνης. Τέλος κατά την περίοδο αυτή προωθήθηκαν στο κόμμα μας φανατικά υπερδεξιά στελέχη (με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του Μπαλτάκου) και εντάχθηκαν σε αυτό πολιτικά πρόσωπα από την παλιά άκρα δεξιά. Το ανθρώπινο αυτό δυναμικό, παρόλο που υπήρξε ξένο προς τις αρχές, τις αξίες και την ιδεολογία της ΝΔ, αποτέλεσε τη νέα ηγετική ομάδα, η οποία ξεκίνησε συστηματικά ένα προγκρόμ διαγραφών κάθε αντίθετης άποψης και κάθε νηφάλιας φωνής. Έτσι, η φιλελεύθερη, αστική και κοινωνικά ευαίσθητη παράταξη μας όπως αυτή οικοδομήθηκε και σφυρηλατήθηκε από τους ηγέτες της (Κωνσταντίνο Καραμανλή, Ευάγγελο Αβέρωφ, Γεώργιο Ράλλη, Κώστα Μητσοτάκη και Κώστα Καραμανλή) αλλοιώθηκε και έπαψε να υφίσταται με την παλιά ιστορική της μορφή.
Δεύτερο: Η αποχωρούσα διακυβέρνηση, εξάλλου, απέτυχε και στο καθαρά πολιτικό πεδίο των μεταρρυθμίσεων για τους εξής λόγους: Πρώτιστο, έργο της θα έπρεπε να ήταν ο καθορισμός των ορίων «Δημοσίου» (με ορθολογικοποίησή του και όχι με βάρβαρες απολύσεις) και «ιδιωτικού» (με την τόνωση και αναβάθμισή του), κατανέμοντας ισόρροπα τα βάρη και τις υποχρεώσεις ενός εκάστου τομέα, με σκοπό τη δημοσιονομική εξυγίανση και την επαναφορά της οικονομίας στα «ζύγια» της. Αυτό το απέφυγε, μετατρέποντας την μέχρι πρότινος ευημερούσα ελληνική κοινωνία σε μια μάζα προλετάριων, απολυμένων και εξαθλιωμένων άνεργων και βυθίζοντας την οικονομία στην ύφεση και στην παράταση των αδιεξόδων. Καθήκον, βέβαια, και ανάγκη ήταν να προχωρήσει η απελθούσα κυβέρνηση σε μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, καμία πραγματική μεταρρύθμιση δεν πραγματοποιήθηκε, ώστε να μπορέσει η χώρα μας να σταθεί αυτοδύναμα στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αντίθετα, βάπτισε στο εσωτερικό ως μεταρρυθμίσεις τις απολύσεις, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων και την υπερφορολόγηση. Από πότε, όμως, η εξόντωση των πολιτών και η αφαίρεση της περιουσίας τους, αποτελεί «μεταρρύθμιση»; Στο όνομα ποιου δικαιϊκού κανόνα ή ποιου ηθικού ή κοινωνικού συμβολαίου βαπτίσθηκε ως «εκσυγχρονισμός» η ισοπέδωση της μέσης αστικής τάξης;
Τρίτο: Η συμπεριφορά της σημερινής ηγεσίας απέναντι στη δυστυχούσα και βαριά πάσχουσα ελληνική κοινωνία υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Στη διάρκεια της πενταετούς θητείας της δεν νοιάστηκε για τον ανθρώπινο πόνο και αδιαφόρησε παντελώς για το ανθρωπιστικό πρόβλημα που καθημερινά διογκώνονταν. Με ψεύδη και αντιφατικές δηλώσεις προσπαθούσε συστηματικά να ωραιοποιεί τη δραματική κατάσταση της ακραίας φτώχειας που βίωνε ο ελληνικός λαός. Κύρια επιδίωξή της ήταν η ικανοποίηση ορισμένων (επιλεγμένων) ισχυρών οικονομικών ομάδων μέσα από σκανδαλώδης ιδιωτικοποιήσεις ή με την προστασία δεδηλωμένων φοροφυγάδων (πχ λίστα Λαγκάρντ). Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν να κατακερματιστεί ο κορμός του κόμματός μας και να επέλθει μια βαθιά ψυχική διάσπαση στους οπαδούς μας. Έτσι, επήλθε το φέγγρισμα του κεντροδεξιού χώρου ο οποίος πάντοτε αποτελούσε τη βάση της «καλής κοινωνίας» (σύμφωνα με τον ορισμό του Τζον Γκαλμπρέιθ στο ομότιτλο βιβλίο του) και που πάγια και διαχρονικά αντιπροσώπευε τον κύριο όγκο της αστικής τάξης αλλά και τους εργαζόμενους, τους επαγγελματίες, τους επιστήμονες, τους αγρότες κλπ. Ολέθριο αποτέλεσμα αυτής της σκληρής αντικοινωνικής της στάσης υπήρξε και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και η γιγάντωση εγκληματικών κομματικά μορφωμάτων όπως η Χρυσή Αυγή.
