"Δημοσιογραφία είναι να δημοσιεύεις αυτά που κάποιος άλλος δεν θέλει να δημοσιευθούν." - Τζορτζ Όργουελ

13.6 C
Trikala

Οι αρκούδες πήραν το πάνω χέρι καλοκαιριάτικα, που να μπει κι ο χειμώνας!!! – του Δ. Τσιάντου

lafarm

Σχετικά άρθρα

Οι αγορές ομολόγων φαίνεται πως ήδη τιμολογούν ότι έρχεται ύφεση, με τις αγορές μετοχών να έχουν επιβιβαστεί  στο τρενάκι του τρόμου και της αστάθειας, με τον δείκτη-βαρόμετρο των διεθνών αγορών S&P 500, να έχει μπει ήδη σε έδαφος bear market και τους αναλυτές να κόβουν συνεχώς τις εκτιμήσεις τους για το πού θα βρεθεί στα τέλη του έτους, o πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 έχει σημειώσει βουτιά πίσω στα επίπεδα του περασμένου Δεκεμβρίου, o παγκόσμιος δείκτη MSCI  βρίσκεται επίσης σε bear market, ο Γενικος δεικτης του Χρηματιστηριου Αθηνών φλερτάρει με αυτήν, ενω ο Ελληνικος Δεικτης τραπεζων ηδη βρισκεται εντος bear market.

Δημήτρης Τσιάντος

Οι αρκούδες πηραν το πάνω χέρι καλοκαιριάτικα, που να μπει κι ο χειμώνας!!!

Η ανησυχία ότι οι επιθετικές αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών θα επιβραδύνουν την ανάπτυξη, παράλληλα με μια νέα άνοδο στις τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη, έχει προκαλέσει ράλι στις αγορές ομολόγων, οι οποίες και χτυπήθηκαν έντονα το πρώτο εξάμηνο από την εκτίναξη του πληθωρισμού και την αύξηση των επίσημων επιτοκίων, ενώ οι μετοχές δέχθηκαν σφυροκόπημα και ισχυρή αστάθεια. 

Σε αυτό το σκηνικό, το Χ.Α. ακολούθησε το γενικότερα πολύ αρνητικό κλίμα που επικράτησε στις διεθνείς αγορές, καθώς οι ανησυχίες για ύφεση της οικονομίας ενισχύονται ολοένα και περισσότερο, ειδικά μετά και το νέο ράλι που κατέγραψαν οι τιμές του φυσικού αερίου.

Ο Γενικός Δείκτης σημείωσε νέο χαμηλό έτους και διολίσθησε κάτω από τις 780 μονάδες, της τάξης του 19% από τα υψηλά που σημείωσε τον Φεβρουάριο, φλερτάροντας και αυτός ξεκάθαρα με την bear market (πτώση 20% από τα πρόσφατα ψηλά), ενώ ο τραπεζικός δείκτης υποχώρησε στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Φεβρουάριο του 2021, γύρισε δηλαδή σχεδόν 18 μήνες πίσω βρισκωμενος ηδη σε bear market με απωλειες της ταξης του 39% ηδη απ το υψηλο των 752 μοναδων.

Η Goldman Sachs αύξησε στο 50% τις πιθανότητες για ύφεση στην Ευρωζώνη και προχώρησε σε υποβάθμιση των προβλέψεών της για την πορεία της οικονομίας της περιοχής φέτος, εκτιμώντας πως η τεχνική ύφεση είναι ήδη πολύ κοντά, ενώ ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να χτυπά ρεκόρ.

Αυτό βασίζεται στο ότι εκτιμά πως οι ροές φυσικού αερίου μέσω του Nord Stream 1 δεν θα αποκατασταθούν πλήρως μετά την ολοκλήρωση των έργων συντήρησης. Βλέπουμε λοιπόν την Ευρωζώνη να βρίσκεται στο χείλος της ύφεσης το δεύτερο εξάμηνο και αναμένουμε τεχνική ύφεση στη Γερμανία και την Ιταλία, σημειώνει χαρακτηριστικά. Παράλληλα, εκτιμά πως ο κίνδυνος να εισέλθει η οικονομία σε ύφεση στους επόμενους 12 μήνες είναι στο 30% στις ΗΠΑ και στο 45% στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Όπως επισήμανε, επί του παρόντος στις ανεπτυγμένες οικονομίες η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ο πληθωρισμός και η αναμενόμενη συνολική αύξηση των επιτοκίων κυμαίνονται γενικά σε επίπεδα παρόμοια με περιόδους που ιστορικά έχουν οδηγήσει σε ύφεση. 

Το τοπίο θα συνεχίσει να είναι πολύ δύσκολο, καθώς η ενεργειακή εικόνα επιδεινώνεται και οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη αυξάνονται σημαντικά. Παράλληλα, οι ανησυχίες για το πώς θα αντιδράσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιδεινώνουν επίσης την επενδυτική ψυχολογία, αφού ο επικεφαλής της γερμανικής Bundesbank τέθηκε κατά των σχεδίων της ΕΚΤ να προσπαθήσει να προστατεύσει τις υπερχρεωμένες χώρες από τις απότομες αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού.  

Δεν διαφαίνεται ότι οι αγορές έχουν ακόμη βρει το σημείο καμπής όπου θα συνθηκολογήσουν, θεωρώντας ότι εφεξής θα αρχίσει η σταδιακή αναρρίχηση των δεικτών, με τον Economist να υπενθυμίζει ότι η χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2009 χρειάστηκε 17 μήνες για να ξεπεραστεί.

Οι συναλλαγές δύσκολα ξεπερνούν τα 60 εκατ. ευρώ ημερησίως και ο τραπεζικός κλάδος αποτελεί τον αδύναμο κρίκο, παρά το γεγονός ότι δρομολογεί αυξημένη πιστωτική επέκταση με ολοένα και ψηλότερα επιτόκια, καθώς η δυσμενής συγκυρία είναι πιθανό να προκαλέσει νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Κατά τη Citi, ο πρώτος κίνδυνος για τις αγορές είναι τα υψηλότερα επιτόκια. Στο α’ εξάμηνο του 2022 οι ακριβές αγορές μετοχών (ΗΠΑ) και κλάδοι (πληροφορική) υποχώρησαν απότομα, καθώς αυξήθηκαν τα επιτόκια και αποσύρθηκε το QE ενω τα trades αξίας (Ηνωμένο Βασίλειο) αποδείχθηκαν λιγότερο ευάλωτα. 

Ο δεύτερος κίνδυνος, σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, είναι τα χαμηλότερα κέρδη ανά μετοχή (EPS). Αναμένεται από τους επενδυτές να επικεντρωθούν όλο και περισσότερο στους κινδύνους γύρω από την κερδοφορία των εισηγμένων. Το consensus εξακολουθεί να αναμένει αύξηση της κερδοφορίας των εταιρειών παγκοσμίως κατά 11% το 2022, ακολουθούμενη από 7% το 2023.

Η Citi, ωστόσο, αναμένει ρυθμούς της τάξης του 0%-5% και τα δύο χρόνια, ομως ακόμα και αυτή η πρόβλεψη θα ήταν υπερβολικά αισιόδοξη εάν υπάρξει παγκόσμια ύφεση, την οποία οι οικονομολόγοι της Citi θεωρούν πλέον ως ένα γεγονός με περίπου 50% πιθανότητα.

Από την πλευρά της, η HSBC, αν και τόνισε ότι η ύφεση δεν αποτελεί το βασικό της σενάριο για την Ευρωζώνη, καθώς εκτιμά ότι η ανάπτυξη φέτος θα διαμορφωθεί στο 2,6%, ωστόσο προειδοποιεί πως, εάν υπάρξει διακοπή των εισροών ρωσικού φυσικού αερίου, κάτι που θα οδηγήσει στην επιβολή δελτίου ενέργειας, η ύφεση θα είναι αναπόφευκτη και βαθιά, αρκετά πιο επιφυλακτικη από τη Citi.

