Ο Χρήστος Νταούλας συνάντησε τον Χρήστο Νταούλα! Ναι καλά είδατε! Ο Χρήστος-Παναγιώτης Νταούλας ετών 19 , δηλαδή ο γράφων, συνάντησε τον Χρήστο Νταούλα ετών 91, δηλαδή τον παππού του. Τόσα χρόνια πότε μου δεν είχα συνδυάσει την ηλικία του παππού μου με την χρονολογία 1940. Να όμως που ήρθε η στιγμή να μάθω τις εμπειρίες του παππού μου από τον πόλεμο. Μαζί με μένα όμως κι εσείς…
28η Οκτωβρίου 1940.Εσύ πόσο χρονών ήσουν;
Ύστερα ερχόταν άλλοι, έμεναν στα Τρίκαλα… Αυτοί κυνηγούσαν πολύ τους Εβραίους. Μόλις ήρθαν κατ’ ευθείαν τους Εβραίους. Τους μάζεψαν και τους έβαζαν να σκουπίζουν τους δρόμους, ακόμα και πλούσιους Εβραίους. Ύστερα άρχισαν κι οι Εβραίοι έφευγαν στα χωριά, κρύβονταν. Μετά από κάνα δυο χρόνια δόθηκε η εντολή να τους πάρουν όλους να τους σκοτώσουν. Στην αρχή δεν το είχαν στο πρόγραμμα. Στην αρχή δεν πείραζαν ήταν κύριοι, μετά τους πείραζαν οι αντάρτες άρχισαν κι αυτοί… Άμα σκοτώνονταν ένας Γερμανός έπρεπε να πάνε να πάρουν κόσμο απ’ το καφενείο να σκοτώσουν. Όποιον έβρισκαν.
Ένας Γερμανός Για Πενήντα Έλληνες
Ήταν Πάσχα πάλι, μετά από κάνα δυο χρόνια, πριν ξυπνήσουμε, ακόμα κοιμόμασταν, έρχονται δυο Γερμανοί ανοίγουν την πόρτα και μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμασταν. Μας σήκωσαν και πήραν εμένα και τον πατέρα μου. Την μάνα μου, τα κορίτσια και τα μωρά τα άφησαν. Ανοίγουν και το ντουλάπι, είχε πράγματα η μάνα μου εκεί, βρήκαν ένα μπουκάλι τσίπουρο και το ήπιαν. Μόλις το είδαν φώναζαν “Σναπς, Σναπς”, δύο νωματέοι και το ήπιαν όλο, χωρίς να ρωτήσουν. Μας μάζεψαν εκεί που γίνεται το καινούριο το σχολείο (στον Πυργετό) και τους άλλους στην εκκλησία. Εκεί μαζευτήκαμε περίπου 100 άτομα και μετά μας πήγαν και μας στην εκκλησία. Εκεί ήμασταν περίπου 250-300 άντρες και παιδιά. Περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει, νομίζαμε δεν θα γλυτώσουμε.
Έρχεται ο Γερμανός με τον Ματζούκα (Έλληνας καταδότης). Μόλις τον είδα τον γνώρισα. Εμείς στην σειρά, έρχεται ο Γερμανός διοικητής και γύρω Γερμανοί με τα πολυβόλα. Εκεί ήταν ένα υπόγειο, κάτω απ’ το παλιό σχολείο, και ήταν γεμάτο όπλα από αντάρτες. Ευτυχώς δεν το είδαν γιατί αλλιώς θα μας σκότωναν. Ήρθαν εκεί, δεν ξέρω τι έλεγαν, μιλούσαν γερμανικά. Ήρθε και ο παπάς που είχαμε, ο παπά-Θόδωρος, και ο Καραΐσκος ο γιατρός, ήξερε γαλλικά και συνεννοήθηκε. Λέει ο Γερμανός ότι σκοτώθηκε ένας Γερμανός εδώ στον Πυργετό και έπρεπε να πάρουν 50 να σκοτώσουν. Αυτή ήταν η διαταγή απ’ τον Χίτλερ. Λέει ο παπάς στον Καραΐσκο: “Πες τον Γερμανό ότι αυτό έγινε στον Πύργο, δεν είναι στον Πυργετό, να πάμε όλοι μαζί να δούμε κι αν είναι στον Πυργετό να σκοτώσουν εμένα πρώτα”. Δεν πήγαν να δουν τον πίστεψαν. Μετά ήταν δουλειά του Ματζούκα. Έκανε πάνω-κάτω. Στο τέλος λέει να βγουν όλοι οι “Νταουλαίοι” και οι “Βουτσελαίοι” έξω. Βγήκαν όλοι και ο πατέρας μου. Μόνο εγώ δεν βγήκα…ήμουν 16 χρονών, ποιος θα με μαρτυρούσε. Ο Ματζούκας δεν με γνώριζε. Δεν βγήκα! Καμιά πενηνταριά άτομα στην σειρά, στην γραμμή και κάτω στις φυλακές. Ήταν ένας διερμηνέας και λέει: ” Να φύγετε τώρα εσείς, να πάτε στα σπίτια σας και να μην βγείτε έξω για να μην σας σκοτώσουν”. Εμείς φύγαμε πήγαμε στα σπίτια μας και ο πατέρας μου κι οι άλλοι, δέκα μέρες φυλακή.