Τέλος πρέπει να παρατηρήσουμε πως η απόλυτη πρόσδεση της Ελλάδας στο άρμα της Γερμανίας, της αποστέρησε τη δυνατότητα πολιτικών ελιγμών και κινήσεων απέναντι σε άλλες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, που υποστήριζαν σταθερά (έστω και καμουφλαρισμένα) μια αντίθετη πολιτική. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι ΗΠΑ, αλλά και το ΔΝΤ, που επιζητούσαν εδώ και καιρό το «κούρεμα» του ευρωπαϊκού χρέους και τη μεταβολή της σημερινής μονεταριστικής πολιτικής. Εξ άλλου και τα μεγαλύτερα κράτη της Ευρώπης (πχ Ιταλία, Γαλλία, ακόμα και μια σημαντική μερίδα του πολιτικού κόσμου της ίδιας της Γερμανίας και βέβαια ολόκληρος ο Ευρωπαϊκός Νότος) επεδίωκαν επίμονα τα τελευταία χρόνια τη χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και την ανατροπή της εφαρμοζόμενης σήμερα πολιτικής της καλβινιστικής λιτότητας. Παρόλα αυτά η ΝΔ συνέχισε να υπηρετεί τυφλά τη στείρα γραμμή του αποπληθωρισμού και της λιτότητας χωρίς να προβαίνει ούτε (έστω!!) σε κάποια «ρηματική» διαφοροποίηση απέναντι σ’ αυτήν την πολιτική.
Σήμερα, ωστόσο, η πολιτική αυτή –που επιβλήθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο από τη Γερμανία και τα πανίσχυρα οικονομικά κέντρα του χρηματοπιστωτικού τομέα –φτάνει στο τέρμα της. Σ’ ολόκληρο το Δυτικό κόσμο διαμορφώνονταν από καιρό ένα νέο statusquo, με βάση μια άλλη οικονομική πρόταση, αντίθετη προφανώς προς τον ακραίο φιλελευθερισμό της Γερμανίας και των αγορών. Στη διαφαινόμενη, λοιπόν, νέα παγκόσμια πραγματικότητα η σημερινή ΝΔ βρέθηκε με τη πλευρά του «χαμένου». Δεν διέβλεψε την ιστορική συγκυρία και έτσι διευκόλυνε το ΣΥΡΙΖΑ να εκπροσωπήσει την «νέα εποχή».
Έχουμε υποχρέωση, λοιπόν, όλα τα στελέχη της ΝΔ –κυρίως τα ιστορικά, που επί χρόνια αγωνιζόμαστε για τη μεγάλη μας παράταξη- ν’ αναλάβουμε πρωτοβουλίες ώστε να τεθεί φρένο στο σημερινό φέγγρισμα του κεντροδεξιού χώρου. Οι πρώτες μας κινήσεις θα πρέπει να είναι η «εδώ και τώρα» αλλαγή της σημερινής ηγεσίας και η άμεση προσφυγή σ’ ένα μεγάλο δημοκρατικό συνέδριο στο οποίο θα επανακαθοριστούν και επιβεβαιωθούν οι ιδεολογικές αρχές στη βάση του «μεσαίου χώρου» και του ριζοσπαστικού (κοινωνικού) φιλελευθερισμού. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να προσδιοριστούν οι νέες πολιτικές κατευθύνσεις απέναντι στο πολιτικο-οικονομικό τοπίο όπως αυτό διαμορφώνεται τώρα στον κόσμο.