Και ο γιαλός των ψηφοφόρων φαίνεται ότι στραβώνει, αλλά και οι δημοσκοπήσεις στραβά αρμενίζουν.
Η πρόσφατη εμπειρία της απόκλισης μεταξύ των εκτιμήσεων των δημοσκοπήσεων και των πραγματικών εκλογικών αποτελεσμάτων είναι αποκαλυπτική, όσο και αρκούντως διδακτική.
Ξεκινώντας από τις πιο πρόσφατες δημοσκοπικές προβλέψεις για τις εσωκομματικές εκλογές του ΚΙΝΑΛ, το Δεκέμβριο του 2021, όταν οι δημοσκοπήσεις έβγαζαν σταθερά πρώτο τον Ανδρέα Λοβέρδο, με ποσοστά που κυμαίνονταν από 26% μέχρι και 37%.
Τελικά ο Λοβέρδος βγήκε τρίτος, με ποσοστό μόλις 24%. Με πρώτο και με διαφορά τον εκτιμώμενο σαν δεύτερο στις δημοσκοπήσεις Νίκο Ανδρουλάκη.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές πάλι, οι δημοσκοπήσεις έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ ποσοστά το πολύ μέχρι 25% – 26%. Τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ ανέτρεψε τις προβλέψεις και πήρε στις εκλογές κάτι περισσότερο από 32%. 7 δηλαδή μονάδες περισσότερο από όσο τον υπολόγιζαν οι δημοσκοπήσεις.
Αλλά και στις προηγούμενες εκλογές, το Σεπτέμβριο του 2015, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ισοπαλία ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ και τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε με 8% διαφορά.
Κι ακόμη πιο πίσω, ποιος δεν θυμάται το δημοψήφισμα, το καλοκαίρι του 2015; Τότε που οι δημοσκοπήσεις έδειχναν καθαρή νίκη του ΝΑΙ και τελικά προέκυψε θρίαμβος του ΟΧΙ, με 20 μονάδες διαφορά;
Μέχρι και στο μακρινό 2012 οι δημοσκοπήσεις είχαν πέσει έξω. Έδιναν στη ΝΔ 30% και στις εκλογές πήρε τελικά μόλις 19%.
Η ιστορία λοιπόν δείχνει ότι οι δημοσκοπήσεις κατ’ επανάληψη αρμενίζουν στραβά, καθώς κάθε φορά πέφτουν έξω στην εκτίμηση του τελικού αποτελέσματος.
Αρμενίζουν όμως, για κάποιον περίεργο λόγο, με τέτοιο τρόπο, ώστε να υποτιμούν εκ συστήματος τα αποτελέσματα του ΣΥΡΙΖΑ και να υπερεκτιμούν εκείνα της ΝΔ. Ποτέ στην πρόσφατη ιστορία δεν συνέβη το αντίθετο.
Μια απάντηση πιθανόν να είναι ότι οι αντισυστημικοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, αντιδρώντας στα παιχνίδια εντυπώσεων που τα ΜΜΕ παίζουν πίσω από τις πλάτες τους, δεν απαντούν με την ίδια προθυμία στις δημοσκοπήσεις με την οποία απαντούν οι συστημικοί ψηφοφόροι της ΝΔ. Κλείνουν ή δεν σηκώνουν και καθόλου το τηλέφωνο όταν αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης.