Είναι απογοητευτική η στάση των πολιτών της Ελλάδας απέναντι σε ό,τι αφορά τη συλλογικότητα και τη συνευθύνη. Προφανώς το φαινόμενο έχει βαθιές ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ρίζες. Υπήρξαμε, 70 χρόνια πριν, κοινωνία που πολέμησε μέσα από τις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης γενναία τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους. Μετέπειτα, μέσα από τη συστηματική καλλιέργεια προτύπων ζωής που ευνούχιζαν κάθε προσπάθεια ανάδειξης του προτάγματος της συλλογικότητας και του συνανήκειν, οδηγηθήκαμε στην εξιδανίκευση της ιδιώτευσης και στην απαξίωση των υλικών που συνθέτουν τη συνείδηση του πολίτη, αρκούμενοι στο να αναθέτουμε τη διαχείριση των κοινών μας πραγμάτων σε ”ειδικούς” ώστε να έχουμε τη δυνατότητα να επιστρέφουμε απερίσπαστοι στην καθαγιασμένη καθημερινότητα της εξυπηρέτησης του ατομικού και οικογενειακού μας συμφέροντος, το οποίο ήταν αυθύπαρκτο και ξεκομμένο από κοινωνικοπολιτικές αναφορές, οι οποίες είχαν υποκατασταθεί από ποικίλες εξαρτήσεις στα πλαίσια πελατειακών σχέσεων. Για όλα τα άλλα υπήρχαν οι ”αιρετοί”, που τους κατηγορούσαμε κατ’ ιδίαν ως ”καθάρματα” αλλά στις εκλογές τους ξαναψηφίζαμε γιατί ”έτσι κι αλλιώς όλοι είναι καθάρματα, αυτοί τουλάχιστον είναι τα δικά μας καθάρματα”. Αφού πυροβολήσαμε τα πόδια μας βρεθήκαμε στην ανάγκη να γίνουμε μαραθωνοδρόμοι. Μπορεί το παλιό άλογο να αποκτήσει καινούργια περπατησιά; Μπορεί να μετασχηματιστεί η αφασία της αποστασιοποίησης από το πεδίο της ουσιαστικής συμμετοχής στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα σε σταδιακή καλλιέργεια συνειδήσεων γονιμοποιημένων από τον σπόρο των συμβιωτικών αξιών;
Δεν έχω άλλη απάντηση εκτός από το ότι είναι το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε και το πρώτο για το οποίο αξίζει να μοχθούμε, ιδίως όσοι από εμάς δεν έχουν εξοντωθεί ηθικά ή/και υλικά από την έφοδο του συστήματος στις απεριφρούρητες ζωές μας.
Δεν έχω άλλη απάντηση εκτός από το ότι είναι το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε και το πρώτο για το οποίο αξίζει να μοχθούμε, ιδίως όσοι από εμάς δεν έχουν εξοντωθεί ηθικά ή/και υλικά από την έφοδο του συστήματος στις απεριφρούρητες ζωές μας.
Kώστας Τσόγιας