Όπως επισημαίνει τα risk assets φαίνεται πως έχουν αγγίξει τα χαμηλά, αλλά κατά την ίδια ο “πάτος” των αγορών είναι μπροστά μας και επιλέγει να παραμείνει risk-off, καθώς η επενδυτική ψυχολογία και οι θέσεις των επενδυτών δεν είναι ακόμη υπερβολικά απαισιόδοξες, ενώ οι κίνδυνοι γύρω από την ανάπτυξη και την κερδοφορία των εισηγμένων στο τρίτο τρίμηνο είναι μεγάλοι. 

Οι παγκόσμιες μετοχές συνέχισαν την πτώση στο δεύτερο τρίμηνο του 2022, με τις απώλειες να επιταχύνονται τον Ιούνιο λόγω των συνεχιζόμενων φόβων για την αύξηση των επιτοκίων παράλληλα με τον υψηλό και αυξανόμενο πληθωρισμό, με τη Fed να αυξάνει τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης, την πιο επιθετική αύξηση των επιτοκίων από το 1993.

Οι φόβοι για την ανάπτυξη και για ύφεση αποτελούν το κυρίαρχο story για τις αγορές πλέον. Πάρα πάντως την πρόσφατη αυτή πτώση, πιστεύει ότι ο κλάδος της ενέργειας εξακολουθεί να φαίνεται ελκυστικός.

Τα μέταλλα έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σε σύγκριση με την ενέργεια, δεδομένου ότι το σκηνικό ζήτησης δεν φαίνεται ακόμη έτοιμο για σημαντική πτώση, ειδικά λόγω του reopening στην Κίνα, ενώ το σκηνικό στο μέτωπο της προσφοράς είναι επίσης διαφορετικό για τον κλάδο της ενέργειας έναντι των περισσότερων μετάλλων. 

 Η ευρύτερη στάση της HSBC απέναντι στο ρίσκο παραμένει αμετάβλητη και εξηγεί γιατί οι επενδυτές έχουν επί του παρόντος ουδέτερη έκθεση σε όλες τις κατηγορίες assets, αντί για απόλυτη bearish στάση, γεγονός που σημαίνει πως υπάρχουν περιθώρια για περαιτέρω διόρθωση στις αγορές.

Επιπλέον, καθώς οδεύουμε προς την περίοδο ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων β’ τριμήνου των εισηγμένων, η HSBC πιστεύει ότι οι κίνδυνοι ύφεσης εξακολουθούν να μην έχουν αποτιμηθεί στις μετοχές και γι’ αυτό και προτιμά να παραμείνει μακριά από το ρίσκο.

Οι αναλυτές της Berenberg λένε: “Συνεχίστε να πουλάτε τα ράλι μετοχών”. Όπως επισημαίνουν, οι αγορές μετοχών τιμολογούν μια μακροοικονομική επιβράδυνση και όχι ύφεση, με την τελευταία να αποτελεί πλέον βασικό σενάριο για το 2023, και έτσι η Berenberg προτιμά να “πουλήσει το ράλι” αντί να “αγοράσει τη βουτιά”.

Οι αναλυτές της Credit Suisse υποβάθμισαν και πάλι τον στόχο για τον δείκτη S&P 500, μειώνοντας την εκτίμησή τους για τον δείκτη αναφοράς του Χρηματιστηρίου των ΗΠΑ κατά 600 μονάδες, στις 3.300 μονάδες. Ο στόχος μας προσαρμόζεται χαμηλότερα για να αντικατοπτρίζει το υψηλότερο κόστος κεφαλαίου στις αποτιμήσεις, όχι τις ανησυχίες για ύφεση”, όπως ανέφεραν.

Οι επενδυτές φέτος ανησυχούν ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να διολισθήσουν σε ύφεση ως αποτέλεσμα της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής της Fed για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού, ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη των αναλυτών της Credit Suisse, ενώ η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται τώρα, δεν είναι “υφεσιακή”. 

Κατά την ελβετική τράπεζα, οι υφέσεις χαρακτηρίζονται από κατάρρευση της απασχόλησης, που συνοδεύεται από αδυναμία καταναλωτών και επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Ενώ επί του παρόντος βιώνουμε μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης (από εξαιρετικά υψηλά επίπεδα), καμία από τις παραπάνω συνθήκες δεν είναι παρούσα σήμερα.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε επίσης