“Κάθε μέρα έπαιρναν για ανακρίσεις. Περιμέναμε πότε θα έρθει η ώρα να μας σκοτώσουν” μου έλεγε ο πατέρας. Αφού πέρασαν δέκα μέρες βάλαμε κάτι άλλους που τα είχαν καλά με τους Γερμανούς μπας και τους αφήσουν. Τίποτα δεν έγινε όμως.
Τα Γενέθλια Του Χίτλερ
Ένα πρωί έπιασαν πέντε άτομα εκ των οποίων αυτός ο Στεργιόπουλος, ήταν φίλος μου πολύ. Ήταν πολύ καλό παιδί. Τον είδαν οι Γερμανοί, είχε κάτι χαρτιά και τα έβαλε στο στόμα, γι’ αυτό τον πήρε η μπόρα. Αλλά τίποτα δεν είχε κάνει. Αγροφύλακας ήταν και μετέφερε χαρτιά. Τους πήραν και τους κρέμασαν στην Κεντρική Πλατεία. Το μάθαμε εμείς, αλλά δεν τολμούσαμε να πάμε.
Την επόμενη μέρα το πρωί, μου είχε πει ο πατέρας μου, πως πήγε ένας Γερμανός και τους λέει ότι επειδή ο Χίτλερ είχε τα γενέθλιά του, τους την χάριζε. Αρκεί όμως να περάσουν απ’ την Κεντρική Πλατεία, που ήταν κρεμασμένοι αυτοί κάνα δυο μέρες, και να φωνάξουν “Χάι Χίτλερ” και να βαρέσουν παλαμάκια και να φύγουν. “Βαρέσατε;”, λέω εγώ τον πατέρα μου(γέλια), “Τι να κάνουμε;” απάντησε. Εκεί στην Ασκληπιού ήταν δύο φανάρια τσιμεντένια και απάνω στα φανάρια έβαλαν ξύλα για να τους κρεμάσουν. Ο πατέρας μου τους είδε, εγώ όχι. Μετά τους πήραν και τους έθαψαν, δεν ξέρω που.
Ύστερα άρχισαν τα χειρότερα…πήγαιναν σε κάνα χωριό οι Γερμανοί, σκότωναν κανέναν οι αντάρτες και οι Γερμανοί έπιαναν 50 και τους σκότωναν. Πόσες φορές ερχόταν εδώ κι εμείς φεύγαμε… Μια μέρα, ήταν καλοκαίρι, σκότωσαν έναν στον Αμπελόκηπο. Το μάθαμε, παρατάμε τα πάντα και φεύγουμε προς τα πάνω. Όλο τέτοια είχαμε. Ερχόμασταν, φεύγαμε…
1941 – Η Πείνα Στην Κατοχή
Εμείς, δεν πεινάσαμε τόσο πολύ. Στα Τρίκαλα πέθανε κόσμος απ’ την πείνα, αλλά όχι στα χωριά. Είχαν τα χωριά! Και στα Τρίκαλα όμως όχι πολύς κόσμος. Στις μεγάλες πόλεις είχαν πρόβλημα. Η Αθήνα είχε πολύ μεγάλο. Εμείς είχαμε εδώ στον Πυργετό. Είχαμε πολύ μπομπότα, είχαμε γάλα, είχαμε τυρί. Ύστερα, ερχόταν απ’ την Αθήνα και τον Βόλο να ανταλλάξουν πράγματα απ’ το σπίτι τους με φαγητό. “Πάρε την ντουλάπα, το κρεβάτι και δώσ’ μας λίγο καλαμπόκι να ζήσω” έλεγαν.
Γιατί είχατε πείνα; Έπαιρναν το φαγητό οι Γερμανοί;
Δεν είχε λεφτά ο κόσμος, τίποτα! Δεν υπήρχε οικονομία. Έπαιρναν και οι Γερμανοί όμως. Ότι έβρισκαν έπαιρναν. Αλλά όχι τόσο πολύ. Δεν υπήρχε χρήμα. Οι Γερμανοί είχαν δικά τους απ’ τον στρατό. Αν δεν είχαν όμως έπαιρναν από εμάς. Μετά την πείνα, ότι φτιάχναμε πήγαινε 10%(φόρος) στους Γερμανούς. Στην Ένωση Συνεταιρισμών, από εκεί στις αποθήκες στο τρένο και από εκεί στους Γερμανούς.
Μία Χειροβομβίδα Στο Ποτάμι
Εγώ, ο Χρήστος κι ένας άλλος πήγαμε στην Λάρισα να πουλήσουμε κάτι -δεν θυμάμαι τι είχαμε- και να πάρουμε σιτάρι. Πήγαμε εκεί, πουλήσαμε ως το μεσημέρι και είπαμε ας καθίσουμε εκεί το βράδυ και να φύγουμε το πρωί. Σηκωθήκαμε το πρωί, ήταν νύχτα ακόμα, και ξεκινήσαμε απ’ την Λάρισα με το κάρο. Φτάσαμε στην Βούλα, εκεί ήταν όλο καλάμια και νερά, μετά το στράγγιξαν κι έγινε κάμπος. Φτάσαμε κατά τις 10πμ, ήλιος ήταν, και σταματήσαμε να ξεκουραστούμε, να φάνε και τα άλογα. Απ’ τον δρόμο 10 μέτρα πιο μακρυά ήταν ένα ποταμάκι, καθαρό, πεντακάθαρο. Τους είπα να περιμένουν να πάω να πιω λίγο νερό. Όπως έπινα νερό, κοίταξα μέσα, ήταν μια χειροβομβίδα, κόκκινη. Ήταν απ’ αυτές τις αμυντικές, αν είχε βλήμα θα με σκότωνε. Είπα να την πάρω να την δώσω στον παππού, να βάζει μέσα τον καπνό, εγώ δεν κάπνιζα. Για τον παππού την ήθελα! Μαζεύω το παντελόνι, μπαίνω μέχρι το γόνατο, δεν την έφτανα όμως. Είχε πολύ νερό. Παίρνω ένα ξύλο και σιγά-σιγά την έφερα στην άκρη και την παίρνω στα χέρια. Μόλις την κράτησα συνειδητοποίησα ότι ήταν γεμάτη. Ήταν τραβηγμένος ο κρίκος. Δευτερόλεπτα έμεναν! Πως με βοήθησε η Παναγία! Μόλις την είδα κάτι κουνιόταν μέσα. Σκέφτομαι ότι αν την κρατήσω θα μου κόψει τα χέρια και την πετάω προς τα εκεί που έτρωγαν οι άλλοι, δεν την πέταξα μέσα στο ποτάμι(γέλια). Και τραβάει ένα σκάσιμο… Έφτιαξε μία γούρνα μεγάλη. Πέταξε πέτρες, έβγαλε καπνό. Αυτοί δεν με έβλεπαν, αλλά τους άκουσα να λένε “Πάει τον σκότωσε”. Κοιτιέμαι εγώ..Μπα! Καλά ήμουν. Και τους φώναξα ότι ήμουν εντάξει.
1944 – Οι Γερμανοί Φεύγουν
Δεν πήρε χαμπάρι κανείς(στον Πυργετό). Μόνο οι Τρικαλινοί! Δεν ξέραμε πότε θα φύγουν. Μάθαμε ότι έφυγαν οι Γερμανοί… Άρχισαν να χτυπούν καμπάνες. Πολύ χαρά! Ο κόσμος ήταν στους δρόμους. Έφυγαν οι Γερμανοί με τα μηχανήματα για την Καλαμπάκα. Δεν ήξερε κανείς ότι θα φύγουν. Έφυγαν από μόνοι τους, επειδή οι Αμερικάνοι έκαναν απόβαση. Εγώ ήξερα για την απόβαση!
Ένα πρωί πήγα στο χωράφι -ήταν ένα χωράφι 32 στρέμματα, σβαρνισμένο πολύ καθαρό- και την νύχτα αγγλικά αεροπλάνα έριξαν προκηρύξεις. Το χωράφι γεμάτο προκηρύξεις, ήταν σαν εφημερίδα. Παίρνω και διαβάζω… “Είμαστε εκεί, θα κάνουμε απόβαση εκεί. Μην φοβάστε! Σε λίγο καιρό, θα είστε ελεύθεροι!”. Μάζεψα όλες τις προκηρύξεις και τις έκαψα. Δεν είπα σε κανέναν τίποτα, φοβήθηκα! Και κάπως έτσι και έγινε και έφυγαν οι Γερμανοί…